Στο φως οι δικογραφίες από τις Αρχές των ΗΠΑ για την υπόθεση, η
οποία μοιάζει με το πολύκροτο σκάνδαλο της Siemens, που λειτούργησε ως
«πλυντήριο» μαύρου πολιτικού χρήματος στην Ελλάδα και παρέμενε στην
αμερικανική Δικαιοσύνη από το 2008, χωρίς να έχει κινηθεί διαδικασία στη
χώρα μας μέχρι σήμερα
Πέντε νέα σκάνδαλα «μαύρων ταμείων», που αφορούν μίζες δεκάδων εκατομμυρίων δολαρίων, οι οποίες δόθηκαν το χρονικό διάστημα 1997-2008 σε Ελληνες δημόσιους λειτουργούς, αλλά και σε ιδιώτες, από αμερικανικές πολυεθνικές εταιρείες-κολοσσούς βρίσκονται στα χέρια των οικονομικών εισαγγελέων Γρηγόρη Πεπόνη και Σπύρου Μουζακίτη.
Οι μίζες είχαν δοθεί από τις...
παραπάνω εταιρείες προκειμένου να συναφθούν συμφωνίες για την προώθηση των προϊόντων τους στην ελληνική αγορά.
Το δίδυμο των οικονομικών εισαγγελέων αναμένεται να δρομολογήσει δικαστική έρευνα για τον εντοπισμό των Ελλήνων αποδεκτών του «μαύρου χρήματος», έτσι ώστε τα συγκεκριμένα πρόσωπα να λογοδοτήσουν για τις πράξεις τους.
H υπόθεση, η οποία προσιδιάζει με το πολύκροτο σκάνδαλο της Siemens, παρέμενε στα αρχεία της αμερικανικής Δικαιοσύνης από το 2008, χωρίς μέχρι σήμερα να έχει κινηθεί διαδικασία στη χώρα μας. Την περασμένη εβδομάδα ο γενικός γραμματέας Διαφάνειας του υπουργείου Δικαιοσύνης Γιώργος Σούρλας διαβίβασε στους οικονομικούς εισαγγελείς τους φακέλους με συγκεκριμένα, αναλυτικά έγγραφα των αμερικανικών δικαστικών αρχών.
Η μόνη από τις πέντε υποθέσεις που είχε απασχολήσει τις ελληνικές δικαστικές αρχές ήταν το σκάνδαλο της προμήθειας ορθοπεδικού υλικού της Jonhson & Johnson DePuY, που φέρεται ότι ενέκρινε πληρωμές ύψους 16,5 εκατ. δολαρίων από το 1997 μέχρι το 2006, που αντιστοιχούσαν σε μίζες για τη σύναψη συμβάσεων με δημόσια νοσοκομεία.
Σύμφωνα με τα στοιχεία των εγγράφων των αμερικανικών δικαστικών αρχών, που βρίσκονται στη διάθεση του «Εθνους της Κυριακής», οι πέντε εισηγμένες στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης εταιρείες που δραστηριοποιούνται στους τομείς του ιατροτεχνολογικού εξοπλισμού και ορθοπεδικού υλικού, στην αυτοκινητοβιομηχανία, στις τηλεπικοινωνίες και στην εμπορία καπνού, έχουν δωροδοκήσει κατ' επανάληψη Ελληνες γιατρούς, αξιωματούχους και λειτουργούς της δημόσιας υγείας. Συγκεκριμένα πρόκειται για τις εταιρείες Smith & Nephew, Johnson & Johnson ? DePuy, Daimler AG, Comverse Technology και Alliance One International.
Ηδη, σύμφωνα με πληροφορίες του «Εθνους της Κυριακής», οι οικονομικοί εισαγγελείς εξετάζουν -σε πρώτη φάση- το ενδεχόμενο να ζητήσουν μέσω δικαστικής συνδρομής τα στοιχεία των Ελλήνων που συνεργάστηκαν με τις αμερικανικές πολυεθνικές, προκειμένου να προχωρήσουν σε άρση του τραπεζικού τους απορρήτου.
Παράλληλα, αναμένεται να ζητήσουν στοιχεία και από τις ελληνικές δικαστικές αρχές και συγκεκριμένα το αποδεικτικό υλικό, που αφορά στην υπόθεση της προμήθειας ορθοπεδικού υλικού (τεχνητά γόνατα, ισχύα κ.λπ.) της πολυεθνικής Jonhson & Johnson-DePuy, για την οποία έχουν δρομολογηθεί ποινικές διαδικασίες που αφορούν 12 γιατρούς του δημόσιου Συστήματος Υγείας.
Αλλο σκέλος της ίδιας υπόθεσης αφορά δύο Ελληνες επιχειρηματίες, που λειτουργούσαν ως μεσάζοντες της αμερικανικής εταιρείας αλλά και τους αξιωματούχους των δημόσιων νοσοκομείων, οι οποίοι προμηθεύονταν το ορθοπεδικό υλικό της παραπάνω εταιρείας. Τη σχετική ανάκριση χειρίζεται η εφέτης - ανακρίτρια κ. Ζαΐρη.
Υπόθεση Johnson & Johnson- DePuy / Εταιρεία ορθοπεδικού υλικού
16,5 εκατ. $ σε «ελληνικές» μίζες 1997 - 2006
Τουλάχιστον από το 1998 και έως τις αρχές του 2006, υπάλληλοι και αντιπρόσωποι των θυγατρικών εταιρειών της J&J δωροδοκούσαν γιατρούς και στελέχη του ΕΣΥ προκειμένου να επιλέγουν τα ορθοπεδικά εμφυτεύματα (τεχνητά γόνατα, ισχία κλπ.) και τα άλλα προϊόντα της αμερικανικής εταιρείας.
Μόνο για το 2009, οι πωλήσεις του επιχειρηματικού κολοσσού των 250 θυγατρικών εταιρειών και των 100.000 εργαζομένων ανήλθαν σε 61,8 δισ. δολάρια.
Η εταιρεία ορθοπεδικών εμφυτευμάτων DePuy Inc. με έδρα το Ντελάγουερ των ΗΠΑ, εξαγοράστηκε από την J&J to 1998. Οι πωλήσεις της στην Ελλάδα γίνονταν από τη βρετανική θυγατρική DePuy International Ltd (DPI) μέσω ελληνικής εταιρείας, ιδιοκτησίας του Ελληνα αντιπροσώπου.
Τον Ιανουάριο του 2001, η J&J αγόρασε την ελληνική εταιρεία και τη μετονόμασε σε DePuy Medec S.A. Στα μέσα του 2003, η εταιρεία μετονομάστηκε και πάλι σε DePuy Hellas S.A.
Από το 1998 έως το 2006, η J&J αποκόμισε κέρδη ύψους 24.528.072 δολαρίων από τις πωλήσεις που βασίζονταν στο σύστημα δωροδοκιών που είχε εγκαθιδρυθεί.
O Ελληνας αντιπρόσωπος προσελήφθη από την DPI το 1997 και σύμφωνα με τα επίσημα αμερικανικά έγγραφα, ήταν «πολύ αναγνωρίσιμο πρόσωπο στην ελληνική ορθοπεδική βιομηχανία, που διατηρούσε μακρόχρονους δεσμούς με την κοινότητα των χειρουργών». Ο ίδιος άνθρωπος έστησε άμεσα (τον Οκτώβριο του 1997) εταιρεία μαϊμού με έδρα το Νησί του Μαν, όπου η DPI κατέθετε προμήθεια ύψους 25% για οτιδήποτε αγόραζε η εταιρεία του Ελληνα αντιπροσώπου. Η DPI «φούσκωνε» τις τιμές χρέωσης του Ελληνα αντιπροσώπου και στη συνέχεια πλήρωνε αυτή την «προμήθεια» στο Νησί του Μαν.
Ο Ελληνας αντιπρόσωπος, που καλούνται να αποκαλύψουν και να προσαγάγουν στη Δικαιοσύνη οι αρχές, χρησιμοποιούσε τις προμήθειες (οι οποίες αυξήθηκαν σε 35% το 1998) για να δωροδοκεί τους γιατρούς του ΕΣΥ.
Φυσικά, όλα αυτά βρίσκονταν σε γνώση των στελεχών της DPI. Μετά την εξαγορά από την J&J, τα πράγματα άρχισαν να περιπλέκονται καθώς οι κορυφαίοι επιτελείς της μητρικής εταιρείας άρχισαν να ανησυχούν για την ολοένα και πιο πιθανή αποκάλυψη του σκανδάλου. Στην ηλεκτρονική αλληλογραφία τους συζητούσαν το ενδεχόμενο της διακοπής της συνεργασίας με τον Ελληνα αντιπρόσωπο, ενώ παράλληλα παραδέχονταν ότι κινδύνευαν έτσι να χάσουν έως και τον μισό ετήσιο τζίρο τους, δηλαδή περίπου 4 εκατ. δολάρια, εξέλιξη που έσπευδαν να χαρακτηρίσουν ως «απολύτως μη αποδεκτή».
Η DPI απάλλαξε από τα καθήκοντά του τον Ελληνα αντιπρόσωπο το 2003, μετά από πολύμηνη αναταραχή που αφορούσε τη μερική δημοσιοποίηση στοιχείων για την πώληση χειρουργικών εμφυτευμάτων και προσθετικού ορθοπεδικού υλικού στη χώρα μας. Θυμίζουμε ότι η πολύκροτη υπόθεση είχε παραμείνει για ιδιαίτερα μεγάλο χρονικό διάστημα στην επικαιρότητα. Η DPI δεν έχασε χρόνο, ούτε ολιγώρησε εξαιτίας της αρνητικής δημοσιότητας. Προσέλαβε αμέσως τον αντικαταστάτη του Ελληνα αντιπροσώπου της, προκειμένου να αναλάβει τον ίδιο ακριβώς, δοκιμασμένο και ιδιαίτερα επιτυχή ρόλο στη διαδικασία των δωροδοκιών.
Τον Ιανουάριο του 2005, οι νέες νόρμες που εισήγαγε ο φορέας EUCOMED, ανάγκασαν έναν από τους αντιπροέδρους της DPI να στείλουν στον επικεφαλής της DePuy Hellas το εξής μήνυμα: «Οι άνθρωποι που εμπλέκονται στη βιομηχανία μας, βρίσκονται ένα εκατ. μίλια μακριά από την εφαρμογή του γράμματος ή του πνεύματος του κώδικα του EUCOMED. Οι περισσότεροι παίκτες στη βιομηχανία μας παραβιάζουν όλους τους διαθέσιμους κανόνες (ενθαρρύνουν τα ταξίδια των ιατρών μετά των συζύγων τους, προσφέρουν μη ιατρικά δώρα κ.λπ.). Εάν εφαρμόζαμε τις νέες οδηγίες σήμερα, θα χάναμε το 95% του κύκλου εργασιών μας στο τέλος της χρονιάς».
Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο Ελληνας αντιπρόσωπος και ο αντικαταστάτης του αργούσαν να «εξοφλήσουν» τους γιατρούς. Ετσι, υπάλληλοι της DePuy Hellas πραγματοποίησαν αναλήψεις συνολικού ύψους 590.000 δολαρίων προκειμένου να τους πληρώσουν απευθείας με μετρητά. Μέσα σε λίγες ημέρες οι παραπάνω λογαριασμοί πιστώνονταν με τα αντίστοιχα ποσά.
Μετά τον σχετικό συμβιβασμό, οι αμερικανικές αρχές επέβαλαν στον πολυεθνικό κολοσσό πρόστιμο ύψους 21,4 εκατ. δολαρίων. Δώδεκα γιατροί του ΕΣΥ έχουν, μέχρι στιγμής, καταστεί ποινικά υπόλογοι για τα κακουργήματα της δωροδοκίας και του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος.
Ο ισραηλινός πράκτορας και οι χρυσές μπίζνες
Υπόθεση Comverse Technology/ Εταιρεία τηλεπικοινωνιών
536.000 $ σε «ελληνικές» δωροδοκίες 2003 - 2006
ΗComverse Technology Inc. (CTI) είναι εταιρεία παροχής συστημάτων λογισμικού για τηλεπικοινωνίες. Η θυγατρική της Comverse Ltd. ήταν εταιρεία ισραηλινών συμφερόντων με έδρα το Τελ Αβίβ. Την εποχή που μας ενδιαφέρει, ο ΟΤΕ ελεγχόταν ακόμα από το ελληνικό Δημόσιο που ήταν και ο κύριος μέτοχος.
Τα επίσημα αμερικανικά έγγραφα αναφέρονται με κωδικές ονομασίες σε διάφορα πρόσωπα- κλειδιά της συγκεκριμένης υπόθεσης. Ενα από αυτά είναι και ο ισραηλινός υπήκοος, «πράκτορας G» που προσελήφθη το 2000 ως ανεξάρτητος σύμβουλος για τις ελληνικές δουλειές της Comverse Ltd. Το πρόσωπο αυτό δημιούργησε, για λογαριασμό του εργοδότη του, εταιρεία με έδρα την Κύπρο και αντικείμενο την καταβολή πληρωμών σε εκπροσώπους πελατών της Comverse Ltd.
Στις αρχές του 2003, έμαθε από τους εργοδότες του ότι ήταν απαραίτητο να συσταθεί και άλλη εταιρεία που θα χειριζόταν την καταβολή μετρητών σε κορυφαίο στέλεχος ελληνικής εταιρείας. Δύο λογαριασμοί, ένας σε δολάρια και ένας σε ευρώ, ανοίχτηκαν στο όνομα της νέας εταιρείας που δεν είχε γραφεία ή υπαλλήλους και την οποία ο ίδιος ο «πράκτορας G» περιέγραψε αργότερα ως «πλυντήριο χρημάτων».
Τα έγγραφα του υπουργείου Δικαιοσύνης των ΗΠΑ εξηγούν αναλυτικά την εξέλιξη και τις τροποποιήσεις των τεχνικών διακίνησης μαύρου χρήματος, ανάλογα με τις διαρκώς τροποποιούμενες ανάγκες. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι από τον Μάιο έως τον Δεκέμβριο του 2005, ο πράκτορας G πραγματοποίησε έξι ημερήσια ταξίδια με επιστροφή από το Τελ Αβιβ στη Ρώμη, δέκα ημερήσια ταξίδια με επιστροφή από το Τελ Αβιβ στη Λάρνακα, ενώ είχε παράλληλα πετάξει εξίσου πολλές φορές και στην Αθήνα. Τα αλλεπάλληλα ταξίδια κίνησαν τις υποψίες των ισραηλινών αρχών ασφαλείας που ενημέρωσαν τον υπεύθυνο ανθρώπινων πόρων της Comverse Ltd. Στο τέλος του 2006, η Comverse Ltd. σταμάτησε να πληρώνει τον πράκτορα G (ο μισθός του ήταν 5.500 δολάρια συν 15% προμήθεια επί των πωλήσεων - το υπόλοιπο 85% χρησιμοποιούνταν για τις επιστρεφόμενες δωροδοκίες).
Κατά το διάστημα 2003 - 2006, η Comverse Ltd. μεταβίβασε 536.000 δολάρια στην κυπριακή εικονική εταιρεία προκειμένου να μεταβιβαστούν σε ανθρώπους που συνδέονταν με τον ΟΤΕ και τις θυγατρικές του Cosmote, Cosmofon και Cosmorom. Σε αντάλλαγμα, τα πρόσωπα αυτά θα φρόντιζαν για την τοποθέτηση παραγγελιών στη Comverse Ltd. ύψους 10 εκατ. δολαρίων που θα απέφεραν κέρδη 1,2 εκατ. δολαρίων. Η Comverse Technology Inc. έχει ήδη καταβάλει 1,2 εκατ. δολάρια στο αμερικανικό δημόσιο, στο πλαίσιο εξωδικαστικού συμβιβασμού διετούς διάρκειας που περιλαμβάνει την αναστολή των νομικών διαδικασιών μέχρι τον Απρίλιο του 2013, οπότε και αναμένεται η συνέχεια.
Μ. Μπενέα - Κ. Λουκόπουλος
www.ethnos.gr
Πέντε νέα σκάνδαλα «μαύρων ταμείων», που αφορούν μίζες δεκάδων εκατομμυρίων δολαρίων, οι οποίες δόθηκαν το χρονικό διάστημα 1997-2008 σε Ελληνες δημόσιους λειτουργούς, αλλά και σε ιδιώτες, από αμερικανικές πολυεθνικές εταιρείες-κολοσσούς βρίσκονται στα χέρια των οικονομικών εισαγγελέων Γρηγόρη Πεπόνη και Σπύρου Μουζακίτη.
Οι μίζες είχαν δοθεί από τις...
παραπάνω εταιρείες προκειμένου να συναφθούν συμφωνίες για την προώθηση των προϊόντων τους στην ελληνική αγορά.
Το δίδυμο των οικονομικών εισαγγελέων αναμένεται να δρομολογήσει δικαστική έρευνα για τον εντοπισμό των Ελλήνων αποδεκτών του «μαύρου χρήματος», έτσι ώστε τα συγκεκριμένα πρόσωπα να λογοδοτήσουν για τις πράξεις τους.
H υπόθεση, η οποία προσιδιάζει με το πολύκροτο σκάνδαλο της Siemens, παρέμενε στα αρχεία της αμερικανικής Δικαιοσύνης από το 2008, χωρίς μέχρι σήμερα να έχει κινηθεί διαδικασία στη χώρα μας. Την περασμένη εβδομάδα ο γενικός γραμματέας Διαφάνειας του υπουργείου Δικαιοσύνης Γιώργος Σούρλας διαβίβασε στους οικονομικούς εισαγγελείς τους φακέλους με συγκεκριμένα, αναλυτικά έγγραφα των αμερικανικών δικαστικών αρχών.
Η μόνη από τις πέντε υποθέσεις που είχε απασχολήσει τις ελληνικές δικαστικές αρχές ήταν το σκάνδαλο της προμήθειας ορθοπεδικού υλικού της Jonhson & Johnson DePuY, που φέρεται ότι ενέκρινε πληρωμές ύψους 16,5 εκατ. δολαρίων από το 1997 μέχρι το 2006, που αντιστοιχούσαν σε μίζες για τη σύναψη συμβάσεων με δημόσια νοσοκομεία.
Σύμφωνα με τα στοιχεία των εγγράφων των αμερικανικών δικαστικών αρχών, που βρίσκονται στη διάθεση του «Εθνους της Κυριακής», οι πέντε εισηγμένες στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης εταιρείες που δραστηριοποιούνται στους τομείς του ιατροτεχνολογικού εξοπλισμού και ορθοπεδικού υλικού, στην αυτοκινητοβιομηχανία, στις τηλεπικοινωνίες και στην εμπορία καπνού, έχουν δωροδοκήσει κατ' επανάληψη Ελληνες γιατρούς, αξιωματούχους και λειτουργούς της δημόσιας υγείας. Συγκεκριμένα πρόκειται για τις εταιρείες Smith & Nephew, Johnson & Johnson ? DePuy, Daimler AG, Comverse Technology και Alliance One International.
Ηδη, σύμφωνα με πληροφορίες του «Εθνους της Κυριακής», οι οικονομικοί εισαγγελείς εξετάζουν -σε πρώτη φάση- το ενδεχόμενο να ζητήσουν μέσω δικαστικής συνδρομής τα στοιχεία των Ελλήνων που συνεργάστηκαν με τις αμερικανικές πολυεθνικές, προκειμένου να προχωρήσουν σε άρση του τραπεζικού τους απορρήτου.
Παράλληλα, αναμένεται να ζητήσουν στοιχεία και από τις ελληνικές δικαστικές αρχές και συγκεκριμένα το αποδεικτικό υλικό, που αφορά στην υπόθεση της προμήθειας ορθοπεδικού υλικού (τεχνητά γόνατα, ισχύα κ.λπ.) της πολυεθνικής Jonhson & Johnson-DePuy, για την οποία έχουν δρομολογηθεί ποινικές διαδικασίες που αφορούν 12 γιατρούς του δημόσιου Συστήματος Υγείας.
Αλλο σκέλος της ίδιας υπόθεσης αφορά δύο Ελληνες επιχειρηματίες, που λειτουργούσαν ως μεσάζοντες της αμερικανικής εταιρείας αλλά και τους αξιωματούχους των δημόσιων νοσοκομείων, οι οποίοι προμηθεύονταν το ορθοπεδικό υλικό της παραπάνω εταιρείας. Τη σχετική ανάκριση χειρίζεται η εφέτης - ανακρίτρια κ. Ζαΐρη.
Υπόθεση Johnson & Johnson- DePuy / Εταιρεία ορθοπεδικού υλικού
16,5 εκατ. $ σε «ελληνικές» μίζες 1997 - 2006
Τουλάχιστον από το 1998 και έως τις αρχές του 2006, υπάλληλοι και αντιπρόσωποι των θυγατρικών εταιρειών της J&J δωροδοκούσαν γιατρούς και στελέχη του ΕΣΥ προκειμένου να επιλέγουν τα ορθοπεδικά εμφυτεύματα (τεχνητά γόνατα, ισχία κλπ.) και τα άλλα προϊόντα της αμερικανικής εταιρείας.
Μόνο για το 2009, οι πωλήσεις του επιχειρηματικού κολοσσού των 250 θυγατρικών εταιρειών και των 100.000 εργαζομένων ανήλθαν σε 61,8 δισ. δολάρια.
Η εταιρεία ορθοπεδικών εμφυτευμάτων DePuy Inc. με έδρα το Ντελάγουερ των ΗΠΑ, εξαγοράστηκε από την J&J to 1998. Οι πωλήσεις της στην Ελλάδα γίνονταν από τη βρετανική θυγατρική DePuy International Ltd (DPI) μέσω ελληνικής εταιρείας, ιδιοκτησίας του Ελληνα αντιπροσώπου.
Τον Ιανουάριο του 2001, η J&J αγόρασε την ελληνική εταιρεία και τη μετονόμασε σε DePuy Medec S.A. Στα μέσα του 2003, η εταιρεία μετονομάστηκε και πάλι σε DePuy Hellas S.A.
Από το 1998 έως το 2006, η J&J αποκόμισε κέρδη ύψους 24.528.072 δολαρίων από τις πωλήσεις που βασίζονταν στο σύστημα δωροδοκιών που είχε εγκαθιδρυθεί.
O Ελληνας αντιπρόσωπος προσελήφθη από την DPI το 1997 και σύμφωνα με τα επίσημα αμερικανικά έγγραφα, ήταν «πολύ αναγνωρίσιμο πρόσωπο στην ελληνική ορθοπεδική βιομηχανία, που διατηρούσε μακρόχρονους δεσμούς με την κοινότητα των χειρουργών». Ο ίδιος άνθρωπος έστησε άμεσα (τον Οκτώβριο του 1997) εταιρεία μαϊμού με έδρα το Νησί του Μαν, όπου η DPI κατέθετε προμήθεια ύψους 25% για οτιδήποτε αγόραζε η εταιρεία του Ελληνα αντιπροσώπου. Η DPI «φούσκωνε» τις τιμές χρέωσης του Ελληνα αντιπροσώπου και στη συνέχεια πλήρωνε αυτή την «προμήθεια» στο Νησί του Μαν.
Ο Ελληνας αντιπρόσωπος, που καλούνται να αποκαλύψουν και να προσαγάγουν στη Δικαιοσύνη οι αρχές, χρησιμοποιούσε τις προμήθειες (οι οποίες αυξήθηκαν σε 35% το 1998) για να δωροδοκεί τους γιατρούς του ΕΣΥ.
Φυσικά, όλα αυτά βρίσκονταν σε γνώση των στελεχών της DPI. Μετά την εξαγορά από την J&J, τα πράγματα άρχισαν να περιπλέκονται καθώς οι κορυφαίοι επιτελείς της μητρικής εταιρείας άρχισαν να ανησυχούν για την ολοένα και πιο πιθανή αποκάλυψη του σκανδάλου. Στην ηλεκτρονική αλληλογραφία τους συζητούσαν το ενδεχόμενο της διακοπής της συνεργασίας με τον Ελληνα αντιπρόσωπο, ενώ παράλληλα παραδέχονταν ότι κινδύνευαν έτσι να χάσουν έως και τον μισό ετήσιο τζίρο τους, δηλαδή περίπου 4 εκατ. δολάρια, εξέλιξη που έσπευδαν να χαρακτηρίσουν ως «απολύτως μη αποδεκτή».
Η DPI απάλλαξε από τα καθήκοντά του τον Ελληνα αντιπρόσωπο το 2003, μετά από πολύμηνη αναταραχή που αφορούσε τη μερική δημοσιοποίηση στοιχείων για την πώληση χειρουργικών εμφυτευμάτων και προσθετικού ορθοπεδικού υλικού στη χώρα μας. Θυμίζουμε ότι η πολύκροτη υπόθεση είχε παραμείνει για ιδιαίτερα μεγάλο χρονικό διάστημα στην επικαιρότητα. Η DPI δεν έχασε χρόνο, ούτε ολιγώρησε εξαιτίας της αρνητικής δημοσιότητας. Προσέλαβε αμέσως τον αντικαταστάτη του Ελληνα αντιπροσώπου της, προκειμένου να αναλάβει τον ίδιο ακριβώς, δοκιμασμένο και ιδιαίτερα επιτυχή ρόλο στη διαδικασία των δωροδοκιών.
Τον Ιανουάριο του 2005, οι νέες νόρμες που εισήγαγε ο φορέας EUCOMED, ανάγκασαν έναν από τους αντιπροέδρους της DPI να στείλουν στον επικεφαλής της DePuy Hellas το εξής μήνυμα: «Οι άνθρωποι που εμπλέκονται στη βιομηχανία μας, βρίσκονται ένα εκατ. μίλια μακριά από την εφαρμογή του γράμματος ή του πνεύματος του κώδικα του EUCOMED. Οι περισσότεροι παίκτες στη βιομηχανία μας παραβιάζουν όλους τους διαθέσιμους κανόνες (ενθαρρύνουν τα ταξίδια των ιατρών μετά των συζύγων τους, προσφέρουν μη ιατρικά δώρα κ.λπ.). Εάν εφαρμόζαμε τις νέες οδηγίες σήμερα, θα χάναμε το 95% του κύκλου εργασιών μας στο τέλος της χρονιάς».
Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο Ελληνας αντιπρόσωπος και ο αντικαταστάτης του αργούσαν να «εξοφλήσουν» τους γιατρούς. Ετσι, υπάλληλοι της DePuy Hellas πραγματοποίησαν αναλήψεις συνολικού ύψους 590.000 δολαρίων προκειμένου να τους πληρώσουν απευθείας με μετρητά. Μέσα σε λίγες ημέρες οι παραπάνω λογαριασμοί πιστώνονταν με τα αντίστοιχα ποσά.
Μετά τον σχετικό συμβιβασμό, οι αμερικανικές αρχές επέβαλαν στον πολυεθνικό κολοσσό πρόστιμο ύψους 21,4 εκατ. δολαρίων. Δώδεκα γιατροί του ΕΣΥ έχουν, μέχρι στιγμής, καταστεί ποινικά υπόλογοι για τα κακουργήματα της δωροδοκίας και του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος.
Ο ισραηλινός πράκτορας και οι χρυσές μπίζνες
Υπόθεση Comverse Technology/ Εταιρεία τηλεπικοινωνιών
536.000 $ σε «ελληνικές» δωροδοκίες 2003 - 2006
ΗComverse Technology Inc. (CTI) είναι εταιρεία παροχής συστημάτων λογισμικού για τηλεπικοινωνίες. Η θυγατρική της Comverse Ltd. ήταν εταιρεία ισραηλινών συμφερόντων με έδρα το Τελ Αβίβ. Την εποχή που μας ενδιαφέρει, ο ΟΤΕ ελεγχόταν ακόμα από το ελληνικό Δημόσιο που ήταν και ο κύριος μέτοχος.
Τα επίσημα αμερικανικά έγγραφα αναφέρονται με κωδικές ονομασίες σε διάφορα πρόσωπα- κλειδιά της συγκεκριμένης υπόθεσης. Ενα από αυτά είναι και ο ισραηλινός υπήκοος, «πράκτορας G» που προσελήφθη το 2000 ως ανεξάρτητος σύμβουλος για τις ελληνικές δουλειές της Comverse Ltd. Το πρόσωπο αυτό δημιούργησε, για λογαριασμό του εργοδότη του, εταιρεία με έδρα την Κύπρο και αντικείμενο την καταβολή πληρωμών σε εκπροσώπους πελατών της Comverse Ltd.
Στις αρχές του 2003, έμαθε από τους εργοδότες του ότι ήταν απαραίτητο να συσταθεί και άλλη εταιρεία που θα χειριζόταν την καταβολή μετρητών σε κορυφαίο στέλεχος ελληνικής εταιρείας. Δύο λογαριασμοί, ένας σε δολάρια και ένας σε ευρώ, ανοίχτηκαν στο όνομα της νέας εταιρείας που δεν είχε γραφεία ή υπαλλήλους και την οποία ο ίδιος ο «πράκτορας G» περιέγραψε αργότερα ως «πλυντήριο χρημάτων».
Τα έγγραφα του υπουργείου Δικαιοσύνης των ΗΠΑ εξηγούν αναλυτικά την εξέλιξη και τις τροποποιήσεις των τεχνικών διακίνησης μαύρου χρήματος, ανάλογα με τις διαρκώς τροποποιούμενες ανάγκες. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι από τον Μάιο έως τον Δεκέμβριο του 2005, ο πράκτορας G πραγματοποίησε έξι ημερήσια ταξίδια με επιστροφή από το Τελ Αβιβ στη Ρώμη, δέκα ημερήσια ταξίδια με επιστροφή από το Τελ Αβιβ στη Λάρνακα, ενώ είχε παράλληλα πετάξει εξίσου πολλές φορές και στην Αθήνα. Τα αλλεπάλληλα ταξίδια κίνησαν τις υποψίες των ισραηλινών αρχών ασφαλείας που ενημέρωσαν τον υπεύθυνο ανθρώπινων πόρων της Comverse Ltd. Στο τέλος του 2006, η Comverse Ltd. σταμάτησε να πληρώνει τον πράκτορα G (ο μισθός του ήταν 5.500 δολάρια συν 15% προμήθεια επί των πωλήσεων - το υπόλοιπο 85% χρησιμοποιούνταν για τις επιστρεφόμενες δωροδοκίες).
Κατά το διάστημα 2003 - 2006, η Comverse Ltd. μεταβίβασε 536.000 δολάρια στην κυπριακή εικονική εταιρεία προκειμένου να μεταβιβαστούν σε ανθρώπους που συνδέονταν με τον ΟΤΕ και τις θυγατρικές του Cosmote, Cosmofon και Cosmorom. Σε αντάλλαγμα, τα πρόσωπα αυτά θα φρόντιζαν για την τοποθέτηση παραγγελιών στη Comverse Ltd. ύψους 10 εκατ. δολαρίων που θα απέφεραν κέρδη 1,2 εκατ. δολαρίων. Η Comverse Technology Inc. έχει ήδη καταβάλει 1,2 εκατ. δολάρια στο αμερικανικό δημόσιο, στο πλαίσιο εξωδικαστικού συμβιβασμού διετούς διάρκειας που περιλαμβάνει την αναστολή των νομικών διαδικασιών μέχρι τον Απρίλιο του 2013, οπότε και αναμένεται η συνέχεια.
Μ. Μπενέα - Κ. Λουκόπουλος
www.ethnos.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου