Η χώρα ασφυκτιά επειδή ζει χωρίς καμία χαραμάδα αναπτυξιακής προοπτικής.
Το αποτέλεσμα είναι απολύτως προβλέψιμο: ένας φαύλος κύκλος. Η χώρα θα
ασφυκτιά, η κοινωνία θα αντιδρά και όσο η κοινωνία αντιδρά, η χώρα θα
παραλύει. Εδώ και μήνες γράφουμε ότι το εφιαλτικό σενάριο για την Ελλάδα
είναι το ενδεχόμενο τα σκληρά μέτρα να μην αποδώσουν. Τότε είναι που η ασφυξία οδηγεί στην εξαθλίωση...
Μολονότι τις εκλέγει ο λαός, οι κυβερνήσεις των Μνημονίων εντέλλονται να πτωχεύσουν έναντι του λαού, σαν να μην είναι καταισχύνη παρά μονάχα το χρέος ενός κράτους προς τους διεθνείς τραπεζίτες, και όχι το χρέος του έναντι του λαού.
Αλλά το κυρίαρχο σήμερα είδος οικονομικής - τεχνοκρατικής σκέψης, που μας έχει κατακλύσει, δεν είναι πρόθυμο καν να συμμεριστεί μια πολιτική ιδέα. Επιχειρηματολογούν από τις στήλες «πρόθυμων» εφημερίδων και τηλεοπτικών παραθύρων πώς ένα σύγχρονο (!) κράτος πρέπει να γίνει πράγματι ό,τι βλέπει σ’ αυτό ο Μαξ Βέμπερ: μια μεγάλη επιχείρηση. Μια μεγάλη επιχείρηση, όμως, δεν μπορεί να ελπίζει στη νομιμοποίησή της από τον λαό, αλλά μόνο από τη γενική συνέλευση των μετόχων της.
Για εκείνους που ακόμη τρέφουν αυταπάτες, η υποταγή του κράτους και της πολιτικής του στους δανειστές με το πρόσχημα της διάσωσης της χώρας εξυπηρετεί αυτό το είδος της οικονομικής - τεχνοκρατικής σκέψης.
Και για όσους αρχίζουν σιγά σιγά να συνειδητοποιούν τη ζοφερή αλήθεια: Πως έχουν ακόμη μπροστά τους πολλά χρόνια λιτότητας, καθώς οι περικοπές των μισθών και η συρρίκνωση των δημόσιων υπηρεσιών δεν φαίνεται να τους βγάζουν από την κρίση, αυτό που ο οικονομολόγος Πολ Κρούγκμαν χαρακτηρίζει «αυταπάτη της λιτότητας».
Η χώρα μπορεί να σωθεί μας λένε... αυτοί που εκπροσωπούν την οικονομική - τεχνοκρατική σκέψη. Αρκεί να κλείσει... το κράτος.
Αν αποδειχτεί ότι δεν ζούμε σ’ έναν μονοσήμαντο κόσμο που ορίζει η σοφία των αγορών, του ΔΝΤ και των Βρυξελλών, μα σε έναν κόσμο που μπορεί να μας επιφυλάσσει εκπλήξεις και ανατροπές, είναι φανερό ότι θα πρέπει όλα να τα ξανασκεφτούμε εξαρχής. Αλλά το ζήτημα δεν είναι «τι» και «πόσο»: είναι η πρώτη φορά που καλούμαστε –εντελλόμαστε, για την ακρίβεια– να κλείσουμε το κράτος για να μειώσουμε το χρέος μας.
Το δικό μου δώρο είναι ένα ημερολόγιο της Αμερικανικής Οικονομικής Ενωσης. Στο εξώφυλλο, ένα σκίτσο δείχνει τον Ανταμ Σμιθ να κάνει μάθημα σε μια συντροφιά άλλων οικονομολόγων. Ανάμεσά τους διακρίνονται ακραιφνείς φιλελεύθεροι, όπως ο Φρίντμαν και ο Χάγιεκ.
Ομως, ο Μαρξ βρίσκεται στην πρώτη σειρά. Και είναι ο μοναδικός που κοιτάζει τον Σμιθ. Σαν να θέλει να του θυμίσει, πως «ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής κλείνει μέσα του την άρνησή του, το ίδιο αναπόδραστα όσο ένας νόμος της φύσης».
Πάνε 235 και κάτι χρόνια απ’ όταν ο Ανταμ Σμιθ δημοσίευε τον «Πλούτο των Εθνών». Ο Ανταμ Σμιθ ήταν ένας κύριος που δεν ήταν όπως μας τον παρουσιάζουν οι σύγχρονοι προαγωγοί της οικονομίας και της παγκοσμιοποίησης.
Αλλωστε, ούτε η παγκοσμιοποίηση υπήρξε ποτέ αυτό που μας λένε σήμερα. Ηταν πάντα συνέπεια της δράσης των κρατών και όχι της ελευθερίας των αγορών.
Ο Σμιθ αποστρεφόταν περισσότερο από καθετί μια πολιτική η οποία ήταν γνωστή ως μερκαντιλισμός και την εφάρμοζαν όλες οι μεγάλες δυνάμεις στην εποχή του. Ενας από τους βασικούς σκοπούς του μερκαντιλισμού ήταν να εξασφαλίζει ότι η αξία των εξαγωγών ενός κράτους ήταν μεγαλύτερη από την αξία των εισαγωγών του.
Οταν οι ανεξάρτητοι πια Αμερικανοί διαπίστωσαν πόσο ελλειμματικό ήταν το εμπορικό τους ισοζύγιο λόγω της οικονομικής εξάρτησής τους από τους Αγγλους, επιχείρησαν να δημιουργήσουν βιομηχανία. Τότε οι Αγγλοι εξέδωσαν την «πράξη περί σιδήρου», με την οποία απαγόρευσαν την παραγωγή σιδερένιων προϊόντων στην Αμερική.
Οταν, λοιπόν, ο Ανταμ Σμιθ έλεγε ότι πρέπει να περιοριστεί ο ρόλος του κράτους, εννοούσε αποκλειστικά τον μερκαντιλισμό και τους περιορισμούς που έθεταν τα ισχυρά κράτη στο εμπόριο. Ο Σμιθ αποστρεφόταν τους περιορισμούς στο εμπόριο, είτε αυτοί προέρχονταν από τα μονοπώλια είτε από τα κράτη. Ηθελε το κράτος να προωθεί την εγχώρια παραγωγή και το ελεύθερο εμπόριο – πολιτική που έμεινε γνωστή ως «Laissez faire».
Τόσο πολύ μίσησαν οι Αγγλοι αυτή την αιρετική ιδέα, που αρνήθηκαν να της δώσουν αγγλικό όνομα. Το «Laissez faire», που πάνω-κάτω θα μπορούσαμε να το μεταφράσουμε «αφήστε τα ελεύθερα», κάθε άλλο παρά αυτό εννοούσε.
Εννοούσε μια ενεργό κρατική πολιτική που θα αντιδρούσε στον μερκαντιλισμό. Ανάμεσα στα άλλα ελαττώματά τους, λοιπόν, οι νεοφιλελεύθεροι προπαγανδιστές είναι και κακοί ιστορικοί, όταν ερμηνεύουν το «Laissez faire» ως κατάργηση κάθε κρατικής παρέμβασης.
Της Ζέζας Ζήκου
ramnousia
Μολονότι τις εκλέγει ο λαός, οι κυβερνήσεις των Μνημονίων εντέλλονται να πτωχεύσουν έναντι του λαού, σαν να μην είναι καταισχύνη παρά μονάχα το χρέος ενός κράτους προς τους διεθνείς τραπεζίτες, και όχι το χρέος του έναντι του λαού.
Αλλά το κυρίαρχο σήμερα είδος οικονομικής - τεχνοκρατικής σκέψης, που μας έχει κατακλύσει, δεν είναι πρόθυμο καν να συμμεριστεί μια πολιτική ιδέα. Επιχειρηματολογούν από τις στήλες «πρόθυμων» εφημερίδων και τηλεοπτικών παραθύρων πώς ένα σύγχρονο (!) κράτος πρέπει να γίνει πράγματι ό,τι βλέπει σ’ αυτό ο Μαξ Βέμπερ: μια μεγάλη επιχείρηση. Μια μεγάλη επιχείρηση, όμως, δεν μπορεί να ελπίζει στη νομιμοποίησή της από τον λαό, αλλά μόνο από τη γενική συνέλευση των μετόχων της.
Για εκείνους που ακόμη τρέφουν αυταπάτες, η υποταγή του κράτους και της πολιτικής του στους δανειστές με το πρόσχημα της διάσωσης της χώρας εξυπηρετεί αυτό το είδος της οικονομικής - τεχνοκρατικής σκέψης.
Και για όσους αρχίζουν σιγά σιγά να συνειδητοποιούν τη ζοφερή αλήθεια: Πως έχουν ακόμη μπροστά τους πολλά χρόνια λιτότητας, καθώς οι περικοπές των μισθών και η συρρίκνωση των δημόσιων υπηρεσιών δεν φαίνεται να τους βγάζουν από την κρίση, αυτό που ο οικονομολόγος Πολ Κρούγκμαν χαρακτηρίζει «αυταπάτη της λιτότητας».
Η χώρα μπορεί να σωθεί μας λένε... αυτοί που εκπροσωπούν την οικονομική - τεχνοκρατική σκέψη. Αρκεί να κλείσει... το κράτος.
Αν αποδειχτεί ότι δεν ζούμε σ’ έναν μονοσήμαντο κόσμο που ορίζει η σοφία των αγορών, του ΔΝΤ και των Βρυξελλών, μα σε έναν κόσμο που μπορεί να μας επιφυλάσσει εκπλήξεις και ανατροπές, είναι φανερό ότι θα πρέπει όλα να τα ξανασκεφτούμε εξαρχής. Αλλά το ζήτημα δεν είναι «τι» και «πόσο»: είναι η πρώτη φορά που καλούμαστε –εντελλόμαστε, για την ακρίβεια– να κλείσουμε το κράτος για να μειώσουμε το χρέος μας.
Το δικό μου δώρο είναι ένα ημερολόγιο της Αμερικανικής Οικονομικής Ενωσης. Στο εξώφυλλο, ένα σκίτσο δείχνει τον Ανταμ Σμιθ να κάνει μάθημα σε μια συντροφιά άλλων οικονομολόγων. Ανάμεσά τους διακρίνονται ακραιφνείς φιλελεύθεροι, όπως ο Φρίντμαν και ο Χάγιεκ.
Ομως, ο Μαρξ βρίσκεται στην πρώτη σειρά. Και είναι ο μοναδικός που κοιτάζει τον Σμιθ. Σαν να θέλει να του θυμίσει, πως «ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής κλείνει μέσα του την άρνησή του, το ίδιο αναπόδραστα όσο ένας νόμος της φύσης».
Πάνε 235 και κάτι χρόνια απ’ όταν ο Ανταμ Σμιθ δημοσίευε τον «Πλούτο των Εθνών». Ο Ανταμ Σμιθ ήταν ένας κύριος που δεν ήταν όπως μας τον παρουσιάζουν οι σύγχρονοι προαγωγοί της οικονομίας και της παγκοσμιοποίησης.
Αλλωστε, ούτε η παγκοσμιοποίηση υπήρξε ποτέ αυτό που μας λένε σήμερα. Ηταν πάντα συνέπεια της δράσης των κρατών και όχι της ελευθερίας των αγορών.
Ο Σμιθ αποστρεφόταν περισσότερο από καθετί μια πολιτική η οποία ήταν γνωστή ως μερκαντιλισμός και την εφάρμοζαν όλες οι μεγάλες δυνάμεις στην εποχή του. Ενας από τους βασικούς σκοπούς του μερκαντιλισμού ήταν να εξασφαλίζει ότι η αξία των εξαγωγών ενός κράτους ήταν μεγαλύτερη από την αξία των εισαγωγών του.
Οταν οι ανεξάρτητοι πια Αμερικανοί διαπίστωσαν πόσο ελλειμματικό ήταν το εμπορικό τους ισοζύγιο λόγω της οικονομικής εξάρτησής τους από τους Αγγλους, επιχείρησαν να δημιουργήσουν βιομηχανία. Τότε οι Αγγλοι εξέδωσαν την «πράξη περί σιδήρου», με την οποία απαγόρευσαν την παραγωγή σιδερένιων προϊόντων στην Αμερική.
Οταν, λοιπόν, ο Ανταμ Σμιθ έλεγε ότι πρέπει να περιοριστεί ο ρόλος του κράτους, εννοούσε αποκλειστικά τον μερκαντιλισμό και τους περιορισμούς που έθεταν τα ισχυρά κράτη στο εμπόριο. Ο Σμιθ αποστρεφόταν τους περιορισμούς στο εμπόριο, είτε αυτοί προέρχονταν από τα μονοπώλια είτε από τα κράτη. Ηθελε το κράτος να προωθεί την εγχώρια παραγωγή και το ελεύθερο εμπόριο – πολιτική που έμεινε γνωστή ως «Laissez faire».
Τόσο πολύ μίσησαν οι Αγγλοι αυτή την αιρετική ιδέα, που αρνήθηκαν να της δώσουν αγγλικό όνομα. Το «Laissez faire», που πάνω-κάτω θα μπορούσαμε να το μεταφράσουμε «αφήστε τα ελεύθερα», κάθε άλλο παρά αυτό εννοούσε.
Εννοούσε μια ενεργό κρατική πολιτική που θα αντιδρούσε στον μερκαντιλισμό. Ανάμεσα στα άλλα ελαττώματά τους, λοιπόν, οι νεοφιλελεύθεροι προπαγανδιστές είναι και κακοί ιστορικοί, όταν ερμηνεύουν το «Laissez faire» ως κατάργηση κάθε κρατικής παρέμβασης.
Της Ζέζας Ζήκου
ramnousia
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου