ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η
τουρκική γλώσσα έχει δανειστεί από την Ελληνική πολλές λέξεις, κυρίως
επιστημονικούς όρους, μέσω ξένων γλωσσών και ιδίως της Γαλλικής. Η
επιλογή της γαλλικής γλώσσας δεν είναι τυχαία. Γιατί αφενός ήταν βασική
διεθνής γλώσσα την εποχή που πραγματοποιόταν η τουρκική γλωσσική
μεταρρύθμιση μετά την επικράτηση του κεμαλικού καθεστώτος και αφετέρου
επειδή η γαλλική εκφορά του λόγου έχει... αρκετά κοινά στοιχεία με την
τουρκική. Μάλιστα ορισμένες γαλλικές λέξεις εισήλθαν στην τουρκική
γλώσσα με την ίδια ακριβώς γαλλική προφορά.
Εκτός
αυτού του έμμεσου τρόπου, η τουρκική γλώσσα δανείστηκε λέξεις
ελληνικές και απευθείας από τη γλώσσα μας, όπως δανειστήκαμε άλλωστε κι
εμείς. Είναι γεγονός ότι η γλωσσική μεταρρύθμιση στην Τουρκία τα
τελευταία χρόνια στοχεύει στην κάθαρση της τουρκικής γλώσσας από ξένα
στοιχεία, κυρίως αραβικά και περσικά και δευτερευόντως ελληνικά. Γιατί η
γλώσσα της εποχής της οθωμανικής αυτοκρατορίας ήταν ανάμεικτη με
αραβικές και περσικές λέξεις, πολλές από τις οποίες εξακολουθούν να
υπάρχουν και στη σύγχρονη τουρκική γλώσσα. Σύμφωνα με τη στατιστική του
Ιδρύματος της Τουρκικής Γλώσσας του έτους 1998 υπήρχαν 6455 αραβικές
ρίζες, 1361 περσικές, 4702 γαλλικές, 382 ελληνικές και συνολικά 14.392
ξένες γενικώς ρίζες, ενώ οι τουρκικές ήταν 46.301.
Ο
κατάλογος που ακολουθεί (θα είναι υπό συνεχή ενημέρωση) είναι η πρώτη
συστηματική προσπάθεια, από όσο γνωρίζουμε, συγκέντρωσης των ελληνικών
λέξεων που χρησιμοποιούνται από τη σύγχρονη τουρκική γλώσσα.
Προσπάθειες που έγιναν στο παρελθόν, βασισμένες σε απαρχαιωμένες και
μάλιστα μη τουρκικές πηγές -της οθωμανικής περιόδου ή και των πρώτων
ετών μετά την κεμαλική μεταρρύθμιση- σε συνδυασμό με άγνοια της
τουρκικής γλώσσας, έχουν πάρα πολλά λάθη. Ορισμένες λέξεις έχουν
αλλοιωθεί τόσο πολύ που τελικά καταντούν αγνώριστες. 'Αλλες πάλι έχουν
πλέον απορριφθεί ή δεν ανήκουν καν στην τουρκική γλώσσα. Σε ορισμένες
τέλος περιπτώσεις γίνονται τέτοιες παρετυμολογίες που μόνο τη θυμηδία
προκαλούν του αναγνώστη.
Για
κάθε λέξη καταγράφεται η σημασία και η προέλευσή της από την ελληνική
γλώσσα, χωρίς να γίνεται λεπτομερής ετυμολογική ανάλυση των ελληνικών
λέξεων, αφού σκοπός μας είναι η ετυμολογία των τουρκικών λέξεων κι όχι
των ελληνικών. Ωστόσο για κάθε ελληνική λέξη-πηγή αναφέρεται η περίοδος
στην οποία ανήκει (π.χ. αρχαία, μεταγενέστερη, μεσαιωνική,
νεοελληνική). Στον κατάλογο δεν περιλαμβάνονται λέξεις που έχει
δανειστεί η Ελληνική από ξένες γλώσσες, τις οποίες δάνεισε στη συνέχεια
στην Τουρκική. Π.χ. λέξεις όπως paçavra (πατσαβούρα), papara, fasarya (φασαρία), funda, gerdel (καρδάρι), ıhlamur (φλαμούρι), kukla, lakerda
κ.ά.π., τις οποίες πιστεύεται ότι πήρε η τουρκική γλώσσα από την
ελληνική, δεν υπάρχουν στον κατάλογο, εφόσον οι λέξεις αυτές δεν είναι
ελληνικές. Μία μόνο εξαίρεση έγινε σε λέξεις της αρχαίας
ελληνικής οι οποίες πιθανολογείται ότι είναι δάνεια από ανατολικές
γλώσσες. Αυτές τις συμπεριλάβαμε στον κατάλογο ως πηγές τουρκικών
λέξεων, επειδή η αρχή τους είναι αβέβαιη ή άγνωστη, σημειώνοντας
παράλληλα την πιθανή τους προέλευση. Επίσης συμπεριλαμβάνονται
στον κατάλογο λέξεις που κατασκευάστηκαν από ξένους με ελληνικά
γλωσσικά στοιχεία, όπως είναι οι ελληνογενείς επιστημονικοί όροι, π.χ. αντιβιοτικός, αγγειογραφία, αντισηπτικός, ανθρωπολογία, ατμόσφαιρα κ.ά.π. Βασικό δηλαδή κριτήριο για τη συγκρότηση του καταλόγου είναι η ελληνικότητα των λέξεων.
Διότι είναι παράδοξο, αν όχι παράλογο, να θεωρούμε ορισμένες λέξεις
ξένες όταν τις χρησιμοποιούμε εμείς, αλλά να τις θεωρούμε ταυτόχρονα
δικές μας όταν τις δανείζουμε σε άλλους! Και τούτο επειδή τάχα τις
εντάξαμε στη γλώσσα μας και επιφέραμε ίσως και ορισμένες μορφολογικές
και σημασιολογικές αλλαγές. Εκτός από αυτό το παράδοξο, δεν είναι
πάντοτε βέβαιο από ποια γλώσσα έγινε ο δανεισμός. Μπορεί μια λέξη κοινή
σε μερικές γλώσσες να αποτελεί παράλληλο δάνειο από τρίτη γλώσσα. Π.χ. η
ιταλ. λ. salata
χρησιμοποιείται ακριβώς με την ίδια μορφή και σημασία και από την
ελληνική και από την τουρκική γλώσσα -αλλά και από άλλες γλώσσες. Οι
Τούρκοι ισχυρίζονται ότι την δανείστηκαν από την Ιταλική, ενώ εμείς ότι
την δανείστηκαν από την Ελληνική! Πολύ πιθανό να είναι παράλληλο δάνειο
και των δύο γλωσσών από την Ιταλική. Όπως κι αν έγινε όμως ο
δανεισμός, η λέξη δεν άλλαξε ταυτότητα, δεν έγινε ούτε ελληνική ούτε
τουρκική. Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε πολλά τέτοια παραδείγματα λέξεων
τις οποίες όταν τις ετυμολογούμε στα δικά μας λεξικά τις θεωρούμε
ξένες, ενώ όταν τις βρίσκουμε σε άλλη γλώσσα τις θεωρούμε δικές μας!:
π.χ. αλάργα = ιταλ. alla larga = τουρκ. alarga, καμέλια = γαλλ. camélia = τουρκ. kamelya, πορτοκάλι = ιταλ. portogallo = τουρκ. portakal, μανταρίνι = αγγλ. mandarin = ιταλ. mandarino = τουρκ. mandalina, ταράτσα = ιταλ. terrazza = τουρκ. taraça, καπάρο = ιταλ. caparra = τουρκ. kaparo, κορδέλα = ιταλ. cordela = τουρκ. kordele
κ.α.π. Επίσης οι Τούρκοι μαζί με τους ελληνογενείς επιστημονικούς
όρους -τους οποίους έλαβαν κυρίως από τα Γαλλικά- ανάγουν στην ίδια ή
σε άλλη ξένη γλώσσα οποιαδήποτε αρχαία ελληνική λέξη έχουν δανειστεί,
για ευνόητους λόγους! Όταν την επιστημονική σκέψη τη συσκοτίζουν
εξωεπιστημονικοί και αντιεπιστημονικοί παράγοντες, δεν οπισθοδρομεί μόνο
η επιστήμη αλλά κι άλλες πλευρές της ζωής μας.
Τέλος
όσον αφορά την προφορά της, η τουρκική γλώσσα τηρεί τη λατινική εκφορά
των φθόγγων με ορισμένες όμως εξαιρέσεις. Στον κατάλογο των λέξεων,
δίπλα σε κάθε γράμμα του τουρκικού αλφαβήτου παρατίθεται και η προφορά
του, ώστε να μπορεί ο αναγνώστης να συγκρίνει και φωνητικά τις λέξεις
των δύο γλωσσών.
A : α
abaküs = άβακας [αρχ. ελλ. άβαξ > γαλλ. abacus, abaque > τουρκ.].
abanoz = έβενος [αρχ. ελλ. > περσ. > τουρκ.].
abis = άβυσσος [αρχ. ελλ. άβυσσος > γαλλ. abysse > τουρκ.].
abanoz = έβενος [αρχ. ελλ. > περσ. > τουρκ.].
abis = άβυσσος [αρχ. ελλ. άβυσσος > γαλλ. abysse > τουρκ.].
ablatya = είδος αλιευτικού διχτυού με μεγάλα "μάτια", δηλ. μεγάλες θηλιές [νεοελλ. απλάδια, υποκορ. του επιθ. απλά > τουρκ.].
abli = απλή, σκοινί για το ανέβασμα ή κατέβασμα των πανιών πλοίου [νεοελλ. απλή > τουρκ. abli].
abuli = αβουλία [αρχ. ελλ. αβουλία > γαλλ. aboulie > τουρκ.].
açelya, açalya = αζαλέα [αντιδ. αρχ. ελλ. αζαλέος > αγγλ. azalea > νεοελλ. > τουρκ.].
adenit = αδενίτιδα [ελλ. > γαλλ. adénite> τουρκ.].
aerobik = αεροβική [αντιδ. αρχ. ελλ. αερόβιος > γαλλ. aérobique, αγγλ. aerobics > τουρκ., νεοελλ.].
aerodinamik = αεροδυναμική [ελλ. > γαλλ. aérodynamique > τουρκ.].
afazi = αφασία [αντιδ. αρχ. ελλ. άφατος > γαλλ. aphasie > τουρκ., νεοελλ.].
afi (argo) = επίδειξη, φιγούρα [αρχ. ελλ. αφή > τουρκ.].
afoni = αφωνία [αρχ. ελλ. αφωνία > γαλλ. aphonie > τουρκ.].
aforoz, aforizm, aforizma = αφορισμός [αρχ. ελλ. αφορισμός > γαλλ. aphorism > τουρκ.].
aft = άφθα, άφτρα [αρχ. ελλ. άφθα > γαλλ. aphte > τουρκ.].
aftos (argo) = εραστής-ερωμένη [αρχ. ελλ. αυτός > τουρκ.].
afyon = αφιόνι [αντιδ. μετγν. ελλ. όπιον > τουρκ. afyon > μεσν. ελλ. αφιόνιον > νεοελλ. αφιόνι].
afyonkeş = ο χρήστης αφιονιού [νεοελλ. αφιόνι + περσ. -keş > τουρκ.].
agnosi, agnozi = αγνωσία, άγνοια [αντιδ. αρχ. ελλ. άγνωτος > γαλλ. agnosie > τουρκ., νεοελλ.].
agnostisizm = αγνωστικισμός [αντιδ. αρχ. ελλ. άγνωστος > γαλλ. agnosticisme > τουρκ., νεοελλ.].
agora = αρχαία ελληνική αγορά [αρχ. ελλ. αγορά > τουρκ.].
agorafobi = αγοραφοβία [ελλ. > γαλλ. agoraphobie > τουρκ.].
agrafi = αγραφία [ελλ. > γαλλ. agraphie > τουρκ.].
agronomi = αγρονομία [νεοελλ. > γαλλ. agronomie > τουρκ.].
ahır = αχούρι [αντιδ. αρχ. ελλ. άχυρον > περσ. > τουρκ. ahır > μεσν. ελλ. αχούριον > νεοελλ. αχούρι. Κατ' άλλη άποψη περσ. > τουρκ. > νεοελλ.].
ahlat = άγριο αχλάδι, αγριαχλαδιά [μεσν. ελλ. αχλάδιον > τουρκ.].
ahtapot = χταπόδι [αρχ. ελλ. οκτάπους > μετγν. ελλ. οκταπόδιον > τουρκ.].
akademi = ακαδημία [αρχ. ελλ. > γαλλ. académie > τουρκ.].
akademisyen = ακαδημαϊκός, οπαδός του Πλάτωνος [αρχ. ελλ. ακαδημία + γαλλ. -cien > γαλλ. académicien > τουρκ.].
akademik = ακαδημαϊκός [μετγν. ελλ. > γαλλ. académique > τουρκ.].
akasya = ακακία [αρχ. ελλ. > γαλλ. acacia > τουρκ.].
akkefal = είδος ψαριού του γλυκού νερού [τουρκ. ak + αρχ. ελλ. κεφαλή > τουρκ.].
akrobasi = ακροβασία [νεοελλ. > γαλλ. acrobatie > τουρκ.].
akrobat = ακροβάτης [μετγν. ελλ. > γαλλ. acrobate > τουρκ.].
akrobatik = ακροβατικός [αρχ. ελλ. > γαλλ. acrobatique > τουρκ.].
akromatopsi = αχρωματοψία [ελλ. > γαλλ. achromatopsie > τουρκ.].
akromegali = ακρομεγαλία [ελλ. > γαλλ. acromégalie > τουρκ.].
akronim = ακρωνύμιο [ελλ. > αγγλ. acronym > τουρκ.].
akropol = ακρόπολη [αρχ. ελλ. ακρόπολις > γαλλ. acropole > τουρκ.].
akroştiş = ακροστιχίδα [μετγν. ελλ. ακροστιχίς > γαλλ. acrostiche > τουρκ.].
aks = άξονας τροχού [αρχ. ελλ. άξων > γαλλ. axe > τουρκ.].
aksiyom = αξίωμα (επιστ.) [αρχ. ελλ. > γαλλ. axiome > τουρκ.].
akson = άξων (ανατ.) [αρχ. ελλ. > τουρκ.].
aktinit = γενική ονομασία ραδιενεργών στοιχείων [ελλ. ακτίνια > γαλλ. actinite > τουρκ.].
aktinoloji = ακτινολογία [ελλ. > γαλλ. actinologie > τουρκ.].
aktinolojik = ακτινολογικός [ελλ. > γαλλ. actinologique > τουρκ.].
aktinyum = ακτίνιο (χημ.) [ελλ. > αγγλ. actinium > τουρκ.].
akustik = ακουστική [αντιδ. αρχ. ελλ. ακουστικός > γαλλ. acoustique > τουρκ., νεοελλ.].
alay = πλήθος || στρατιωτική μονάδα [αρχ. ελλ. αλλαγή > μεσν. ελλ. αλλάγιον (= στρατιωτική μονάδα) > τουρκ.].
alegori = αλληγορία [μετγν. ελλ. > γαλλ. allégorie > τουρκ.].
alegorik = αλληγορικός [μετγν. ελλ. > γαλλ. allégorique > τουρκ.].
aleksi = αλεξία (= αδυναμία ανάγνωσης) [ελλ. > γαλλ. alexie > τουρκ.].
alerjen = αλλεργιογόνο [ελλ. > γαλλ. allergène > τουρκ.].
alerji = αλλεργία [ελλ. > γαλλ. allergie > τουρκ.].
alerjik = αλλεργικός [ελλ. > γαλλ. allergique > τουρκ.].
alotropi = αλλοτροπία [ελλ. > γαλλ. allothropie > τουρκ.].
alotropik = αλλοτροπικός [ελλ. > γαλλ. allotropique > τουρκ.].
amazon = αμαζόνα [αρχ. ελλ. Αμαζών > τουρκ.].
ambar = αμπάρι [αντιδ. αρχ. ελλ. εμπόριον > περσ. > τουρκ. > νεοελλ. Κατ' άλλη άποψη περσ. > τουρκ. > νεοελλ.].
amblem = έμβλημα [μετγν. ελλ. > γαλλ. emblème > τουρκ.].
ametal = αμέταλλο [ελλ. > γαλλ. amétale > τουρκ.].
ametist = αμέθυστος (ημιπ. λίθος) [μετγν. ελλ. > γαλλ. améthyste > τουρκ.].
amfibi = αμφίβιος [αρχ. ελλ. > γαλλ. amphibie > τουρκ.].
amfibol = αμφίβολο (ορυκτό) [ελλ. > γαλλ. amphibole > τουρκ.].
amfiteatr = αμφιθέατρο [μετγν. ελλ. > γαλλ. amphithéâtre > τουρκ.].
amfora = αμφορέας [αρχ. ελλ. αμφορεύς > γαλλ. amphore > τουρκ.].
amip = αμοιβάδα [αρχ. ελλ. αμοιβάς > γαλλ. amibe > τουρκ.].
amnezi = αμνησία [αντιδ. μετγν. ελλ. > γαλλ. amnésie > τουρκ., νεοελλ.].
amniyon = άμνιο [αρχ. ελλ. αμνίον, άμνιον > τουρκ.].
amonyak = αμμωνία [αντιδ. μετγν. ελλ. αμμωνιακόν > λατ. ammoniacum > γαλλ. ammoniaque > τουρκ., νεοελλ.].
amorf = άμορφος [αρχ. ελλ. > γαλλ. amorphe > τουρκ.].
ampermetre = αμπερόμετρο [γαλλ. amper + αρχ. ελλ. μέτρον > γαλλ. ampèremètre > τουρκ.].
ampirik = εμπειρικός [αρχ. ελλ. > γαλλ. empirique > τουρκ.].
ampirist = εμπειριστής [ελλ. > γαλλ. empiriste > τουρκ.].
ampirizm = εμπειρισμός [ελλ. > γαλλ. > empirisme > τουρκ.].
ampul = αμπούλα [αντιδ. αρχ. ελλ. αμφορέα > αμφορά(ν) > λατ. ampulla > γαλλ. ampoule > τουρκ., νεοελλ.].
amyant = αμίαντος [αρχ. ελλ. > γαλλ. amiante > τουρκ.].
anabolizma = αναβολισμός [ελλ. > γαλλ. anabolisme > τουρκ.].
Anadolu = Ανατολή, Ανατολία [αρχ. ελλ. ανατολή > τουρκ.].
anaerobik = αναερόβιος [ελλ. > γαλλ. anaérobique > τουρκ.].
anafilaksi = αναφυλαξία [ελλ. > γαλλ. anaphylaxie > τουρκ.].
anafor = δίνη, αντίρρευμα || (μτφ.) φιλοδώρημα [αρχ. ελλ. αναφορά > νεοελλ. αναφόρι > τουρκ.].
anaforcu = ο επιδιώκων την απόκτηση αγαθών χωρίς κόπο [αρχ. ελλ. αναφορά + τουρκ. -cu > τουρκ.].
anagram = ανάγραμμα, λέξη που είναι προϊόν αναγραμματισμού [ελλ. > γαλλ. anagramme > τουρκ.].
anahtar = ανοιχτήρι, κλειδί [νεοελλ. ανοιχτήρι > τουρκ.].
anakronik = αναχρονιστικός [νεοελλ. > γαλλ. anachronique > τουρκ.].
anakronizm = αναχρονισμός [μεσν. ελλ. > γαλλ. anachronisme > τουρκ.].
analist = αναλυτής [νεοελλ. > γαλλ. analyste > τουρκ.].
analitik = αναλυτικός [αρχ. ελλ. > γαλλ. analytique > τουρκ.].
analiz = ανάλυση [αρχ. ελλ. > γαλλ. analyse > τουρκ.].
analjezi = αναλγησία [αρχ. ελλ. > γαλλ. analgésie > τουρκ.].
analjezik = αναλγητικός [αντιδ. αρχ. ελλ. αναλγησία > γαλλ. analgésique > νεοελλ., τουρκ.].
analoji = αναλογία [αρχ. ελλ. > γαλλ. analogie > τουρκ.].
analojik = αναλογικός [μετγν. ελλ. > γαλλ. analogique > τουρκ.].
anamnezi = ανάμνηση, ιστορικό ασθενούς [αρχ. ελλ. > γαλλ. anamnésie > τουρκ.].
anarşi = αναρχία, αναστάτωση [αρχ. ελλ. > γαλλ. anarchie > τουρκ.].
anarşişt = αναρχικός [αρχ. ελλ. > γαλλ. anarchiste > τουρκ.].
anarşizm = αναρχισμός [ελλ. > γαλλ. anarchisme > τουρκ.].
anartri = αναρθρία [αντιδ. αρχ. ελλ. > γαλλ. anarthrie > τουρκ., νεοελλ.].
anason = γλυκάνισο [μετγν. ελλ. άνισον > τουρκ.].
anatomi = ανατομία [αντιδ. αρχ. ελλ. ανατομή > γαλλ. anatomie > τουρκ., νεοελλ.].
anatomik = ανατομικός [αντιδ. αρχ. ελλ. ανατομή > μετγν. ελλ. ανατομικός > γαλλ. anatomique > νεοελλ., τουρκ.].
anatomist = ανατόμος [νεοελλ. > γαλλ. anatomiste > τουρκ.].
anavaşya = η ανάβαση των αποδημητικών ψαριών από τη Μεσόγειο στον Ε. Πόντο, αντίθ. του katavaşya, βλ. λέξη [αρχ. ελλ. ανάβασις > μεσν. ελλ. αναβάσιον > τουρκ.].
andemi = ενδημία [μετγν. ελλ. > γαλλ. endémie > τουρκ.].
andemik = ενδημικός [ελλ. > γαλλ. endémique > τουρκ.].
andropoz = ανδρόπαυση [ελλ. > γαλλ. andropause > τουρκ.].
anekdot = ανέκδοτο [αντιδ. αρχ. ελλ. ανέκδοτος > γαλλ. anecdote > τουρκ., νεοελλ.].
anemi = αναιμία [αρχ. ελλ. > γαλλ. anémie > τουρκ.].
anemik = αναιμικός [ελλ. > γαλλ. anémique > τουρκ.].
anemometre = ανεμόμετρο [ελλ. > γαλλ. anémomètre > τουρκ.].
anemon = ανεμώνη [αρχ. ελλ. > γαλλ. anémone > τουρκ.].
anestezi = αναισθησία [αρχ. ελλ. > γαλλ. anesthésie > τουρκ.].
anesteziyolojik = αναισθησιολογικός [ελλ. > γαλλ. anesthésiologique > τουρκ.].
anevrizma = ανεύρυσμα [αντιδ. μετγν. ελλ. > γαλλ. anévrisme > τουρκ., νεοελλ.].
angarya = αγγαρεία [αρχ. ελλ. άγγαρος, περσ. αρχής > μετγν. ελλ. αγγαρεύω > μετγν. ελλ. αγγαρεία > τουρκ.].
anglofil = αγγλόφιλος [νεοελλ. > αγγλ. anglophile > τουρκ.].
anhidrit = ανυδρίτης [ελλ. > γαλλ. anhydrite > τουρκ.].
anjiyo, anjiyografi = αγγειογραφία [ελλ. > τουρκ.].
anjiyoloji = αγγειολογία (ανατ.) [αρχ. ελλ. > γαλλ. angiologie > τουρκ.].
ankiloz = αγκύλωση [μετγν. ελλ. > γαλλ. ankylose > τουρκ.].
anofel = ανωφελής κώνωψ [αρχ. ελλ. ανωφελής > γαλλ. anophèle > τουρκ.].
anomali = ανωμαλία [αρχ. ελλ. > γαλλ. anomalie > τουρκ.].
anonim = ανώνυμος [αρχ. ελλ. > γαλλ. anonyme > τουρκ.].
anorganik = ανόργανος [μετγν. ελλ. > γαλλ. anorganique > τουρκ.].
anot = άνοδος (θετικό ηλεκτρόδιο) [αρχ. ελλ. > γαλλ. anode > τουρκ.].
ansefalit = εγκεφαλίτιδα [ελλ. > γαλλ. encéphalite> τουρκ.].
ansiklopedi = εγκυκλοπαίδεια [αντιδ. μετγν. ελλ. εγκυκλοπαιδεία > γαλλ. encyclopédie > τουρκ., νεοελλ.].
ansiklopedik = εγκυκλοπαιδικός [ελλ. > γαλλ. encyclopédique > τουρκ.].
ansiklopedist = εγκυκλοπαιδιστής [ελλ. > γαλλ. encyclopédiste > τουρκ.].
antagonist = ανταγωνιστής [αρχ. ελλ. > γαλλ. antagoniste > τουρκ.].
antagonizm, antagonizma = ανταγωνισμός [νεοελλ. > γαλλ. antagonisme > τουρκ.].
antarktik = ανταρκτική [αντιδ. αρχ. ελλ. > γαλλ. antarctique > τουρκ., νεοελλ.].
anterit = εντερίτιδα [ελλ. > γαλλ. entérite > τουρκ.].
antibiyotik = αντιβιοτικός [ελλ. > γαλλ. antibiotique > τουρκ.].
antidemokratik = αντιδημοκρατικός [νεοελλ. > γαλλ. anti-démocratique > τουρκ.].
antihijyenik = ανθυγιεινός [νεοελλ. > γαλλ. antihygiénique > τουρκ.].
antijen = αντιγόνο [ελλ. > γαλλ. antigène > τουρκ.].
antikiklon = αντικυκλώνας [ελλ. > γαλλ. anticyclone > τουρκ.].
antikor = αντίσωμα [αρχ. ελλ. αντί + γαλλ. kor (corps) > τουρκ. antikor].
antilop = αντιλόπη [αντιδ. μεσν. ελλ. ανθόλοψ > γαλλ. antilope > τουρκ., νεοελλ.].
antinomi = αντινομία [μετγν. ελλ. > γαλλ. antinomie > τουρκ.].
antipati = αντιπάθεια [αρχ. ελλ. > γαλλ. antipathie > τουρκ.].
antipatik = αντιπαθητικός [μετγν. ελλ. > γαλλ. antipathique > τουρκ.].
antisepsi = αντισηψία [ελλ. > γαλλ. antisepsie > τουρκ.].
antiseptik = αντισηπτικός [ελλ. > γαλλ. antiseptique > τουρκ.].
antitez = αντίθεση [αρχ. ελλ. > γαλλ. antithèse > τουρκ.].
antitoksin = αντιτοξίνη [ελλ. > γαλλ. antitoxine > τουρκ.].
antoloji = ανθολογία [μετγν. ελλ. > γαλλ. anthologie > τουρκ.].
antrasit = ανθρακίτης [αντιδ. μετγν. ελλ. > γαλλ. anthracite > τουρκ., νεοελλ.].
antropoit = ανθρωποειδής [αρχ. ελλ. > γαλλ. anthropoïde > τουρκ.].
antropolog = ανθρωπολόγος [ελλ. > γαλλ. anthropologue > τουρκ.].
antropoloji = ανθρωπολογία [ελλ. > γαλλ. anthropologie > τουρκ.].
antropolojik = ανθρωπολογικός [ελλ. > γαλλ. anthropologique > τουρκ.].
antropomorfizm = ανθρωπομορφισμός [ελλ. > γαλλ. anthropomorphisme > τουρκ.].
antroposantrizm = ανθρωποκεντρισμός [ελλ. > γαλλ. anthropocentrisme > τουρκ.].
anyon = ανιόν [αντιδ. αρχ. ελλ. > γαλλ. anion > τουρκ., νεοελλ.].
aort = αορτή [αρχ. ελλ. > γαλλ. aorte > τουρκ.].
abli = απλή, σκοινί για το ανέβασμα ή κατέβασμα των πανιών πλοίου [νεοελλ. απλή > τουρκ. abli].
abuli = αβουλία [αρχ. ελλ. αβουλία > γαλλ. aboulie > τουρκ.].
açelya, açalya = αζαλέα [αντιδ. αρχ. ελλ. αζαλέος > αγγλ. azalea > νεοελλ. > τουρκ.].
adenit = αδενίτιδα [ελλ. > γαλλ. adénite> τουρκ.].
aerobik = αεροβική [αντιδ. αρχ. ελλ. αερόβιος > γαλλ. aérobique, αγγλ. aerobics > τουρκ., νεοελλ.].
aerodinamik = αεροδυναμική [ελλ. > γαλλ. aérodynamique > τουρκ.].
afazi = αφασία [αντιδ. αρχ. ελλ. άφατος > γαλλ. aphasie > τουρκ., νεοελλ.].
afi (argo) = επίδειξη, φιγούρα [αρχ. ελλ. αφή > τουρκ.].
afoni = αφωνία [αρχ. ελλ. αφωνία > γαλλ. aphonie > τουρκ.].
aforoz, aforizm, aforizma = αφορισμός [αρχ. ελλ. αφορισμός > γαλλ. aphorism > τουρκ.].
aft = άφθα, άφτρα [αρχ. ελλ. άφθα > γαλλ. aphte > τουρκ.].
aftos (argo) = εραστής-ερωμένη [αρχ. ελλ. αυτός > τουρκ.].
afyon = αφιόνι [αντιδ. μετγν. ελλ. όπιον > τουρκ. afyon > μεσν. ελλ. αφιόνιον > νεοελλ. αφιόνι].
afyonkeş = ο χρήστης αφιονιού [νεοελλ. αφιόνι + περσ. -keş > τουρκ.].
agnosi, agnozi = αγνωσία, άγνοια [αντιδ. αρχ. ελλ. άγνωτος > γαλλ. agnosie > τουρκ., νεοελλ.].
agnostisizm = αγνωστικισμός [αντιδ. αρχ. ελλ. άγνωστος > γαλλ. agnosticisme > τουρκ., νεοελλ.].
agora = αρχαία ελληνική αγορά [αρχ. ελλ. αγορά > τουρκ.].
agorafobi = αγοραφοβία [ελλ. > γαλλ. agoraphobie > τουρκ.].
agrafi = αγραφία [ελλ. > γαλλ. agraphie > τουρκ.].
agronomi = αγρονομία [νεοελλ. > γαλλ. agronomie > τουρκ.].
ahır = αχούρι [αντιδ. αρχ. ελλ. άχυρον > περσ. > τουρκ. ahır > μεσν. ελλ. αχούριον > νεοελλ. αχούρι. Κατ' άλλη άποψη περσ. > τουρκ. > νεοελλ.].
ahlat = άγριο αχλάδι, αγριαχλαδιά [μεσν. ελλ. αχλάδιον > τουρκ.].
ahtapot = χταπόδι [αρχ. ελλ. οκτάπους > μετγν. ελλ. οκταπόδιον > τουρκ.].
akademi = ακαδημία [αρχ. ελλ. > γαλλ. académie > τουρκ.].
akademisyen = ακαδημαϊκός, οπαδός του Πλάτωνος [αρχ. ελλ. ακαδημία + γαλλ. -cien > γαλλ. académicien > τουρκ.].
akademik = ακαδημαϊκός [μετγν. ελλ. > γαλλ. académique > τουρκ.].
akasya = ακακία [αρχ. ελλ. > γαλλ. acacia > τουρκ.].
akkefal = είδος ψαριού του γλυκού νερού [τουρκ. ak + αρχ. ελλ. κεφαλή > τουρκ.].
akrobasi = ακροβασία [νεοελλ. > γαλλ. acrobatie > τουρκ.].
akrobat = ακροβάτης [μετγν. ελλ. > γαλλ. acrobate > τουρκ.].
akrobatik = ακροβατικός [αρχ. ελλ. > γαλλ. acrobatique > τουρκ.].
akromatopsi = αχρωματοψία [ελλ. > γαλλ. achromatopsie > τουρκ.].
akromegali = ακρομεγαλία [ελλ. > γαλλ. acromégalie > τουρκ.].
akronim = ακρωνύμιο [ελλ. > αγγλ. acronym > τουρκ.].
akropol = ακρόπολη [αρχ. ελλ. ακρόπολις > γαλλ. acropole > τουρκ.].
akroştiş = ακροστιχίδα [μετγν. ελλ. ακροστιχίς > γαλλ. acrostiche > τουρκ.].
aks = άξονας τροχού [αρχ. ελλ. άξων > γαλλ. axe > τουρκ.].
aksiyom = αξίωμα (επιστ.) [αρχ. ελλ. > γαλλ. axiome > τουρκ.].
akson = άξων (ανατ.) [αρχ. ελλ. > τουρκ.].
aktinit = γενική ονομασία ραδιενεργών στοιχείων [ελλ. ακτίνια > γαλλ. actinite > τουρκ.].
aktinoloji = ακτινολογία [ελλ. > γαλλ. actinologie > τουρκ.].
aktinolojik = ακτινολογικός [ελλ. > γαλλ. actinologique > τουρκ.].
aktinyum = ακτίνιο (χημ.) [ελλ. > αγγλ. actinium > τουρκ.].
akustik = ακουστική [αντιδ. αρχ. ελλ. ακουστικός > γαλλ. acoustique > τουρκ., νεοελλ.].
alay = πλήθος || στρατιωτική μονάδα [αρχ. ελλ. αλλαγή > μεσν. ελλ. αλλάγιον (= στρατιωτική μονάδα) > τουρκ.].
alegori = αλληγορία [μετγν. ελλ. > γαλλ. allégorie > τουρκ.].
alegorik = αλληγορικός [μετγν. ελλ. > γαλλ. allégorique > τουρκ.].
aleksi = αλεξία (= αδυναμία ανάγνωσης) [ελλ. > γαλλ. alexie > τουρκ.].
alerjen = αλλεργιογόνο [ελλ. > γαλλ. allergène > τουρκ.].
alerji = αλλεργία [ελλ. > γαλλ. allergie > τουρκ.].
alerjik = αλλεργικός [ελλ. > γαλλ. allergique > τουρκ.].
alotropi = αλλοτροπία [ελλ. > γαλλ. allothropie > τουρκ.].
alotropik = αλλοτροπικός [ελλ. > γαλλ. allotropique > τουρκ.].
amazon = αμαζόνα [αρχ. ελλ. Αμαζών > τουρκ.].
ambar = αμπάρι [αντιδ. αρχ. ελλ. εμπόριον > περσ. > τουρκ. > νεοελλ. Κατ' άλλη άποψη περσ. > τουρκ. > νεοελλ.].
amblem = έμβλημα [μετγν. ελλ. > γαλλ. emblème > τουρκ.].
ametal = αμέταλλο [ελλ. > γαλλ. amétale > τουρκ.].
ametist = αμέθυστος (ημιπ. λίθος) [μετγν. ελλ. > γαλλ. améthyste > τουρκ.].
amfibi = αμφίβιος [αρχ. ελλ. > γαλλ. amphibie > τουρκ.].
amfibol = αμφίβολο (ορυκτό) [ελλ. > γαλλ. amphibole > τουρκ.].
amfiteatr = αμφιθέατρο [μετγν. ελλ. > γαλλ. amphithéâtre > τουρκ.].
amfora = αμφορέας [αρχ. ελλ. αμφορεύς > γαλλ. amphore > τουρκ.].
amip = αμοιβάδα [αρχ. ελλ. αμοιβάς > γαλλ. amibe > τουρκ.].
amnezi = αμνησία [αντιδ. μετγν. ελλ. > γαλλ. amnésie > τουρκ., νεοελλ.].
amniyon = άμνιο [αρχ. ελλ. αμνίον, άμνιον > τουρκ.].
amonyak = αμμωνία [αντιδ. μετγν. ελλ. αμμωνιακόν > λατ. ammoniacum > γαλλ. ammoniaque > τουρκ., νεοελλ.].
amorf = άμορφος [αρχ. ελλ. > γαλλ. amorphe > τουρκ.].
ampermetre = αμπερόμετρο [γαλλ. amper + αρχ. ελλ. μέτρον > γαλλ. ampèremètre > τουρκ.].
ampirik = εμπειρικός [αρχ. ελλ. > γαλλ. empirique > τουρκ.].
ampirist = εμπειριστής [ελλ. > γαλλ. empiriste > τουρκ.].
ampirizm = εμπειρισμός [ελλ. > γαλλ. > empirisme > τουρκ.].
ampul = αμπούλα [αντιδ. αρχ. ελλ. αμφορέα > αμφορά(ν) > λατ. ampulla > γαλλ. ampoule > τουρκ., νεοελλ.].
amyant = αμίαντος [αρχ. ελλ. > γαλλ. amiante > τουρκ.].
anabolizma = αναβολισμός [ελλ. > γαλλ. anabolisme > τουρκ.].
Anadolu = Ανατολή, Ανατολία [αρχ. ελλ. ανατολή > τουρκ.].
anaerobik = αναερόβιος [ελλ. > γαλλ. anaérobique > τουρκ.].
anafilaksi = αναφυλαξία [ελλ. > γαλλ. anaphylaxie > τουρκ.].
anafor = δίνη, αντίρρευμα || (μτφ.) φιλοδώρημα [αρχ. ελλ. αναφορά > νεοελλ. αναφόρι > τουρκ.].
anaforcu = ο επιδιώκων την απόκτηση αγαθών χωρίς κόπο [αρχ. ελλ. αναφορά + τουρκ. -cu > τουρκ.].
anagram = ανάγραμμα, λέξη που είναι προϊόν αναγραμματισμού [ελλ. > γαλλ. anagramme > τουρκ.].
anahtar = ανοιχτήρι, κλειδί [νεοελλ. ανοιχτήρι > τουρκ.].
anakronik = αναχρονιστικός [νεοελλ. > γαλλ. anachronique > τουρκ.].
anakronizm = αναχρονισμός [μεσν. ελλ. > γαλλ. anachronisme > τουρκ.].
analist = αναλυτής [νεοελλ. > γαλλ. analyste > τουρκ.].
analitik = αναλυτικός [αρχ. ελλ. > γαλλ. analytique > τουρκ.].
analiz = ανάλυση [αρχ. ελλ. > γαλλ. analyse > τουρκ.].
analjezi = αναλγησία [αρχ. ελλ. > γαλλ. analgésie > τουρκ.].
analjezik = αναλγητικός [αντιδ. αρχ. ελλ. αναλγησία > γαλλ. analgésique > νεοελλ., τουρκ.].
analoji = αναλογία [αρχ. ελλ. > γαλλ. analogie > τουρκ.].
analojik = αναλογικός [μετγν. ελλ. > γαλλ. analogique > τουρκ.].
anamnezi = ανάμνηση, ιστορικό ασθενούς [αρχ. ελλ. > γαλλ. anamnésie > τουρκ.].
anarşi = αναρχία, αναστάτωση [αρχ. ελλ. > γαλλ. anarchie > τουρκ.].
anarşişt = αναρχικός [αρχ. ελλ. > γαλλ. anarchiste > τουρκ.].
anarşizm = αναρχισμός [ελλ. > γαλλ. anarchisme > τουρκ.].
anartri = αναρθρία [αντιδ. αρχ. ελλ. > γαλλ. anarthrie > τουρκ., νεοελλ.].
anason = γλυκάνισο [μετγν. ελλ. άνισον > τουρκ.].
anatomi = ανατομία [αντιδ. αρχ. ελλ. ανατομή > γαλλ. anatomie > τουρκ., νεοελλ.].
anatomik = ανατομικός [αντιδ. αρχ. ελλ. ανατομή > μετγν. ελλ. ανατομικός > γαλλ. anatomique > νεοελλ., τουρκ.].
anatomist = ανατόμος [νεοελλ. > γαλλ. anatomiste > τουρκ.].
anavaşya = η ανάβαση των αποδημητικών ψαριών από τη Μεσόγειο στον Ε. Πόντο, αντίθ. του katavaşya, βλ. λέξη [αρχ. ελλ. ανάβασις > μεσν. ελλ. αναβάσιον > τουρκ.].
andemi = ενδημία [μετγν. ελλ. > γαλλ. endémie > τουρκ.].
andemik = ενδημικός [ελλ. > γαλλ. endémique > τουρκ.].
andropoz = ανδρόπαυση [ελλ. > γαλλ. andropause > τουρκ.].
anekdot = ανέκδοτο [αντιδ. αρχ. ελλ. ανέκδοτος > γαλλ. anecdote > τουρκ., νεοελλ.].
anemi = αναιμία [αρχ. ελλ. > γαλλ. anémie > τουρκ.].
anemik = αναιμικός [ελλ. > γαλλ. anémique > τουρκ.].
anemometre = ανεμόμετρο [ελλ. > γαλλ. anémomètre > τουρκ.].
anemon = ανεμώνη [αρχ. ελλ. > γαλλ. anémone > τουρκ.].
anestezi = αναισθησία [αρχ. ελλ. > γαλλ. anesthésie > τουρκ.].
anesteziyolojik = αναισθησιολογικός [ελλ. > γαλλ. anesthésiologique > τουρκ.].
anevrizma = ανεύρυσμα [αντιδ. μετγν. ελλ. > γαλλ. anévrisme > τουρκ., νεοελλ.].
angarya = αγγαρεία [αρχ. ελλ. άγγαρος, περσ. αρχής > μετγν. ελλ. αγγαρεύω > μετγν. ελλ. αγγαρεία > τουρκ.].
anglofil = αγγλόφιλος [νεοελλ. > αγγλ. anglophile > τουρκ.].
anhidrit = ανυδρίτης [ελλ. > γαλλ. anhydrite > τουρκ.].
anjiyo, anjiyografi = αγγειογραφία [ελλ. > τουρκ.].
anjiyoloji = αγγειολογία (ανατ.) [αρχ. ελλ. > γαλλ. angiologie > τουρκ.].
ankiloz = αγκύλωση [μετγν. ελλ. > γαλλ. ankylose > τουρκ.].
anofel = ανωφελής κώνωψ [αρχ. ελλ. ανωφελής > γαλλ. anophèle > τουρκ.].
anomali = ανωμαλία [αρχ. ελλ. > γαλλ. anomalie > τουρκ.].
anonim = ανώνυμος [αρχ. ελλ. > γαλλ. anonyme > τουρκ.].
anorganik = ανόργανος [μετγν. ελλ. > γαλλ. anorganique > τουρκ.].
anot = άνοδος (θετικό ηλεκτρόδιο) [αρχ. ελλ. > γαλλ. anode > τουρκ.].
ansefalit = εγκεφαλίτιδα [ελλ. > γαλλ. encéphalite> τουρκ.].
ansiklopedi = εγκυκλοπαίδεια [αντιδ. μετγν. ελλ. εγκυκλοπαιδεία > γαλλ. encyclopédie > τουρκ., νεοελλ.].
ansiklopedik = εγκυκλοπαιδικός [ελλ. > γαλλ. encyclopédique > τουρκ.].
ansiklopedist = εγκυκλοπαιδιστής [ελλ. > γαλλ. encyclopédiste > τουρκ.].
antagonist = ανταγωνιστής [αρχ. ελλ. > γαλλ. antagoniste > τουρκ.].
antagonizm, antagonizma = ανταγωνισμός [νεοελλ. > γαλλ. antagonisme > τουρκ.].
antarktik = ανταρκτική [αντιδ. αρχ. ελλ. > γαλλ. antarctique > τουρκ., νεοελλ.].
anterit = εντερίτιδα [ελλ. > γαλλ. entérite > τουρκ.].
antibiyotik = αντιβιοτικός [ελλ. > γαλλ. antibiotique > τουρκ.].
antidemokratik = αντιδημοκρατικός [νεοελλ. > γαλλ. anti-démocratique > τουρκ.].
antihijyenik = ανθυγιεινός [νεοελλ. > γαλλ. antihygiénique > τουρκ.].
antijen = αντιγόνο [ελλ. > γαλλ. antigène > τουρκ.].
antikiklon = αντικυκλώνας [ελλ. > γαλλ. anticyclone > τουρκ.].
antikor = αντίσωμα [αρχ. ελλ. αντί + γαλλ. kor (corps) > τουρκ. antikor].
antilop = αντιλόπη [αντιδ. μεσν. ελλ. ανθόλοψ > γαλλ. antilope > τουρκ., νεοελλ.].
antinomi = αντινομία [μετγν. ελλ. > γαλλ. antinomie > τουρκ.].
antipati = αντιπάθεια [αρχ. ελλ. > γαλλ. antipathie > τουρκ.].
antipatik = αντιπαθητικός [μετγν. ελλ. > γαλλ. antipathique > τουρκ.].
antisepsi = αντισηψία [ελλ. > γαλλ. antisepsie > τουρκ.].
antiseptik = αντισηπτικός [ελλ. > γαλλ. antiseptique > τουρκ.].
antitez = αντίθεση [αρχ. ελλ. > γαλλ. antithèse > τουρκ.].
antitoksin = αντιτοξίνη [ελλ. > γαλλ. antitoxine > τουρκ.].
antoloji = ανθολογία [μετγν. ελλ. > γαλλ. anthologie > τουρκ.].
antrasit = ανθρακίτης [αντιδ. μετγν. ελλ. > γαλλ. anthracite > τουρκ., νεοελλ.].
antropoit = ανθρωποειδής [αρχ. ελλ. > γαλλ. anthropoïde > τουρκ.].
antropolog = ανθρωπολόγος [ελλ. > γαλλ. anthropologue > τουρκ.].
antropoloji = ανθρωπολογία [ελλ. > γαλλ. anthropologie > τουρκ.].
antropolojik = ανθρωπολογικός [ελλ. > γαλλ. anthropologique > τουρκ.].
antropomorfizm = ανθρωπομορφισμός [ελλ. > γαλλ. anthropomorphisme > τουρκ.].
antroposantrizm = ανθρωποκεντρισμός [ελλ. > γαλλ. anthropocentrisme > τουρκ.].
anyon = ανιόν [αντιδ. αρχ. ελλ. > γαλλ. anion > τουρκ., νεοελλ.].
aort = αορτή [αρχ. ελλ. > γαλλ. aorte > τουρκ.].
apokaliptik = αποκαλυπτικός [μεσν. ελλ. > γαλλ. apocalyptique > τουρκ.].
apokrif = απόκρυφος [αρχ. ελλ. > γαλλ. apocryphe > τουρκ.].
apostrof = απόστροφος [αρχ. ελλ. > γαλλ. apostrophe > τουρκ.].
apoşi = απόχη [μετγν. ελλ. υποχή > μεσν. ελλ. απόχη > τουρκ.].
apraksi = απραξία [αρχ. ελλ. > γαλλ. apraxie > τουρκ.].
apsent = αψέντι [αντιδ. αρχ. ελλ. αψίνθιον > γαλλ. apsinthe > τουρκ., νεοελλ.].
apsis (μαθ.) = αψίδα [αρχ. ελλ. > γαλλ. abcisse > τουρκ.].
apukurya = αποκριά [νεοελλ. > τουρκ.].
araka = αρακάς [αρχ. ελλ. άρακος > τουρκ.].
araşit = αραχίδα, είδος φιστικιάς [πιθ. αντιδ. μετγν. ελλ. αραχίδνα > γαλλ. arachide > τουρκ., νεοελλ. αραχίδα].
areometre = αραιόμετρο [ελλ. > γαλλ. aréomètre > τουρκ.].
argon = αργόν (χημ.) [αντιδ. αρχ. ελλ. αργός > γαλλ. argon > τουρκ., νεοελλ.].
argonot = αργοναύτης (είδος μαλακόστρακου) [αρχ. ελλ. > γαλλ. argonaute > τουρκ.].
aristoculuk = αριστοτελισμός [αρχ. ελλ. αριστο- + τουρκ. -culuk > τουρκ.].
aristokrasi = αριστοκρατία [αρχ. ελλ. > γαλλ. aristocratie > τουρκ.].
aristokrat = αριστοκράτης [μετγν. ελλ. > γαλλ. aristocrate > τουρκ.].
aristokratik = αριστοκρατικός [αρχ. ελλ. > γαλλ. aristocratique > τουρκ.].
aristokratlık = αριστοκρατικότητα [μετγν. ελλ. αριστοκράτης + τουρκ. -lık > τουρκ.].
aritmetik = αριθμητική [αρχ. ελλ. > γαλλ. arithmétique> τουρκ.].
aritmi = αρρυθμία [αρχ. ελλ. > γαλλ. arythmie > τουρκ.].
aritmik = άρρυθμος [αρχ. ελλ. > γαλλ. arythmique > τουρκ.].
arkaik = αρχαϊκός [αρχ. ελλ. > γαλλ. archaïque > τουρκ.].
arkaizm = αρχαϊσμός [μετγν. ελλ. > γαλλ. archaïsme > τουρκ.].
arkeolog = αρχαιολόγος [μεσν. ελλ. > γαλλ. archéologue > τουρκ.].
arkeoloji = αρχαιολογία [αρχ. ελλ. > γαλλ. archéologie > τουρκ.].
arkeolojik = αρχαιολογικός [μετγν. ελλ. > γαλλ. archéologique > τουρκ.].
arketip = αρχέτυπος [μετγν. ελλ. > γαλλ. archétype > τουρκ.].
arktik = αρκτική [αντιδ. αρχ. ελλ. αρκτικός > γαλλ. arctique > τουρκ., νεοελλ.].
armoni, harmoni = αρμονία [αρχ. ελλ. > γαλλ. harmonie > τουρκ.].
armonik = αρμονικός [αρχ. ελλ. > γαλλ. harmonique > τουρκ.].
armonyum = αρμόνιο [αντιδ. αρχ. ελλ. αρμονία > λατ. harmonia > γαλλ. harmonium > νεοελλ., τουρκ.].
armuz = ο αρμός ανάμεσα στα ξύλα του καταστρώματος των πλοίων [αρχ. ελλ. αρμός > τουρκ.].
aroma = άρωμα [αρχ. ελλ. > ιταλ. aroma > τουρκ.].
aromalı = αρωματισμένος [αρχ. ελλ. άρωμα + τουρκ. -lı > τουρκ.].
aromaterapi = αρωματοθεραπεία [ελλ. > γαλλ. aromathérapie > τουρκ.].
aromatik = αρωματικός [μετγν. ελλ. > γαλλ. aromatique > τουρκ.].
arsen, arsenik = αρσενικό (χημ.) [αρχ. ελλ. > γαλλ. arsenic > τουρκ.].
arşiv = αρχείο [αρχ. ελλ. > γαλλ. archives > τουρκ.].
arter = αρτηρία (ανατ.), μτφ. κεντρική λεωφόρος [αρχ. ελλ. > γαλλ. artère > τουρκ.].
arterit = αρτηρίτιδα [ελλ. > γαλλ. artérite > τουρκ.].
artrit = αρθρίτιδα [αρχ. ελλ. αρθρίτις > γαλλ. arthrite > τουρκ.].
artroz = άρθρωση [μετγν. ελλ. > γαλλ. arthrose > τουρκ.].
asbest = ασβέστης [αρχ. ελλ. άσβεστος > γαλλ. asbeste > τουρκ.].
asenkron = ασύγχρονος [ελλ. > γαλλ. asynchrone > τουρκ.].
asepsi = ασηψία [μεσν. ελλ. > γαλλ. asepsie > τουρκ.].
aseptik = ασηπτικός [αρχ. ελλ. άσηπτος > μεσν. ελλ. ασηπτικός > γαλλ. aseptique > τουρκ.].
asfalt = άσφαλτος [μεσν. ελλ. > γαλλ. asphalte > τουρκ.].
asimetri = ασυμμετρία [αρχ. ελλ. > γαλλ. asymétrie > τουρκ.].
asimetrik = ασύμμετρος [αρχ. ελλ. > γαλλ. asymétrique > τουρκ.].
asimptot = ασύμπτωτος [αρχ. ελλ. > γαλλ. asymptote > τουρκ.].
asparagas = διογκωμένη είδηση [αρχ. ελλ. ασπάραγος / ασφάραγος > αγγλ. asparagus > τουρκ. Η σημασία της τουρκ. λέξης φαίνεται ότι συνδέεται με το ρήμα σφαραγώ, που σημαίνει ηχώ, βροντώ].
astar = αστάρι [αντιδ. αρχ. ελλ. ιστός > μετγν. ελλ. ιστάριον > περσ. > τουρκ. astar > νεοελλ. αστάρι. Κατ' άλλη άποψη η λέξη είναι περσ.].
astım = άσθμα [αρχ. ελλ. > γαλλ. asthme > τουρκ. astım και παλαιότ. astma].
astigmat = αστιγματικός [ελλ. > γαλλ. astigmate > τουρκ.].
astigmatizm = αστιγματισμός [ελλ. > γαλλ. astigmatisme > τουρκ.].
astrofizik = αστροφυσική [ελλ. > γαλλ. astrophysique > τουρκ.].
astrolog = αστρολόγος [αρχ. ελλ. > γαλλ. astrologue > τουρκ.].
astroloji = αστρολογία [αρχ. ελλ. > γαλλ. astrologie > τουρκ.].
astrolojik = αστρολογικός [αρχ. ελλ. > γαλλ. astrologique > τουρκ.].
astronom = αστρονόμος [αρχ. ελλ. > γαλλ. astronome > τουρκ.].
astronomi = αστρονομία [αρχ. ελλ. > γαλλ. astronomie > τουρκ.].
astronomik = αστρονομικός [αρχ. ελλ. > γαλλ. astronomique > τουρκ.].
astronot = αστροναύτης [ελλ. > γαλλ. astronaute > τουρκ.].
ataraksiya = αταραξία [αρχ. ελλ. > γαλλ. ataraxie > τουρκ.].
ateist = αθεϊστής [ελλ. > γαλλ. athéiste > τουρκ.].
ateizm = αθεϊσμός [ελλ. > γαλλ. athéisme > τουρκ.].
aterina = αθερίνα, είδος ψαριού [αρχ. ελλ. αθερίνη > τουρκ.].
atlas = άτλαντας [αρχ. ελλ. 'Aτλας > τουρκ.].
atlet = αθλητής || ανδρικό εσωτερικό φανελάκι χωρίς μανίκια [αρχ. ελλ. > γαλλ. athlète > τουρκ.].
atletik = αθλητικός [μετγν. ελλ. > γαλλ. athlétique > τουρκ.].
atletizm = αθλητισμός [ελλ. > γαλλ. athlétisme > τουρκ.].
atmosfer = ατμόσφαιρα [ελλ. > γαλλ. atmosphère > τουρκ.].
atmosferik = ατμοσφαιρικός [ελλ. > γαλλ. atmosphèrique > τουρκ.].
atom = άτομο (χημ.) [αρχ. ελλ. > γαλλ. atome > τουρκ.].
atomal = ατομικός (χημ.) [αρχ. ελλ. άτομον + τουρκ. -mal > τουρκ.].
atomik = ατομικός (χημ.) [ελλ. > γαλλ. atomique > τουρκ.].
avlu = αυλή [αρχ. ελλ. > τουρκ.].
ayandon = κακοκαιρία που αρχίζει στις 18 Ιανουαρίου, την επομένη του Αγ. Αντωνίου [νεοελλ. 'Αι Αντώνης > τουρκ.].
ayazma = αγίασμα [μετγν. ελλ. > τουρκ.].
azelya = βλ. açelya
azoik = αζωικός [ελλ. > γαλλ. azoïque > τουρκ.].
azot = άζωτο [ελλ. > γαλλ. azote > τουρκ.].
apokrif = απόκρυφος [αρχ. ελλ. > γαλλ. apocryphe > τουρκ.].
apostrof = απόστροφος [αρχ. ελλ. > γαλλ. apostrophe > τουρκ.].
apoşi = απόχη [μετγν. ελλ. υποχή > μεσν. ελλ. απόχη > τουρκ.].
apraksi = απραξία [αρχ. ελλ. > γαλλ. apraxie > τουρκ.].
apsent = αψέντι [αντιδ. αρχ. ελλ. αψίνθιον > γαλλ. apsinthe > τουρκ., νεοελλ.].
apsis (μαθ.) = αψίδα [αρχ. ελλ. > γαλλ. abcisse > τουρκ.].
apukurya = αποκριά [νεοελλ. > τουρκ.].
araka = αρακάς [αρχ. ελλ. άρακος > τουρκ.].
araşit = αραχίδα, είδος φιστικιάς [πιθ. αντιδ. μετγν. ελλ. αραχίδνα > γαλλ. arachide > τουρκ., νεοελλ. αραχίδα].
areometre = αραιόμετρο [ελλ. > γαλλ. aréomètre > τουρκ.].
argon = αργόν (χημ.) [αντιδ. αρχ. ελλ. αργός > γαλλ. argon > τουρκ., νεοελλ.].
argonot = αργοναύτης (είδος μαλακόστρακου) [αρχ. ελλ. > γαλλ. argonaute > τουρκ.].
aristoculuk = αριστοτελισμός [αρχ. ελλ. αριστο- + τουρκ. -culuk > τουρκ.].
aristokrasi = αριστοκρατία [αρχ. ελλ. > γαλλ. aristocratie > τουρκ.].
aristokrat = αριστοκράτης [μετγν. ελλ. > γαλλ. aristocrate > τουρκ.].
aristokratik = αριστοκρατικός [αρχ. ελλ. > γαλλ. aristocratique > τουρκ.].
aristokratlık = αριστοκρατικότητα [μετγν. ελλ. αριστοκράτης + τουρκ. -lık > τουρκ.].
aritmetik = αριθμητική [αρχ. ελλ. > γαλλ. arithmétique> τουρκ.].
aritmi = αρρυθμία [αρχ. ελλ. > γαλλ. arythmie > τουρκ.].
aritmik = άρρυθμος [αρχ. ελλ. > γαλλ. arythmique > τουρκ.].
arkaik = αρχαϊκός [αρχ. ελλ. > γαλλ. archaïque > τουρκ.].
arkaizm = αρχαϊσμός [μετγν. ελλ. > γαλλ. archaïsme > τουρκ.].
arkeolog = αρχαιολόγος [μεσν. ελλ. > γαλλ. archéologue > τουρκ.].
arkeoloji = αρχαιολογία [αρχ. ελλ. > γαλλ. archéologie > τουρκ.].
arkeolojik = αρχαιολογικός [μετγν. ελλ. > γαλλ. archéologique > τουρκ.].
arketip = αρχέτυπος [μετγν. ελλ. > γαλλ. archétype > τουρκ.].
arktik = αρκτική [αντιδ. αρχ. ελλ. αρκτικός > γαλλ. arctique > τουρκ., νεοελλ.].
armoni, harmoni = αρμονία [αρχ. ελλ. > γαλλ. harmonie > τουρκ.].
armonik = αρμονικός [αρχ. ελλ. > γαλλ. harmonique > τουρκ.].
armonyum = αρμόνιο [αντιδ. αρχ. ελλ. αρμονία > λατ. harmonia > γαλλ. harmonium > νεοελλ., τουρκ.].
armuz = ο αρμός ανάμεσα στα ξύλα του καταστρώματος των πλοίων [αρχ. ελλ. αρμός > τουρκ.].
aroma = άρωμα [αρχ. ελλ. > ιταλ. aroma > τουρκ.].
aromalı = αρωματισμένος [αρχ. ελλ. άρωμα + τουρκ. -lı > τουρκ.].
aromaterapi = αρωματοθεραπεία [ελλ. > γαλλ. aromathérapie > τουρκ.].
aromatik = αρωματικός [μετγν. ελλ. > γαλλ. aromatique > τουρκ.].
arsen, arsenik = αρσενικό (χημ.) [αρχ. ελλ. > γαλλ. arsenic > τουρκ.].
arşiv = αρχείο [αρχ. ελλ. > γαλλ. archives > τουρκ.].
arter = αρτηρία (ανατ.), μτφ. κεντρική λεωφόρος [αρχ. ελλ. > γαλλ. artère > τουρκ.].
arterit = αρτηρίτιδα [ελλ. > γαλλ. artérite > τουρκ.].
artrit = αρθρίτιδα [αρχ. ελλ. αρθρίτις > γαλλ. arthrite > τουρκ.].
artroz = άρθρωση [μετγν. ελλ. > γαλλ. arthrose > τουρκ.].
asbest = ασβέστης [αρχ. ελλ. άσβεστος > γαλλ. asbeste > τουρκ.].
asenkron = ασύγχρονος [ελλ. > γαλλ. asynchrone > τουρκ.].
asepsi = ασηψία [μεσν. ελλ. > γαλλ. asepsie > τουρκ.].
aseptik = ασηπτικός [αρχ. ελλ. άσηπτος > μεσν. ελλ. ασηπτικός > γαλλ. aseptique > τουρκ.].
asfalt = άσφαλτος [μεσν. ελλ. > γαλλ. asphalte > τουρκ.].
asimetri = ασυμμετρία [αρχ. ελλ. > γαλλ. asymétrie > τουρκ.].
asimetrik = ασύμμετρος [αρχ. ελλ. > γαλλ. asymétrique > τουρκ.].
asimptot = ασύμπτωτος [αρχ. ελλ. > γαλλ. asymptote > τουρκ.].
asparagas = διογκωμένη είδηση [αρχ. ελλ. ασπάραγος / ασφάραγος > αγγλ. asparagus > τουρκ. Η σημασία της τουρκ. λέξης φαίνεται ότι συνδέεται με το ρήμα σφαραγώ, που σημαίνει ηχώ, βροντώ].
astar = αστάρι [αντιδ. αρχ. ελλ. ιστός > μετγν. ελλ. ιστάριον > περσ. > τουρκ. astar > νεοελλ. αστάρι. Κατ' άλλη άποψη η λέξη είναι περσ.].
astım = άσθμα [αρχ. ελλ. > γαλλ. asthme > τουρκ. astım και παλαιότ. astma].
astigmat = αστιγματικός [ελλ. > γαλλ. astigmate > τουρκ.].
astigmatizm = αστιγματισμός [ελλ. > γαλλ. astigmatisme > τουρκ.].
astrofizik = αστροφυσική [ελλ. > γαλλ. astrophysique > τουρκ.].
astrolog = αστρολόγος [αρχ. ελλ. > γαλλ. astrologue > τουρκ.].
astroloji = αστρολογία [αρχ. ελλ. > γαλλ. astrologie > τουρκ.].
astrolojik = αστρολογικός [αρχ. ελλ. > γαλλ. astrologique > τουρκ.].
astronom = αστρονόμος [αρχ. ελλ. > γαλλ. astronome > τουρκ.].
astronomi = αστρονομία [αρχ. ελλ. > γαλλ. astronomie > τουρκ.].
astronomik = αστρονομικός [αρχ. ελλ. > γαλλ. astronomique > τουρκ.].
astronot = αστροναύτης [ελλ. > γαλλ. astronaute > τουρκ.].
ataraksiya = αταραξία [αρχ. ελλ. > γαλλ. ataraxie > τουρκ.].
ateist = αθεϊστής [ελλ. > γαλλ. athéiste > τουρκ.].
ateizm = αθεϊσμός [ελλ. > γαλλ. athéisme > τουρκ.].
aterina = αθερίνα, είδος ψαριού [αρχ. ελλ. αθερίνη > τουρκ.].
atlas = άτλαντας [αρχ. ελλ. 'Aτλας > τουρκ.].
atlet = αθλητής || ανδρικό εσωτερικό φανελάκι χωρίς μανίκια [αρχ. ελλ. > γαλλ. athlète > τουρκ.].
atletik = αθλητικός [μετγν. ελλ. > γαλλ. athlétique > τουρκ.].
atletizm = αθλητισμός [ελλ. > γαλλ. athlétisme > τουρκ.].
atmosfer = ατμόσφαιρα [ελλ. > γαλλ. atmosphère > τουρκ.].
atmosferik = ατμοσφαιρικός [ελλ. > γαλλ. atmosphèrique > τουρκ.].
atom = άτομο (χημ.) [αρχ. ελλ. > γαλλ. atome > τουρκ.].
atomal = ατομικός (χημ.) [αρχ. ελλ. άτομον + τουρκ. -mal > τουρκ.].
atomik = ατομικός (χημ.) [ελλ. > γαλλ. atomique > τουρκ.].
avlu = αυλή [αρχ. ελλ. > τουρκ.].
ayandon = κακοκαιρία που αρχίζει στις 18 Ιανουαρίου, την επομένη του Αγ. Αντωνίου [νεοελλ. 'Αι Αντώνης > τουρκ.].
ayazma = αγίασμα [μετγν. ελλ. > τουρκ.].
azelya = βλ. açelya
azoik = αζωικός [ελλ. > γαλλ. azoïque > τουρκ.].
azot = άζωτο [ελλ. > γαλλ. azote > τουρκ.].
B : μπε
bakteri = βακτήριο [αντιδ. αρχ. ελλ. > γαλλ. bactérie > τουρκ., νεοελλ.].
bakteridi = βακτηρίδιο [αντιδ. μετγν. ελλ. > γαλλ. bactéridie > τουρκ., νεοελλ.].
bakteriyolog = βακτηριολόγος [ελλ. > γαλλ. bactériologue > τουρκ.].
bakteriyoloji = βακτηριολoγία [ελλ. > γαλλ. bactériologie > τουρκ.].
bakteriyolojik = βακτηριολoγικός [ελλ. > γαλλ. bactériologique > τουρκ.].
balgam = φλέγμα [αρχ. ελλ. > αραβ. > τουρκ.].
balistik = βαλλιστική [αντιδ. μετγν. ελλ. βαλλίζω > γαλλ. balistique > τουρκ., νεοελλ.].
balsam = βάλσαμο [αρχ. ελλ. βάλσαμον, πιθ. σημιτικό δάνειο > αγγλ. balsam > τουρκ.].
balyoz, varyos = βαριά, μεγάλο σφυρί [μεσν. ελλ. βαριά > τουρκ.].
banyo = μπάνιο, λουτρό [αντιδ. αρχ. ελλ. βαλανείον > λατ. balneum > ιταλ. bagno > τουρκ., νεοελλ. μπάνιο].
barbar = βάρβαρος [αρχ. ελλ. > γαλλ. barbare > τουρκ.].
barbarizm = βαρβαρισμός [αρχ. ελλ. > γαλλ. barbarisme > τουρκ.].
bariton = βαρύτονος (μουσ.) [αντιδ. ελλ. > γαλλ. baryton > τουρκ., νεοελλ.].
barograf = όργανο μέτρησης του ύψους αεροσκάφους [ελλ. > γαλλ. barographe > τουρκ.].
barometre = βαρόμετρο [ελλ. > γαλλ. baromètre > τουρκ.].
baroskop = όργανο μέτρησης της ατμοσφαιρικής πίεσης [ελλ. > γαλλ. baroscope > τουρκ.].
barut = μπαρούτι [αντιδ. μετγν. ελλ. πυρίτις > περσ. > τουρκ. > νεοελλ.].
batimetre = βαθύμετρο [νεοελλ. > γαλλ. bathymètre > τουρκ.].
batiskaf = βαθυσκάφος [ελλ. > γαλλ. bathyscaphe > τουρκ.].
baz = βάση (χημ.) [αρχ. ελλ. > γαλλ. base > τουρκ.].
bazilika = βασιλική, ανάκτορο (αρχιτεκτ.) [μετγν. ελλ. βασιλική (στοά) > λατ. basilica > γαλλ. basilique > τουρκ.].
belsem = βλ. balsam
bez = βαμβακερό ύφασμα || αδένας [αρχ. ελλ. βύσσος, πιθ. σημιτικό δάνειο > αραβ. > τουρκ.].
bezelye = μπιζέλι [αντιδ. μετγν. ελλ. πίσον > ιταλ. pisello > τουρκ., νεοελλ.].
biber = πιπέρι, πιπεριά [αρχ. ελλ. πέπερι > μεσν. ελλ. πιπέρι(ον) > τουρκ.].
bibliyofil = βιβλιόφιλος [νεοελλ. > γαλλ. bibliophile > τουρκ.].
bibliyograf = βιβλιογράφος [ελλ. > γαλλ. bibliographe > τουρκ.].
bibliyografya, bibliyografi = βιβλιογραφία [μετγν. ελλ. > γαλλ. bibliographie > τουρκ.].
bibliyografik = βιβλιογραφικός [νεοελλ. > γαλλ. bibliographique > τουρκ.].
bibliyoman = βιβλιομανής [ελλ. > γαλλ. bibliomane > τουρκ.].
bibliyomani = βιβλιομανία [ελλ. > γαλλ. bibliomanie > τουρκ.].
bibliyotek = βιβλιοθήκη [μετγν. ελλ. > γαλλ. bibliothèque > τουρκ.].
bakteridi = βακτηρίδιο [αντιδ. μετγν. ελλ. > γαλλ. bactéridie > τουρκ., νεοελλ.].
bakteriyolog = βακτηριολόγος [ελλ. > γαλλ. bactériologue > τουρκ.].
bakteriyoloji = βακτηριολoγία [ελλ. > γαλλ. bactériologie > τουρκ.].
bakteriyolojik = βακτηριολoγικός [ελλ. > γαλλ. bactériologique > τουρκ.].
balgam = φλέγμα [αρχ. ελλ. > αραβ. > τουρκ.].
balistik = βαλλιστική [αντιδ. μετγν. ελλ. βαλλίζω > γαλλ. balistique > τουρκ., νεοελλ.].
balsam = βάλσαμο [αρχ. ελλ. βάλσαμον, πιθ. σημιτικό δάνειο > αγγλ. balsam > τουρκ.].
balyoz, varyos = βαριά, μεγάλο σφυρί [μεσν. ελλ. βαριά > τουρκ.].
banyo = μπάνιο, λουτρό [αντιδ. αρχ. ελλ. βαλανείον > λατ. balneum > ιταλ. bagno > τουρκ., νεοελλ. μπάνιο].
barbar = βάρβαρος [αρχ. ελλ. > γαλλ. barbare > τουρκ.].
barbarizm = βαρβαρισμός [αρχ. ελλ. > γαλλ. barbarisme > τουρκ.].
bariton = βαρύτονος (μουσ.) [αντιδ. ελλ. > γαλλ. baryton > τουρκ., νεοελλ.].
barograf = όργανο μέτρησης του ύψους αεροσκάφους [ελλ. > γαλλ. barographe > τουρκ.].
barometre = βαρόμετρο [ελλ. > γαλλ. baromètre > τουρκ.].
baroskop = όργανο μέτρησης της ατμοσφαιρικής πίεσης [ελλ. > γαλλ. baroscope > τουρκ.].
barut = μπαρούτι [αντιδ. μετγν. ελλ. πυρίτις > περσ. > τουρκ. > νεοελλ.].
batimetre = βαθύμετρο [νεοελλ. > γαλλ. bathymètre > τουρκ.].
batiskaf = βαθυσκάφος [ελλ. > γαλλ. bathyscaphe > τουρκ.].
baz = βάση (χημ.) [αρχ. ελλ. > γαλλ. base > τουρκ.].
bazilika = βασιλική, ανάκτορο (αρχιτεκτ.) [μετγν. ελλ. βασιλική (στοά) > λατ. basilica > γαλλ. basilique > τουρκ.].
belsem = βλ. balsam
bez = βαμβακερό ύφασμα || αδένας [αρχ. ελλ. βύσσος, πιθ. σημιτικό δάνειο > αραβ. > τουρκ.].
bezelye = μπιζέλι [αντιδ. μετγν. ελλ. πίσον > ιταλ. pisello > τουρκ., νεοελλ.].
biber = πιπέρι, πιπεριά [αρχ. ελλ. πέπερι > μεσν. ελλ. πιπέρι(ον) > τουρκ.].
bibliyofil = βιβλιόφιλος [νεοελλ. > γαλλ. bibliophile > τουρκ.].
bibliyograf = βιβλιογράφος [ελλ. > γαλλ. bibliographe > τουρκ.].
bibliyografya, bibliyografi = βιβλιογραφία [μετγν. ελλ. > γαλλ. bibliographie > τουρκ.].
bibliyografik = βιβλιογραφικός [νεοελλ. > γαλλ. bibliographique > τουρκ.].
bibliyoman = βιβλιομανής [ελλ. > γαλλ. bibliomane > τουρκ.].
bibliyomani = βιβλιομανία [ελλ. > γαλλ. bibliomanie > τουρκ.].
bibliyotek = βιβλιοθήκη [μετγν. ελλ. > γαλλ. bibliothèque > τουρκ.].
bilar = είδος πίσσας για το καλαφάτισμα των πλοίων [μετγν. ελλ. πιλάριον (= αλοιφή) > τουρκ.].
biyoelektrik = βιοηλεκτρισμός [ελλ. > γαλλ. bioélectrique > τουρκ.].
biyoenerji = βιοενέγεια [ελλ. > γαλλ. bioénergie > τουρκ.].
biyofizik = βιοφυσική [ελλ. > γαλλ. biophysique > τουρκ.].
biyografi = βιογραφία [μεσν. ελλ. > γαλλ. biographie > τουρκ.].
biyografik = βιογραφικός [νεοελλ. > γαλλ. biographique > τουρκ.].
biyolog = βιολόγος [ελλ. > γαλλ. biologue > τουρκ.].
biyoloji = βιολογία [ελλ. > γαλλ. biologie > τουρκ.].
biyolojik = βιολογικός [ελλ. > γαλλ. biologique > τουρκ.].
biyometeoroloji = βιομετεωρολογία [ελλ. > γαλλ. biométéorologie > τουρκ.].
biyopsi = βιοψία [ελλ. > γαλλ. biopsie > τουρκ.].
biyosfer = βιόσφαιρα [ελλ. > γαλλ. biosphère > τουρκ.].
bocurgat = εργάτης, βαρούλκο [τουρκ. boca (= απότομο άδειασμα) (< ιταλ. poggia) + αρχ. ελλ. εργάτης].
bodoslama = ποδόσταμα, ποδόστημα [αρχ. ελλ. ποδο- + -στημα > τουρκ.].
bodrum = μπουντρούμι [αντιδ. αρχ. ελλ. ιππόδρομος > τουρκ. > νεοελλ.].
bora = μπόρα [αντιδ. αρχ. ελλ. βορράς > ιταλ. bora > τουρκ., νεοελλ.].
borsa = χρηματιστήριο, αγορά [αρχ. ελλ. βύρσα (= κατεργασμένο δέρμα) > ιταλ. borsa > τουρκ.].
botanik = βοτανική [μετγν. ελλ. > γαλλ. botanique > τουρκ.].
brakisefal = βραχυκέφαλος [ελλ. > γαλλ. brachycéphale > τουρκ.].
bre = βρε, μπρε [μωρέ, κλητ. του αρχ. ελλ. μωρός > μρε > μεσν. ελλ. βρε > τουρκ.].
brom = βρόμιο (χημ.) [αντιδ. μετγν. ελλ. βρόμος (= δυσάρεστη οσμή) > γαλλ. brome > τουρκ., νεοελλ.].
bronş = βρόγχος [αρχ. ελλ. > γαλλ. bronche > τουρκ.].
bronşit = βρογχίτιδα [ελλ. > γαλλ. bronchite > τουρκ.].
buat = ηλεκτρικό κουτί [αντιδ. αρχ. ελλ. πύξος > μετγν. ελλ. πυξίς > λατ. buxida > γαλλ. boîte > τουρκ., νεοελλ. μπουάτ].
bulada = πουλάδα, μικρή κότα [νεοελλ. > τουρκ.].
bulgur = πλιγούρι, πνιγούρι [νεοελλ. > τουρκ.].
burç = πύργος || ζώδιο || ιξός (βοτ.) [αρχ. ελλ. πύργος, αβέβ. ετύμου > αραβ. > τουρκ.].
burs = υποτροφία [αρχ. ελλ. βύρσα (= κατεργασμένο δέρμα) > γαλλ. bourse > τουρκ.].
butik = μικρό κατάστημα [αρχ. ελλ. αποθήκη > γαλλ. boutique > τουρκ.].
bürokrasi = γραφειοκρατία [γαλλ. bureau + αρχ. ελλ. -κρατία > γαλλ. bureaucratie > τουρκ.].
biyoelektrik = βιοηλεκτρισμός [ελλ. > γαλλ. bioélectrique > τουρκ.].
biyoenerji = βιοενέγεια [ελλ. > γαλλ. bioénergie > τουρκ.].
biyofizik = βιοφυσική [ελλ. > γαλλ. biophysique > τουρκ.].
biyografi = βιογραφία [μεσν. ελλ. > γαλλ. biographie > τουρκ.].
biyografik = βιογραφικός [νεοελλ. > γαλλ. biographique > τουρκ.].
biyolog = βιολόγος [ελλ. > γαλλ. biologue > τουρκ.].
biyoloji = βιολογία [ελλ. > γαλλ. biologie > τουρκ.].
biyolojik = βιολογικός [ελλ. > γαλλ. biologique > τουρκ.].
biyometeoroloji = βιομετεωρολογία [ελλ. > γαλλ. biométéorologie > τουρκ.].
biyopsi = βιοψία [ελλ. > γαλλ. biopsie > τουρκ.].
biyosfer = βιόσφαιρα [ελλ. > γαλλ. biosphère > τουρκ.].
bocurgat = εργάτης, βαρούλκο [τουρκ. boca (= απότομο άδειασμα) (< ιταλ. poggia) + αρχ. ελλ. εργάτης].
bodoslama = ποδόσταμα, ποδόστημα [αρχ. ελλ. ποδο- + -στημα > τουρκ.].
bodrum = μπουντρούμι [αντιδ. αρχ. ελλ. ιππόδρομος > τουρκ. > νεοελλ.].
bora = μπόρα [αντιδ. αρχ. ελλ. βορράς > ιταλ. bora > τουρκ., νεοελλ.].
borsa = χρηματιστήριο, αγορά [αρχ. ελλ. βύρσα (= κατεργασμένο δέρμα) > ιταλ. borsa > τουρκ.].
botanik = βοτανική [μετγν. ελλ. > γαλλ. botanique > τουρκ.].
brakisefal = βραχυκέφαλος [ελλ. > γαλλ. brachycéphale > τουρκ.].
bre = βρε, μπρε [μωρέ, κλητ. του αρχ. ελλ. μωρός > μρε > μεσν. ελλ. βρε > τουρκ.].
brom = βρόμιο (χημ.) [αντιδ. μετγν. ελλ. βρόμος (= δυσάρεστη οσμή) > γαλλ. brome > τουρκ., νεοελλ.].
bronş = βρόγχος [αρχ. ελλ. > γαλλ. bronche > τουρκ.].
bronşit = βρογχίτιδα [ελλ. > γαλλ. bronchite > τουρκ.].
buat = ηλεκτρικό κουτί [αντιδ. αρχ. ελλ. πύξος > μετγν. ελλ. πυξίς > λατ. buxida > γαλλ. boîte > τουρκ., νεοελλ. μπουάτ].
bulada = πουλάδα, μικρή κότα [νεοελλ. > τουρκ.].
bulgur = πλιγούρι, πνιγούρι [νεοελλ. > τουρκ.].
burç = πύργος || ζώδιο || ιξός (βοτ.) [αρχ. ελλ. πύργος, αβέβ. ετύμου > αραβ. > τουρκ.].
burs = υποτροφία [αρχ. ελλ. βύρσα (= κατεργασμένο δέρμα) > γαλλ. bourse > τουρκ.].
butik = μικρό κατάστημα [αρχ. ελλ. αποθήκη > γαλλ. boutique > τουρκ.].
bürokrasi = γραφειοκρατία [γαλλ. bureau + αρχ. ελλ. -κρατία > γαλλ. bureaucratie > τουρκ.].
C : τζε
cımbız = τσιμπιδάκι, λαβίδα [πιθ. αρχ. ελλ. εμπίς (= είδος εντόμου) με την επίδραση του τσιμπώ > νεοελλ. τσιμπίδα > τουρκ.].
cibre = τσίπουρο [μεσν. ελλ. τσίπουρον > τουρκ. Τα ελληνικά ετυμολογικά λεξικά πιθανολογούν ότι η λέξη τσίπουρο είναι τουρκική. Κατ' άλλη άποψη η λέξη συνδέεται με το μετγν. ελλ. σίκερα (= οινοπνευματώδες ποτό) εβραϊκής αρχής. Σύμφωνα με το online λεξικό του Ιδρύματος τουρκικής γλώσσας η λέξη είναι ελληνική].
cimnastik = βλ. jimnastik
cins = γένος, φύλο, είδος [πιθ. αρχ. ελλ. γένος, λατ. genus > αραβ. cins > τουρκ.].
ciro = τζίρος [αντιδ. μετγν. ελλ. γύρος > λατ. gyrus > ιταλ. giro > τουρκ., νεοελλ.].
coğrafi = γεωγραφικός [μετγν. ελλ. > γαλλ. géographie > τουρκ.].
coğrafya = γεωγραφία [μετγν. ελλ. > γαλλ. géographie > τουρκ.].
coğrafyacı = γεωγράφος [μετγν. ελλ. > γαλλ. géographe + τουρκ. -cı > τουρκ.].
cümbüş = συμπόσιο, διασκέδαση [αντιδ. πιθ. αρχ. ελλ. συμπόσιον > περσ. > τουρκ. > νεοελλ. τσιμπούσι. Κατ' άλλη άποψη περσ. > τουρκ. > νεοελλ.].
cibre = τσίπουρο [μεσν. ελλ. τσίπουρον > τουρκ. Τα ελληνικά ετυμολογικά λεξικά πιθανολογούν ότι η λέξη τσίπουρο είναι τουρκική. Κατ' άλλη άποψη η λέξη συνδέεται με το μετγν. ελλ. σίκερα (= οινοπνευματώδες ποτό) εβραϊκής αρχής. Σύμφωνα με το online λεξικό του Ιδρύματος τουρκικής γλώσσας η λέξη είναι ελληνική].
cimnastik = βλ. jimnastik
cins = γένος, φύλο, είδος [πιθ. αρχ. ελλ. γένος, λατ. genus > αραβ. cins > τουρκ.].
ciro = τζίρος [αντιδ. μετγν. ελλ. γύρος > λατ. gyrus > ιταλ. giro > τουρκ., νεοελλ.].
coğrafi = γεωγραφικός [μετγν. ελλ. > γαλλ. géographie > τουρκ.].
coğrafya = γεωγραφία [μετγν. ελλ. > γαλλ. géographie > τουρκ.].
coğrafyacı = γεωγράφος [μετγν. ελλ. > γαλλ. géographe + τουρκ. -cı > τουρκ.].
cümbüş = συμπόσιο, διασκέδαση [αντιδ. πιθ. αρχ. ελλ. συμπόσιον > περσ. > τουρκ. > νεοελλ. τσιμπούσι. Κατ' άλλη άποψη περσ. > τουρκ. > νεοελλ.].
Ç : τσε
çaça = παλαιός ναύτης εμπορικού πλοίου || γυναίκα εργαζόμενη σε οίκο ανοχής [πιθ. ιταλ. zia (= θεία) > μεσν. ελλ. τσα, με αναδίπλωση. Κατ' άλλη άποψη από το βουλγ. tsitsa (= θεία)].
çağanoz = κάβουρας [μεσν. ελλ. τασαγανός > τουρκ. Κατ' άλλη άποψη τουρκ. > νεοελλ. Σύμφωνα με το online λεξικό του Ιδρύματος τουρκικής γλώσσας η λέξη είναι ελληνική].
çanak = τσανάκι [αντιδ. μετγν. ελλ. σαννάκιον (= είδος ποτηριού) > τουρκ. > νεοελλ. Η λ. σαννάκιον απαντά μόνο στον Αθήναιο, ο οποίος αναφέρει ότι είναι "έκπωμα περσικόν", δηλ. ποτήρι περσικό. Κατ' άλλη άποψη η λ. çanak είναι τουρκική. Και είναι πολύ πιθανό τούτο, εφόσον απαντά σε τουρκικές γλώσσες πριν από τον 11ο αιώνα, χωρίς σύνδεση με άλλες γλώσσες. Υπάρχει όμως και μια άλλη τουρκική λ., λαϊκή περισσότερο, με την ίδια σημασία, η λ. senek (= ξύλινο δοχείο νερού), η οποία μορφολογικά αλλά και σημασιολογικά είναι πλησιέστερη προς το σαννάκιον. Κι αυτή βέβαια απαντά σε τουρκικές γλώσσες πριν από τον 11ο αιώνα και μάλιστα είναι αγν. ετύμου, σύμφωνα με τον πρώτο Τούρκο μελετητή της τουρκικής γλώσσας, που έγραψε το λεξικό του το 1074, Kâşgarlı Mahmud. Και είναι πολύ πιο πιθανό η λ. σαννάκιον να αποτελεί την πηγή της τουρκικής senek, αν λάβουμε υπόψη ότι οι Τούρκοι στις δάνειες λέξεις τον φθόγγο / a / συχνά τον μετατρέπουν σε / e / (πβ. semer < σαμάρι, mermer < μάρμαρο, mengene < μάγγανον κ.λπ.) παρά της λ. çanak -αν πρέπει οπωσδήποτε να συνδέσουμε κάποια από τις δύο με την ελληνική λέξη!].
çatra patra = έτσι κι έτσι, κουτσά στραβά (για τη γνώση μιας γλώσσας) [αντιδ. μεσν. ελλ. σάταλα πάταλα > τουρκ. > νεοελλ. τσάτρα πάτρα].
çembalo = μουσικό όργανο [αντδ. αρχ. ελλ. κύμβαλον > λατ. cymbalum > ιταλ. cembalo > νεοελλ., τουρκ.].
çetele = εγκοπή [μεσν. ελλ. σχεδάριον, υποκορ. του μετγν. ελλ. σχέδιον > λατ. schedula > ιταλ. cédola > τουρκ.].
çıvgar = ζευγάρι ζώων [αρχ. ελλ. ζευγάριον > τουρκ.].
çingene = Τσιγγάνος [μεσν. ελλ. αθίγγανος (α- στερητικό + θιγγάνω) > ατσίγγανος > τσιγγάνος > τουρκ.].
çipil = μάτι που έχουν πέσει οι βλεφαρίδες του || βρόμικος [μεσν. ελλ. τσίμπλα > τουρκ.].
çipura, çupra = τσιπούρα [αρχ. ελλ. ίππουρος > μεσν. ελλ. τσιππούρα > τουρκ.].
çiroz = τσίρος [πιθ. αρχ. ελλ. κηρίς (= είδος ψαριού) μεσν. ελλ. τσίρος > τουρκ.].
çotra = τσότρα, ξύλινο δοχείο νερού [αντιδ. αρχ. ελλ. κοτύλη (= κοιλότητα, κύπελλο) > λατ. cotyla > ιταλ. ciòtola > ρουμ. ciutură > τουρκ. çotra > νεοελλ. τσότρα].
çupra, çipura = τσιπούρα [αρχ. ελλ. ίππουρος > μεσν. ελλ. τσιππούρα > τουρκ.].
çaça = παλαιός ναύτης εμπορικού πλοίου || γυναίκα εργαζόμενη σε οίκο ανοχής [πιθ. ιταλ. zia (= θεία) > μεσν. ελλ. τσα, με αναδίπλωση. Κατ' άλλη άποψη από το βουλγ. tsitsa (= θεία)].
çağanoz = κάβουρας [μεσν. ελλ. τασαγανός > τουρκ. Κατ' άλλη άποψη τουρκ. > νεοελλ. Σύμφωνα με το online λεξικό του Ιδρύματος τουρκικής γλώσσας η λέξη είναι ελληνική].
çanak = τσανάκι [αντιδ. μετγν. ελλ. σαννάκιον (= είδος ποτηριού) > τουρκ. > νεοελλ. Η λ. σαννάκιον απαντά μόνο στον Αθήναιο, ο οποίος αναφέρει ότι είναι "έκπωμα περσικόν", δηλ. ποτήρι περσικό. Κατ' άλλη άποψη η λ. çanak είναι τουρκική. Και είναι πολύ πιθανό τούτο, εφόσον απαντά σε τουρκικές γλώσσες πριν από τον 11ο αιώνα, χωρίς σύνδεση με άλλες γλώσσες. Υπάρχει όμως και μια άλλη τουρκική λ., λαϊκή περισσότερο, με την ίδια σημασία, η λ. senek (= ξύλινο δοχείο νερού), η οποία μορφολογικά αλλά και σημασιολογικά είναι πλησιέστερη προς το σαννάκιον. Κι αυτή βέβαια απαντά σε τουρκικές γλώσσες πριν από τον 11ο αιώνα και μάλιστα είναι αγν. ετύμου, σύμφωνα με τον πρώτο Τούρκο μελετητή της τουρκικής γλώσσας, που έγραψε το λεξικό του το 1074, Kâşgarlı Mahmud. Και είναι πολύ πιο πιθανό η λ. σαννάκιον να αποτελεί την πηγή της τουρκικής senek, αν λάβουμε υπόψη ότι οι Τούρκοι στις δάνειες λέξεις τον φθόγγο / a / συχνά τον μετατρέπουν σε / e / (πβ. semer < σαμάρι, mermer < μάρμαρο, mengene < μάγγανον κ.λπ.) παρά της λ. çanak -αν πρέπει οπωσδήποτε να συνδέσουμε κάποια από τις δύο με την ελληνική λέξη!].
çatra patra = έτσι κι έτσι, κουτσά στραβά (για τη γνώση μιας γλώσσας) [αντιδ. μεσν. ελλ. σάταλα πάταλα > τουρκ. > νεοελλ. τσάτρα πάτρα].
çembalo = μουσικό όργανο [αντδ. αρχ. ελλ. κύμβαλον > λατ. cymbalum > ιταλ. cembalo > νεοελλ., τουρκ.].
çetele = εγκοπή [μεσν. ελλ. σχεδάριον, υποκορ. του μετγν. ελλ. σχέδιον > λατ. schedula > ιταλ. cédola > τουρκ.].
çıvgar = ζευγάρι ζώων [αρχ. ελλ. ζευγάριον > τουρκ.].
çingene = Τσιγγάνος [μεσν. ελλ. αθίγγανος (α- στερητικό + θιγγάνω) > ατσίγγανος > τσιγγάνος > τουρκ.].
çipil = μάτι που έχουν πέσει οι βλεφαρίδες του || βρόμικος [μεσν. ελλ. τσίμπλα > τουρκ.].
çipura, çupra = τσιπούρα [αρχ. ελλ. ίππουρος > μεσν. ελλ. τσιππούρα > τουρκ.].
çiroz = τσίρος [πιθ. αρχ. ελλ. κηρίς (= είδος ψαριού) μεσν. ελλ. τσίρος > τουρκ.].
çotra = τσότρα, ξύλινο δοχείο νερού [αντιδ. αρχ. ελλ. κοτύλη (= κοιλότητα, κύπελλο) > λατ. cotyla > ιταλ. ciòtola > ρουμ. ciutură > τουρκ. çotra > νεοελλ. τσότρα].
çupra, çipura = τσιπούρα [αρχ. ελλ. ίππουρος > μεσν. ελλ. τσιππούρα > τουρκ.].
D : ντε
dağar = ταγάρι [μεσν. ελλ. ταγάριον, υποκορ. του αρχ. ελλ. ταγή (= μερίδα ζωοτροφής) > περσ. > παλ. τουρκ. tağar > σύγχρ. τουρκ. dağar].
daktilograf, daktilo = δακτυλογράφος [ελλ. > γαλλ. dactylographe και συντετμ. dactylo > τουρκ.].
daktilografi = δακτυλογραφία [ελλ. > γαλλ. dactylographie > τουρκ.].
daktiloskopi = δακτυλοσκοπία [ελλ. > γαλλ. dactyloscopie > τουρκ.].
defne = δάφνη [αρχ. ελλ. > τουρκ.].
defter = τεφτέρι, δεφτέρι [αντιδ. μεσν. ελλ. διφθέριον > αραβ. > τουρκ. > νεοελλ. τεφτέρι].
deist = θεϊστής [ελλ. > γαλλ. déiste > τουρκ.].
deizm = θεϊσμός [ελλ. > γαλλ. déisme > τουρκ.].
dekagram = δέκα γραμμάρια [ελλ. > γαλλ. décagramme > τουρκ.].
dekalitre = δεκάλιτρο [ελλ. > γαλλ. décalitre > τουρκ.].
dekametre = δεκάμετρο [ελλ. > γαλλ. décamètre > τουρκ.].
dekaster = δέκα κυβ. μέτρα [αρχ. ελλ. δέκα + γαλλ. stère (= 1 κυβικό μέτρο καυσόξυλα) > τουρκ.].
dekatlon = δέκαθλο [ελλ. > γαλλ. décathlon > τουρκ.].
demagog = δημαγωγός [αρχ. ελλ. > γαλλ. démagogue > τουρκ.].
demagoji = δημαγωγία [αρχ. ελλ. > γαλλ. démagogie > τουρκ.].
demagojik = δημαγωγικός [αρχ. ελλ. > γαλλ. démagogique > τουρκ.].
demet = δεμάτι [μετγν. ελλ. δεμάτιον > τουρκ.].
demiurgos = δημιουργός, ο παράγων υπέρ του δήμου [αρχ. ελλ. > τουρκ.].
demograf = δημογράφος [ελλ. > γαλλ. démographe > τουρκ.].
demografi = δημογραφία [ελλ. > γαλλ. démographie > τουρκ.].
demografik = δημογραφικός [νεοελλ. > γαλλ. démographique > τουρκ.].
demokrasi = δημοκρατία [αρχ. ελλ. > γαλλ. démocratie > τουρκ.].
demokrat = δημοκράτης [αρχ. ελλ. > γαλλ. démocrate > τουρκ.].
demokratik = δημοκρατικός [αρχ. ελλ. > γαλλ. démocratique > τουρκ.].
demokratlık = δημοκρατία [αρχ. ελλ. δημοκράτης + τουρκ. -lık > τουρκ.].
deontoloji = δεοντολογία [ελλ. > γαλλ. déontologie > τουρκ.].
deontolojik = δεοντολογικός [ελλ. > γαλλ. déontologique > τουρκ.].
deri = δέρμα [πιθ. αρχ. ελλ. δέρας, δέρμα > τουρκ.].
dermatit = δερματίτιδα [ελλ. > γαλλ. dermatite > τουρκ.].
dermatolog = δερματολόγος [ελλ. > γαλλ. dermatologue > τουρκ.].
dermatoloji = δερματολογία [ελλ. > γαλλ. dermatologie > τουρκ.].
dermatolojik = δερματολογικός [ελλ. > γαλλ. dermatologique > τουρκ.].
despot = δεσπότης, μητροπολίτης [αρχ. ελλ. > τουρκ.].
despotik = δεσποτικός, αυταρχικός [αρχ. ελλ. > γαλλ. despotique > τουρκ.].
despotizm = δεσποτισμός [ελλ. > γαλλ. despotisme > τουρκ.].
diaspora = διασπορά, μετανάστευση [μετγν. ελλ. > ιταλ. diaspora > τουρκ.].
didaktik = διδακτικός [μετγν. ελλ. > γαλλ. didactique > τουρκ.].
daktilograf, daktilo = δακτυλογράφος [ελλ. > γαλλ. dactylographe και συντετμ. dactylo > τουρκ.].
daktilografi = δακτυλογραφία [ελλ. > γαλλ. dactylographie > τουρκ.].
daktiloskopi = δακτυλοσκοπία [ελλ. > γαλλ. dactyloscopie > τουρκ.].
defne = δάφνη [αρχ. ελλ. > τουρκ.].
defter = τεφτέρι, δεφτέρι [αντιδ. μεσν. ελλ. διφθέριον > αραβ. > τουρκ. > νεοελλ. τεφτέρι].
deist = θεϊστής [ελλ. > γαλλ. déiste > τουρκ.].
deizm = θεϊσμός [ελλ. > γαλλ. déisme > τουρκ.].
dekagram = δέκα γραμμάρια [ελλ. > γαλλ. décagramme > τουρκ.].
dekalitre = δεκάλιτρο [ελλ. > γαλλ. décalitre > τουρκ.].
dekametre = δεκάμετρο [ελλ. > γαλλ. décamètre > τουρκ.].
dekaster = δέκα κυβ. μέτρα [αρχ. ελλ. δέκα + γαλλ. stère (= 1 κυβικό μέτρο καυσόξυλα) > τουρκ.].
dekatlon = δέκαθλο [ελλ. > γαλλ. décathlon > τουρκ.].
demagog = δημαγωγός [αρχ. ελλ. > γαλλ. démagogue > τουρκ.].
demagoji = δημαγωγία [αρχ. ελλ. > γαλλ. démagogie > τουρκ.].
demagojik = δημαγωγικός [αρχ. ελλ. > γαλλ. démagogique > τουρκ.].
demet = δεμάτι [μετγν. ελλ. δεμάτιον > τουρκ.].
demiurgos = δημιουργός, ο παράγων υπέρ του δήμου [αρχ. ελλ. > τουρκ.].
demograf = δημογράφος [ελλ. > γαλλ. démographe > τουρκ.].
demografi = δημογραφία [ελλ. > γαλλ. démographie > τουρκ.].
demografik = δημογραφικός [νεοελλ. > γαλλ. démographique > τουρκ.].
demokrasi = δημοκρατία [αρχ. ελλ. > γαλλ. démocratie > τουρκ.].
demokrat = δημοκράτης [αρχ. ελλ. > γαλλ. démocrate > τουρκ.].
demokratik = δημοκρατικός [αρχ. ελλ. > γαλλ. démocratique > τουρκ.].
demokratlık = δημοκρατία [αρχ. ελλ. δημοκράτης + τουρκ. -lık > τουρκ.].
deontoloji = δεοντολογία [ελλ. > γαλλ. déontologie > τουρκ.].
deontolojik = δεοντολογικός [ελλ. > γαλλ. déontologique > τουρκ.].
deri = δέρμα [πιθ. αρχ. ελλ. δέρας, δέρμα > τουρκ.].
dermatit = δερματίτιδα [ελλ. > γαλλ. dermatite > τουρκ.].
dermatolog = δερματολόγος [ελλ. > γαλλ. dermatologue > τουρκ.].
dermatoloji = δερματολογία [ελλ. > γαλλ. dermatologie > τουρκ.].
dermatolojik = δερματολογικός [ελλ. > γαλλ. dermatologique > τουρκ.].
despot = δεσπότης, μητροπολίτης [αρχ. ελλ. > τουρκ.].
despotik = δεσποτικός, αυταρχικός [αρχ. ελλ. > γαλλ. despotique > τουρκ.].
despotizm = δεσποτισμός [ελλ. > γαλλ. despotisme > τουρκ.].
diaspora = διασπορά, μετανάστευση [μετγν. ελλ. > ιταλ. diaspora > τουρκ.].
didaktik = διδακτικός [μετγν. ελλ. > γαλλ. didactique > τουρκ.].
difana = δίφανο, τριπλό δίχτυ ψαρέματος [νεοελλ. δίφανα, πληθ. του επιθ. δίφανο (= δίχτυ με δύο φανιές, δηλ. όψεις με μεγάλες θηλιές) > τουρκ.].
difteri = διφθερίτιδα [ελλ. > γαλλ. diphtérie > τουρκ.].
diftong = δίφθογγος [μετγν. ελλ. > γαλλ. diphtongue > τουρκ.].
dikel = δικέλλι [αρχ. ελλ. δίκελλα > μεσν. ελλ. δικέλλι > τουρκ.].
dilemma = δίλημμα [μετγν. ελλ. > τουρκ.].
dimi = δίμιτο, ύφασμα με πυκνή ύφανση [μεσν. ελλ. δίμιτον > τουρκ.].
dinamik = δυναμικός [μετγν. ελλ. > γαλλ. dynamique > τουρκ.].
dinamit = δυναμίτης [ελλ. > γαλλ. dynamite > τουρκ.].
dinamizm = δυναμισμός [ελλ. > γαλλ. dynamisme > τουρκ.].
dinamo = δυναμό [ελλ. > γαλλ. dynamo > τουρκ.].
dinamometre = δυναμόμετρο [ελλ. > γαλλ. dynamomètre > τουρκ.].
dinozor = δεινόσαυρος [ελλ. > γαλλ. dinosaure > τουρκ.].
diploma = δίπλωμα [αρχ. ελλ. > ιταλ. diploma > τουρκ.].
diplomalı = διπλωματούχος [αρχ. ελλ. δίπλωμα + τουρκ. -lı > τουρκ.].
diplomasız = χωρίς δίπλωμα [αρχ. ελλ. δίπλωμα + τουρκ. -sız > τουρκ.].
diplomasi = διπλωματία [ελλ. > γαλλ. diplomatie > τουρκ.].
diplomat = διπλωμάτης [ελλ. > γαλλ. diplomate > τουρκ.].
diplomatik = διπλωματικός [ελλ. > γαλλ. diplomatique > τουρκ.].
diplomatlık = διπλωματία [ελλ. > γαλλ. diplomate + τουρκ. -lık > τουρκ.].
diren, dirgen = δικράνι, γεωργικό εργαλείο [αρχ. ελλ. δίκρανον > τουρκ.].
dirhem = δράμι [αντιδ. *δράχμιον, υποκορ. του αρχ. ελλ. δραχμή > αραβ. dirhem > τουρκ. dirhem, μεσν. ελλ. δράμιον > νεοελλ. δράμι].
disk = δίσκος [αρχ. ελλ. > γαλλ. disque > τουρκ.].
diskotek = ντισκοτέκ [αντιδ. αρχ. ελλ. δίσκος + θήκη > γαλλ. discothèque > νεοελλ., τουρκ.].
ditiramp = διθύραμβος [αρχ. ελλ. > γαλλ. dithyrambe > τουρκ.].
diyabet = σακχαρώδης διαβήτης [μετγν. ελλ. > γαλλ. diabète > τουρκ.].
diyabetik = διαβητικός [νεοελλ. > γαλλ. diabétique > τουρκ.].
diyafram = διάφραγμα [αρχ. ελλ. > γαλλ. diaphragme > τουρκ.].
diyagonal = διαγώνιος [μετγν ελλ. > γαλλ. diagonal > τουρκ.].
diyagram = διάγραμμα [αρχ. ελλ. > γαλλ. diagramme > τουρκ.].
diyakoz = διάκος [μεσν. ελλ. > τουρκ.].
diyakroni = διαχρονία [ελλ. > γαλλ. diachronie > τουρκ.].
diyakronik = διαχρονικός [ελλ. > γαλλ. diachronique > τουρκ.].
diyalekt = διάλεκτος [αρχ. ελλ. > γαλλ. dialecte > τουρκ.].
diyalektik = διαλεκτική [αρχ. ελλ. > γαλλ. dialectique > τουρκ.].
diyalektoloji = διαλεκτολογία [ελλ. > γαλλ. dialectologie > τουρκ.].
diyalektolojik = διαλεκτολογικός [ελλ. > γαλλ. dialectologique > τουρκ.].
diyalel = διαλογισμός [αρχ. ελλ. > γαλλ. diallèle > τουρκ.].
diyaliz = διάλυση, ανάλυση [αρχ. ελλ. > γαλλ. dialyse > τουρκ.].
diyalog = διάλογος [αρχ. ελλ. > γαλλ. dialogue > τουρκ.].
diyapazon = διαπασών [αρχ. ελλ. > γαλλ. diapason > τουρκ.].
diyastaz = διάσταση [αρχ. ελλ. > γαλλ. diastase > τουρκ.].
diyastol = διαστολή (ιατρ.) [αρχ. ελλ. > γαλλ. diastole > τουρκ.].
diyet = δίαιτα [αρχ. ελλ. > γαλλ. diète > τουρκ.].
diyetetik = διαιτητική [ελλ. > γαλλ. diététique > τουρκ.].
diyez = δίεση [αρχ. ελλ. > γαλλ. dièse > τουρκ.].
diyoptri = διοπτρία, μονάδα ισχύος φακών [ελλ. > γαλλ. dioptrie > τουρκ.].
dizanteri = δυσεντερία [αρχ. ελλ. > γαλλ. dysenterie > τουρκ.].
dogma = δόγμα [αρχ. ελλ. > γαλλ. dogme > τουρκ.].
dogmatik = δογματικός [μετγν. ελλ. > γαλλ. dogmatique > τουρκ.].
dogmatizm = δογματισμός [μετγν. ελλ. > γαλλ. dogmatisme > τουρκ.].
dolikosefal = δολιχοκέφαλος, μακροκέφαλος [ελλ. > γαλλ. dolichocéphale > τουρκ.].
doz = δόση [αρχ. ελλ. > γαλλ. dose > τουρκ.].
dragon = δράκοντας, δραγόνος [αντιδ. αρχ. ελλ. δράκων > λατ. draco > γαλλ. dragon > τουρκ., νεοελλ. δραγόνος].
drahmi = δραχμή [αρχ. ελλ. > τουρκ.].
drahoma = τράχωμα, προίκα σε μετρητά [μεσν. ελλ. *τραχώνω (= προικίζω με τραχύ, δηλ. ασημένιο νόμισμα) > τουρκ.].
draje = κουφέτο [αρχ. ελλ. τράγημα (= ξηρός καρπός) > λατ. tragemata > γαλλ. dragée > τουρκ.].
dram = δράμα [αρχ. ελλ. > γαλλ. drame > τουρκ.].
dramatik = δραματικός [αρχ. ελλ. > γαλλ. dramatique > τουρκ.].
dramaturg = δραματουργός [μετγν. ελλ. > γαλλ. dramaturge > τουρκ.].
dramaturji = δραματουργία [μετγν. ελλ. > γαλλ. dramaturgie > τουρκ.].
droseragiller = είδος φυτού [αρχ. ελλ. δροσερά + τουρκ -giller > τουρκ.].
düven = δουκάνη, δοκάνη, εργαλείο αλωνίσματος [αρχ. ελλ. τυκάνη > νεοελλ. δουκάνη > τουρκ.].
difteri = διφθερίτιδα [ελλ. > γαλλ. diphtérie > τουρκ.].
diftong = δίφθογγος [μετγν. ελλ. > γαλλ. diphtongue > τουρκ.].
dikel = δικέλλι [αρχ. ελλ. δίκελλα > μεσν. ελλ. δικέλλι > τουρκ.].
dilemma = δίλημμα [μετγν. ελλ. > τουρκ.].
dimi = δίμιτο, ύφασμα με πυκνή ύφανση [μεσν. ελλ. δίμιτον > τουρκ.].
dinamik = δυναμικός [μετγν. ελλ. > γαλλ. dynamique > τουρκ.].
dinamit = δυναμίτης [ελλ. > γαλλ. dynamite > τουρκ.].
dinamizm = δυναμισμός [ελλ. > γαλλ. dynamisme > τουρκ.].
dinamo = δυναμό [ελλ. > γαλλ. dynamo > τουρκ.].
dinamometre = δυναμόμετρο [ελλ. > γαλλ. dynamomètre > τουρκ.].
dinozor = δεινόσαυρος [ελλ. > γαλλ. dinosaure > τουρκ.].
diploma = δίπλωμα [αρχ. ελλ. > ιταλ. diploma > τουρκ.].
diplomalı = διπλωματούχος [αρχ. ελλ. δίπλωμα + τουρκ. -lı > τουρκ.].
diplomasız = χωρίς δίπλωμα [αρχ. ελλ. δίπλωμα + τουρκ. -sız > τουρκ.].
diplomasi = διπλωματία [ελλ. > γαλλ. diplomatie > τουρκ.].
diplomat = διπλωμάτης [ελλ. > γαλλ. diplomate > τουρκ.].
diplomatik = διπλωματικός [ελλ. > γαλλ. diplomatique > τουρκ.].
diplomatlık = διπλωματία [ελλ. > γαλλ. diplomate + τουρκ. -lık > τουρκ.].
diren, dirgen = δικράνι, γεωργικό εργαλείο [αρχ. ελλ. δίκρανον > τουρκ.].
dirhem = δράμι [αντιδ. *δράχμιον, υποκορ. του αρχ. ελλ. δραχμή > αραβ. dirhem > τουρκ. dirhem, μεσν. ελλ. δράμιον > νεοελλ. δράμι].
disk = δίσκος [αρχ. ελλ. > γαλλ. disque > τουρκ.].
diskotek = ντισκοτέκ [αντιδ. αρχ. ελλ. δίσκος + θήκη > γαλλ. discothèque > νεοελλ., τουρκ.].
ditiramp = διθύραμβος [αρχ. ελλ. > γαλλ. dithyrambe > τουρκ.].
diyabet = σακχαρώδης διαβήτης [μετγν. ελλ. > γαλλ. diabète > τουρκ.].
diyabetik = διαβητικός [νεοελλ. > γαλλ. diabétique > τουρκ.].
diyafram = διάφραγμα [αρχ. ελλ. > γαλλ. diaphragme > τουρκ.].
diyagonal = διαγώνιος [μετγν ελλ. > γαλλ. diagonal > τουρκ.].
diyagram = διάγραμμα [αρχ. ελλ. > γαλλ. diagramme > τουρκ.].
diyakoz = διάκος [μεσν. ελλ. > τουρκ.].
diyakroni = διαχρονία [ελλ. > γαλλ. diachronie > τουρκ.].
diyakronik = διαχρονικός [ελλ. > γαλλ. diachronique > τουρκ.].
diyalekt = διάλεκτος [αρχ. ελλ. > γαλλ. dialecte > τουρκ.].
diyalektik = διαλεκτική [αρχ. ελλ. > γαλλ. dialectique > τουρκ.].
diyalektoloji = διαλεκτολογία [ελλ. > γαλλ. dialectologie > τουρκ.].
diyalektolojik = διαλεκτολογικός [ελλ. > γαλλ. dialectologique > τουρκ.].
diyalel = διαλογισμός [αρχ. ελλ. > γαλλ. diallèle > τουρκ.].
diyaliz = διάλυση, ανάλυση [αρχ. ελλ. > γαλλ. dialyse > τουρκ.].
diyalog = διάλογος [αρχ. ελλ. > γαλλ. dialogue > τουρκ.].
diyapazon = διαπασών [αρχ. ελλ. > γαλλ. diapason > τουρκ.].
diyastaz = διάσταση [αρχ. ελλ. > γαλλ. diastase > τουρκ.].
diyastol = διαστολή (ιατρ.) [αρχ. ελλ. > γαλλ. diastole > τουρκ.].
diyet = δίαιτα [αρχ. ελλ. > γαλλ. diète > τουρκ.].
diyetetik = διαιτητική [ελλ. > γαλλ. diététique > τουρκ.].
diyez = δίεση [αρχ. ελλ. > γαλλ. dièse > τουρκ.].
diyoptri = διοπτρία, μονάδα ισχύος φακών [ελλ. > γαλλ. dioptrie > τουρκ.].
dizanteri = δυσεντερία [αρχ. ελλ. > γαλλ. dysenterie > τουρκ.].
dogma = δόγμα [αρχ. ελλ. > γαλλ. dogme > τουρκ.].
dogmatik = δογματικός [μετγν. ελλ. > γαλλ. dogmatique > τουρκ.].
dogmatizm = δογματισμός [μετγν. ελλ. > γαλλ. dogmatisme > τουρκ.].
dolikosefal = δολιχοκέφαλος, μακροκέφαλος [ελλ. > γαλλ. dolichocéphale > τουρκ.].
doz = δόση [αρχ. ελλ. > γαλλ. dose > τουρκ.].
dragon = δράκοντας, δραγόνος [αντιδ. αρχ. ελλ. δράκων > λατ. draco > γαλλ. dragon > τουρκ., νεοελλ. δραγόνος].
drahmi = δραχμή [αρχ. ελλ. > τουρκ.].
drahoma = τράχωμα, προίκα σε μετρητά [μεσν. ελλ. *τραχώνω (= προικίζω με τραχύ, δηλ. ασημένιο νόμισμα) > τουρκ.].
draje = κουφέτο [αρχ. ελλ. τράγημα (= ξηρός καρπός) > λατ. tragemata > γαλλ. dragée > τουρκ.].
dram = δράμα [αρχ. ελλ. > γαλλ. drame > τουρκ.].
dramatik = δραματικός [αρχ. ελλ. > γαλλ. dramatique > τουρκ.].
dramaturg = δραματουργός [μετγν. ελλ. > γαλλ. dramaturge > τουρκ.].
dramaturji = δραματουργία [μετγν. ελλ. > γαλλ. dramaturgie > τουρκ.].
droseragiller = είδος φυτού [αρχ. ελλ. δροσερά + τουρκ -giller > τουρκ.].
düven = δουκάνη, δοκάνη, εργαλείο αλωνίσματος [αρχ. ελλ. τυκάνη > νεοελλ. δουκάνη > τουρκ.].
Ε : ε
efendi = αφέντης [αρχ. ελλ. αυθέντης > μεσν. ελλ. αφέντης > τουρκ.].
efendilik = αφεντιά [μεσν. ελλ. αφέντης + τουρκ. -lik > τουρκ.].
egemen = κυρίαρχος, ανεξάρτητος [αρχ. ελλ. ηγεμών > τουρκ.].
egoist = εγωιστής [ελλ. > γαλλ. egoïste > τουρκ.].
egoizm = εγωισμός [ελλ. > γαλλ. egoïsme > τουρκ.].
egzama = έκζεμα [μετγν. ελλ. > τουρκ.].
egzogami = εξωγαμία [νεοελλ. > γαλλ. exogamie > τουρκ.].
egzotik = εξωτικός [αντιδ. αρχ. ελλ. έξω > αρχ. ελλ. εξωτικός > γαλλ. exotique > τουρκ., νεοελλ.].
eklektik = εκλεκτικός [μετγν. ελλ. > γαλλ. éclectique > τουρκ.].
eklektizm = εκλεκτισμός, εκλεκτικισμός [ελλ. > γαλλ. éclectisme > τουρκ.].
ekliptik = εκλειπτική [μετγν. ελλ. > γαλλ. écliptique > τουρκ.].
eko = ηχώ [αρχ. ελλ. > γαλλ. écho > τουρκ.].
ekol = σχολή, επιστημονικό ή καλλιτεχνικό ρεύμα [αρχ. ελλ. σχολή > λατ. schola > γαλλ. école > τουρκ., πβ. okul].
ekolali = ηχολαλία [ελλ. > γαλλ. echolalie > τουρκ.].
ekolog = οικολόγος [ελλ. > γαλλ. écologue > τουρκ.].
ekoloji = οικολογία [ελλ. > γαλλ. écologie > τουρκ.].
ekolojik = οικολογικός [ελλ. > γαλλ. écologique > τουρκ.].
ekonometri = οικονομετρία [ελλ. > γαλλ. économétrie > τουρκ.].
ekonomi = οικονομία [αρχ. ελλ. > γαλλ. économie > τουρκ.].
ekonomik = οικονομικός [αρχ. ελλ. > γαλλ. économique > τουρκ.].
ekonomist = οικονομολόγος [ελλ. > γαλλ. économiste > τουρκ.].
ekopraksi = ηχοπραξία, ηχοκινησία [ελλ. > γαλλ. échopraxie > τουρκ.].
eksen = άξονας [αρχ. ελλ. άξων > τουρκ.].
elastik = ελαστικός [αντιδ. μετγν. ελλ. ελαστός > γαλλ. élastique > τουρκ., νεοελλ.].
elastikî = ελαστικός [μετγν. ελλ. ελαστός > γαλλ. élastique + αραβ. -î > τουρκ.].
elastikiyet = ελαστικότητα [ελλ. > γαλλ. élastique + αραβ. -iyyet > τουρκ.].
elektrik = ηλεκτρικός [ελλ. > γαλλ. électrique > τουρκ.].
elektrikçi = ηλεκτρολόγος [ελλ. > γαλλ. électrique + τουρκ. -çi > τουρκ.].
elektriklenmek = ηλεκτρίζω [ελλ. > γαλλ. électrique + τουρκ. -lenmek > τουρκ.].
elektrolit = ηλεκτρολύτης [ελλ. > γαλλ. électrolyte > τουρκ.].
elektroliz = ηλεκτρόλυση [ελλ. > γαλλ. électrolyse > τουρκ.].
elektromanyetizma = ηλεκτρομαγνητισμός [ελλ. > γαλλ. électromagnetisme > τουρκ.].
elektromekanik = ηλεκτρομηχανικός [ελλ. > γαλλ. électromécanique > τουρκ.].
elektron = ηλεκτρόνιο [ελλ. > γαλλ. électron > τουρκ.].
elektronik = ηλεκτρονικός [ελλ. > γαλλ. électronique > τουρκ.].
elektroskop = ηλεκτροσκόπιο [ελλ. > γαλλ. électroscope > τουρκ.].
elektrostatik = ηλεκτροστατική [ελλ. > γαλλ. électrostatique > τουρκ.].
elektrot = ηλεκτρόδιο [ελλ. > γαλλ. électrode > τουρκ.].
elips = έλλειψη (γεωμ.) [αρχ. ελλ. > γαλλ. ellipse > τουρκ.].
elipsoit = ελλειψοειδής [ελλ. > γαλλ. ellipsoïde > τουρκ.].
eliptik = ελλειπτικός [μετγν. ελλ. > γαλλ. elliptique > τουρκ.].
embriyoloji = εμβρυολογία [ελλ. > γαλλ. embryologie > τουρκ.].
embriyolojik = εμβρυολογικός [ελλ. > γαλλ. embryologique > τουρκ.].
embriyon = έμβρυο [αρχ. ελλ. > γαλλ. embryon > τουρκ.].
endemik = ενδημικός [ελλ. > γαλλ. endémique > τουρκ.].
endokrin = ενδοκρινής [ελλ. > γαλλ. endocrine > τουρκ.].
endokrinoloji = ενδοκρινολογία [ελλ. > γαλλ. endocrinologie > τουρκ.].
endokrinolojik = ενδοκρινολογικός [ελλ. > γαλλ. endocrinologique > τουρκ.].
endoskop = ενδοσκόπιο [ελλ. > γαλλ. endoscope > τουρκ.].
endoskopi = ενδοσκοπία [ελλ. > γαλλ. endoscopie > τουρκ.].
enerji = ενέργεια [αρχ. ελλ. > γαλλ. énergie > τουρκ.].
enerjik = ενεργειακός || ενεργητικός [αρχ. ελλ. ενεργητικός > γαλλ. énergique > τουρκ.].
engebe = εδαφική διαμόρφωση και ανωμαλία [αρχ. ελλ. εγκόπτω > μετγν. ελλ. εγκοπή > τουρκ.].
enginar = αγκινάρα [αρχ. ελλ. κυνάρα > μετγν. ελλ. κινάρα > μεσν. ελλ. αγκινάρα > τουρκ.].
entelekya = εντελέχεια [αρχ. ελλ. > τουρκ.].
entimem = ενθύμημα (λογ.) [αρχ. ελλ. > γαλλ. enthymème > τουρκ.].
entomoloji = εντομολογία [ελλ. > γαλλ. entomologie > τουρκ.].
entomolojik = εντομολογικός [ελλ. > γαλλ. entomologique > τουρκ.].
entomolojist = εντομολόγος [ελλ. > γαλλ. entomologiste > τουρκ.].
entropi = εντροπία (στατιστ.) [αντιδ. αρχ. ελλ. > γαλλ. entropie > τουρκ., νεοελλ.].
enzim = ένζυμο [αντιδ. μεσν. ελλ. ένζυμος > γαλλ. enzym > νεοελλ., τουρκ.].
epidemi = επιδημία [αρχ. ελλ. > γαλλ. épidémie > τουρκ.].
epidemik = επιδημικός [νεοελλ. > γαλλ. épidémique > τουρκ.].
epidemioloji = επιδημιολογία [ελλ. > γαλλ. épidémiologie > τουρκ.].
epiderm = επιδερμίδα [αρχ. ελλ. επιδερμίς > γαλλ. épiderme > τουρκ.].
epifit = επίφυτος, παράσιτο φυτό [ελλ. > γαλλ. épiphyte > τουρκ.].
epigrafi = επιγραφική [μετγν. ελλ. επιγραφικός > γαλλ. épigraphie > τουρκ.].
epigram = επίγραμμα [αρχ. ελλ. > γαλλ. épigramme > τουρκ.].
epik = επικός [μετγν. ελλ. > γαλλ. épique > τουρκ.].
epikerem = επιχείρημα [αρχ. ελλ. > γαλλ. épichérème > τουρκ.].
epilepsi = επιληψία [αρχ. ελλ. > γαλλ. épilepsie > τουρκ.].
epileptik = επιληπτικός [αρχ. ελλ. > γαλλ. épileptique > τουρκ.].
epilog = επίλογος [αρχ. ελλ. > γαλλ. épilogue > τουρκ.].
episantır = επίκεντρο σεισμού [αρχ. ελλ. επίκεντρον > γαλλ. épicentre > τουρκ.].
epistemoloji = επιστημολογία [ελλ. > γαλλ. épistémologie > τουρκ.].
epistemolojik = επιστημολογικός [ελλ. > γαλλ. épistémologique > τουρκ.].
epitelyum = επιθήλιο [ελλ. > γαλλ. épithelium > τουρκ.].
epope = εποποιία [αρχ. ελλ. > γαλλ. épopée > τουρκ.].
erganun = όργανο εκκλησιαστικό [αρχ. ελλ. όργανον > τουρκ.].
ergonomi = εργονομία [ελλ. > γαλλ. ergonomie > τουρκ.].
ergonomik = εργονομικός [ελλ. > αγγλ. ergonomic > τουρκ.].
eristik = εριστικός [αρχ. ελλ. > γαλλ. éristique > τουρκ.].
erkete (argo) = παρακολούθηση κάποιου [αρχ. ελλ. έρχεται > τουρκ.].
eroin = ηρωίνη [αντιδ. αρχ. ελλ. ηρωίνη > γαλλ. héroïne > τουρκ., νεοελλ.].
eros = έρως [αρχ. ελλ. > γαλλ. éros > τουρκ.].
erosal = ερωτικός [αρχ. ελλ. έρως > γαλλ. éros + τουρκ. -al > τουρκ.].
erotik = ερωτικός [αρχ. ελλ. > γαλλ. érotique > τουρκ.].
erotizm = ερωτισμός [ελλ. > γαλλ. érotisme > τουρκ.].
eskatologya = εσχατολογία [ελλ. > τουρκ.].
eskiz = σχεδιάγραμμα, προσχέδιο [μετγν. ελλ. σχέδιον > γαλλ. esquisse > τουρκ.].
estetik = αισθητικός, αισθητική [αρχ. ελλ. > γαλλ. esthétique > τουρκ.].
estetikçi = αισθητικός (ουσ.) [αρχ. ελλ. > γαλλ. esthétique + τουρκ. -çi > τουρκ.].
estetizm = αισθητισμός [ελλ. > γαλλ. esthétisme > τουρκ.].
eter = αιθέρας [αρχ. ελλ. αιθήρ > λατ. aether > γαλλ. éther > τουρκ.].
etik = ηθική (ουσ.), ηθικός (επίθ.) [αρχ. ελλ. > γαλλ. éthique > τουρκ.].
etimoloji = ετυμολογία [μετγν. ελλ. > γαλλ. étymologie > τουρκ.].
etimolojik = ετυμολογικός [μετγν. ελλ. > γαλλ. étymologique > τουρκ.].
etiyoloji = αιτιολογία [μετγν. ελλ. > γαλλ. étiologie > τουρκ.].
etiyolojik = αιτιολογία [μετγν. ελλ. > γαλλ. étiologique > τουρκ.].
etnik = εθνικός [μετγν. ελλ. > γαλλ. ethnique > τουρκ.].
etnografik = εθνογραφικός [ελλ. > γαλλ. ethnographique > τουρκ.].
etnografya = εθνογραφία [ελλ. > γαλλ. ethnographie > τουρκ.].
etnolog = εθνολόγος [ελλ. > γαλλ. ethnologue > τουρκ.].
etnoloji = εθνολογία [ελλ. > γαλλ. ethnologie > τουρκ.].
etnolojik = εθνολογικός [ελλ. > γαλλ. ethnologique > τουρκ.].
etoloji = ηθολογία (βιολ.) [νεοελλ. > γαλλ. éthologie > τουρκ.].
etolojik = ηθολογικός (βιολ.) [νεοελλ. > γαλλ. éthologique > τουρκ.].
etüv = αποστειρωτήρας [αρχ. ελλ. τύφω (= καπνίζω) > γαλλ. étuve > τουρκ.].
evdemonizm = ευδαιμονισμός [αρχ. ελλ. > γαλλ. eudémonisme > τουρκ.].
evlek = αυλακιά, αυλάκι [μετγν. ελλ. αυλάκιον, υποκορ. του αρχ. ελλ. αύλαξ > νεοελλ. αυλάκι > τουρκ.].
ezoterik = εσωτερικός, μυστικός [μετγν. ελλ. > γαλλ. ésotérique > τουρκ.].
efendilik = αφεντιά [μεσν. ελλ. αφέντης + τουρκ. -lik > τουρκ.].
egemen = κυρίαρχος, ανεξάρτητος [αρχ. ελλ. ηγεμών > τουρκ.].
egoist = εγωιστής [ελλ. > γαλλ. egoïste > τουρκ.].
egoizm = εγωισμός [ελλ. > γαλλ. egoïsme > τουρκ.].
egzama = έκζεμα [μετγν. ελλ. > τουρκ.].
egzogami = εξωγαμία [νεοελλ. > γαλλ. exogamie > τουρκ.].
egzotik = εξωτικός [αντιδ. αρχ. ελλ. έξω > αρχ. ελλ. εξωτικός > γαλλ. exotique > τουρκ., νεοελλ.].
eklektik = εκλεκτικός [μετγν. ελλ. > γαλλ. éclectique > τουρκ.].
eklektizm = εκλεκτισμός, εκλεκτικισμός [ελλ. > γαλλ. éclectisme > τουρκ.].
ekliptik = εκλειπτική [μετγν. ελλ. > γαλλ. écliptique > τουρκ.].
eko = ηχώ [αρχ. ελλ. > γαλλ. écho > τουρκ.].
ekol = σχολή, επιστημονικό ή καλλιτεχνικό ρεύμα [αρχ. ελλ. σχολή > λατ. schola > γαλλ. école > τουρκ., πβ. okul].
ekolali = ηχολαλία [ελλ. > γαλλ. echolalie > τουρκ.].
ekolog = οικολόγος [ελλ. > γαλλ. écologue > τουρκ.].
ekoloji = οικολογία [ελλ. > γαλλ. écologie > τουρκ.].
ekolojik = οικολογικός [ελλ. > γαλλ. écologique > τουρκ.].
ekonometri = οικονομετρία [ελλ. > γαλλ. économétrie > τουρκ.].
ekonomi = οικονομία [αρχ. ελλ. > γαλλ. économie > τουρκ.].
ekonomik = οικονομικός [αρχ. ελλ. > γαλλ. économique > τουρκ.].
ekonomist = οικονομολόγος [ελλ. > γαλλ. économiste > τουρκ.].
ekopraksi = ηχοπραξία, ηχοκινησία [ελλ. > γαλλ. échopraxie > τουρκ.].
eksen = άξονας [αρχ. ελλ. άξων > τουρκ.].
elastik = ελαστικός [αντιδ. μετγν. ελλ. ελαστός > γαλλ. élastique > τουρκ., νεοελλ.].
elastikî = ελαστικός [μετγν. ελλ. ελαστός > γαλλ. élastique + αραβ. -î > τουρκ.].
elastikiyet = ελαστικότητα [ελλ. > γαλλ. élastique + αραβ. -iyyet > τουρκ.].
elektrik = ηλεκτρικός [ελλ. > γαλλ. électrique > τουρκ.].
elektrikçi = ηλεκτρολόγος [ελλ. > γαλλ. électrique + τουρκ. -çi > τουρκ.].
elektriklenmek = ηλεκτρίζω [ελλ. > γαλλ. électrique + τουρκ. -lenmek > τουρκ.].
elektrolit = ηλεκτρολύτης [ελλ. > γαλλ. électrolyte > τουρκ.].
elektroliz = ηλεκτρόλυση [ελλ. > γαλλ. électrolyse > τουρκ.].
elektromanyetizma = ηλεκτρομαγνητισμός [ελλ. > γαλλ. électromagnetisme > τουρκ.].
elektromekanik = ηλεκτρομηχανικός [ελλ. > γαλλ. électromécanique > τουρκ.].
elektron = ηλεκτρόνιο [ελλ. > γαλλ. électron > τουρκ.].
elektronik = ηλεκτρονικός [ελλ. > γαλλ. électronique > τουρκ.].
elektroskop = ηλεκτροσκόπιο [ελλ. > γαλλ. électroscope > τουρκ.].
elektrostatik = ηλεκτροστατική [ελλ. > γαλλ. électrostatique > τουρκ.].
elektrot = ηλεκτρόδιο [ελλ. > γαλλ. électrode > τουρκ.].
elips = έλλειψη (γεωμ.) [αρχ. ελλ. > γαλλ. ellipse > τουρκ.].
elipsoit = ελλειψοειδής [ελλ. > γαλλ. ellipsoïde > τουρκ.].
eliptik = ελλειπτικός [μετγν. ελλ. > γαλλ. elliptique > τουρκ.].
embriyoloji = εμβρυολογία [ελλ. > γαλλ. embryologie > τουρκ.].
embriyolojik = εμβρυολογικός [ελλ. > γαλλ. embryologique > τουρκ.].
embriyon = έμβρυο [αρχ. ελλ. > γαλλ. embryon > τουρκ.].
endemik = ενδημικός [ελλ. > γαλλ. endémique > τουρκ.].
endokrin = ενδοκρινής [ελλ. > γαλλ. endocrine > τουρκ.].
endokrinoloji = ενδοκρινολογία [ελλ. > γαλλ. endocrinologie > τουρκ.].
endokrinolojik = ενδοκρινολογικός [ελλ. > γαλλ. endocrinologique > τουρκ.].
endoskop = ενδοσκόπιο [ελλ. > γαλλ. endoscope > τουρκ.].
endoskopi = ενδοσκοπία [ελλ. > γαλλ. endoscopie > τουρκ.].
enerji = ενέργεια [αρχ. ελλ. > γαλλ. énergie > τουρκ.].
enerjik = ενεργειακός || ενεργητικός [αρχ. ελλ. ενεργητικός > γαλλ. énergique > τουρκ.].
engebe = εδαφική διαμόρφωση και ανωμαλία [αρχ. ελλ. εγκόπτω > μετγν. ελλ. εγκοπή > τουρκ.].
enginar = αγκινάρα [αρχ. ελλ. κυνάρα > μετγν. ελλ. κινάρα > μεσν. ελλ. αγκινάρα > τουρκ.].
entelekya = εντελέχεια [αρχ. ελλ. > τουρκ.].
entimem = ενθύμημα (λογ.) [αρχ. ελλ. > γαλλ. enthymème > τουρκ.].
entomoloji = εντομολογία [ελλ. > γαλλ. entomologie > τουρκ.].
entomolojik = εντομολογικός [ελλ. > γαλλ. entomologique > τουρκ.].
entomolojist = εντομολόγος [ελλ. > γαλλ. entomologiste > τουρκ.].
entropi = εντροπία (στατιστ.) [αντιδ. αρχ. ελλ. > γαλλ. entropie > τουρκ., νεοελλ.].
enzim = ένζυμο [αντιδ. μεσν. ελλ. ένζυμος > γαλλ. enzym > νεοελλ., τουρκ.].
epidemi = επιδημία [αρχ. ελλ. > γαλλ. épidémie > τουρκ.].
epidemik = επιδημικός [νεοελλ. > γαλλ. épidémique > τουρκ.].
epidemioloji = επιδημιολογία [ελλ. > γαλλ. épidémiologie > τουρκ.].
epiderm = επιδερμίδα [αρχ. ελλ. επιδερμίς > γαλλ. épiderme > τουρκ.].
epifit = επίφυτος, παράσιτο φυτό [ελλ. > γαλλ. épiphyte > τουρκ.].
epigrafi = επιγραφική [μετγν. ελλ. επιγραφικός > γαλλ. épigraphie > τουρκ.].
epigram = επίγραμμα [αρχ. ελλ. > γαλλ. épigramme > τουρκ.].
epik = επικός [μετγν. ελλ. > γαλλ. épique > τουρκ.].
epikerem = επιχείρημα [αρχ. ελλ. > γαλλ. épichérème > τουρκ.].
epilepsi = επιληψία [αρχ. ελλ. > γαλλ. épilepsie > τουρκ.].
epileptik = επιληπτικός [αρχ. ελλ. > γαλλ. épileptique > τουρκ.].
epilog = επίλογος [αρχ. ελλ. > γαλλ. épilogue > τουρκ.].
episantır = επίκεντρο σεισμού [αρχ. ελλ. επίκεντρον > γαλλ. épicentre > τουρκ.].
epistemoloji = επιστημολογία [ελλ. > γαλλ. épistémologie > τουρκ.].
epistemolojik = επιστημολογικός [ελλ. > γαλλ. épistémologique > τουρκ.].
epitelyum = επιθήλιο [ελλ. > γαλλ. épithelium > τουρκ.].
epope = εποποιία [αρχ. ελλ. > γαλλ. épopée > τουρκ.].
erganun = όργανο εκκλησιαστικό [αρχ. ελλ. όργανον > τουρκ.].
ergonomi = εργονομία [ελλ. > γαλλ. ergonomie > τουρκ.].
ergonomik = εργονομικός [ελλ. > αγγλ. ergonomic > τουρκ.].
eristik = εριστικός [αρχ. ελλ. > γαλλ. éristique > τουρκ.].
erkete (argo) = παρακολούθηση κάποιου [αρχ. ελλ. έρχεται > τουρκ.].
eroin = ηρωίνη [αντιδ. αρχ. ελλ. ηρωίνη > γαλλ. héroïne > τουρκ., νεοελλ.].
eros = έρως [αρχ. ελλ. > γαλλ. éros > τουρκ.].
erosal = ερωτικός [αρχ. ελλ. έρως > γαλλ. éros + τουρκ. -al > τουρκ.].
erotik = ερωτικός [αρχ. ελλ. > γαλλ. érotique > τουρκ.].
erotizm = ερωτισμός [ελλ. > γαλλ. érotisme > τουρκ.].
eskatologya = εσχατολογία [ελλ. > τουρκ.].
eskiz = σχεδιάγραμμα, προσχέδιο [μετγν. ελλ. σχέδιον > γαλλ. esquisse > τουρκ.].
estetik = αισθητικός, αισθητική [αρχ. ελλ. > γαλλ. esthétique > τουρκ.].
estetikçi = αισθητικός (ουσ.) [αρχ. ελλ. > γαλλ. esthétique + τουρκ. -çi > τουρκ.].
estetizm = αισθητισμός [ελλ. > γαλλ. esthétisme > τουρκ.].
eter = αιθέρας [αρχ. ελλ. αιθήρ > λατ. aether > γαλλ. éther > τουρκ.].
etik = ηθική (ουσ.), ηθικός (επίθ.) [αρχ. ελλ. > γαλλ. éthique > τουρκ.].
etimoloji = ετυμολογία [μετγν. ελλ. > γαλλ. étymologie > τουρκ.].
etimolojik = ετυμολογικός [μετγν. ελλ. > γαλλ. étymologique > τουρκ.].
etiyoloji = αιτιολογία [μετγν. ελλ. > γαλλ. étiologie > τουρκ.].
etiyolojik = αιτιολογία [μετγν. ελλ. > γαλλ. étiologique > τουρκ.].
etnik = εθνικός [μετγν. ελλ. > γαλλ. ethnique > τουρκ.].
etnografik = εθνογραφικός [ελλ. > γαλλ. ethnographique > τουρκ.].
etnografya = εθνογραφία [ελλ. > γαλλ. ethnographie > τουρκ.].
etnolog = εθνολόγος [ελλ. > γαλλ. ethnologue > τουρκ.].
etnoloji = εθνολογία [ελλ. > γαλλ. ethnologie > τουρκ.].
etnolojik = εθνολογικός [ελλ. > γαλλ. ethnologique > τουρκ.].
etoloji = ηθολογία (βιολ.) [νεοελλ. > γαλλ. éthologie > τουρκ.].
etolojik = ηθολογικός (βιολ.) [νεοελλ. > γαλλ. éthologique > τουρκ.].
etüv = αποστειρωτήρας [αρχ. ελλ. τύφω (= καπνίζω) > γαλλ. étuve > τουρκ.].
evdemonizm = ευδαιμονισμός [αρχ. ελλ. > γαλλ. eudémonisme > τουρκ.].
evlek = αυλακιά, αυλάκι [μετγν. ελλ. αυλάκιον, υποκορ. του αρχ. ελλ. αύλαξ > νεοελλ. αυλάκι > τουρκ.].
ezoterik = εσωτερικός, μυστικός [μετγν. ελλ. > γαλλ. ésotérique > τουρκ.].
F : φε
fagosit = φαγοκύτταρο [ελλ. > γαλλ. phagocyte > τουρκ.].
fagositoz = φαγοκυττάρωση, φαγοκύτωση [ελλ. > γαλλ. phagocytose > τουρκ.].
falaka = φάλαγγας [αρχ. ελλ. φάλαγξ > αραβ. > τουρκ.].
fallus = φαλλός, το ανδρικό γεννητικό όργανο [αρχ. ελλ. > λατ. phallus > τουρκ.].
falyanos = είδος φάλαινας [αρχ. ελλ. φάλλαινα > τουρκ.].
fangri = φαγγρί, είδος ψαριού [μεσν. ελλ. φαγρίον, υποκορ. του αρχ. ελλ. φάγρος > μεσν. ελλ. φαγγρί > τουρκ.].
fantasma = φάντασμα, οπτασία [αρχ. ελλ. > γαλλ. fantasme > τουρκ.].
fantastik = φανταστικός [αρχ. ελλ. > γαλλ. fantastique > τουρκ.].
fantaziye = βλ. fantezi
fantazya = επίδειξη αράβων ιππέων σε γιορτές [αρχ. ελλ. φαντασία > τουρκ.].
fantezi = φαντασία, φαντασίωση, φανταστικός [αρχ. ελλ. φαντασία > γαλλ. fantaisie > τουρκ.].
fanus = φανός [αρχ. ελλ. > τουρκ.].
fagositoz = φαγοκυττάρωση, φαγοκύτωση [ελλ. > γαλλ. phagocytose > τουρκ.].
falaka = φάλαγγας [αρχ. ελλ. φάλαγξ > αραβ. > τουρκ.].
fallus = φαλλός, το ανδρικό γεννητικό όργανο [αρχ. ελλ. > λατ. phallus > τουρκ.].
falyanos = είδος φάλαινας [αρχ. ελλ. φάλλαινα > τουρκ.].
fangri = φαγγρί, είδος ψαριού [μεσν. ελλ. φαγρίον, υποκορ. του αρχ. ελλ. φάγρος > μεσν. ελλ. φαγγρί > τουρκ.].
fantasma = φάντασμα, οπτασία [αρχ. ελλ. > γαλλ. fantasme > τουρκ.].
fantastik = φανταστικός [αρχ. ελλ. > γαλλ. fantastique > τουρκ.].
fantaziye = βλ. fantezi
fantazya = επίδειξη αράβων ιππέων σε γιορτές [αρχ. ελλ. φαντασία > τουρκ.].
fantezi = φαντασία, φαντασίωση, φανταστικός [αρχ. ελλ. φαντασία > γαλλ. fantaisie > τουρκ.].
fanus = φανός [αρχ. ελλ. > τουρκ.].
fanya = πρόσθετο αλιευτικό δίχτυ με μεγάλα "μάτια", δηλ. θηλιές [νεοελλ. φανιά (= όψη, πλευρά διχτυού με μεγάλες θηλιές) > τουρκ.].
far = φανάρι τροχοφόρων [μετγν. ελλ. φάρος > γαλλ. phare > τουρκ.].
farenjit = φαρυγγίτιδα [ελλ. > γαλλ. pharyngite > τουρκ.].
farmakoloji = φαρμακολογία [ελλ. > γαλλ. pharmacologie > τουρκ.].
farmakolojik = φαρμακολογικός [ελλ. > γαλλ. pharmacologique > τουρκ.].
fasulye = φασόλι [μεσν. ελλ. φασηόλιον > τουρκ.].
fayton = παϊτόνι, άμαξα || είδος πουλιού [αρχ. ελλ. Φαέθων > γαλλ. phaéton > τουρκ. fayton, payton, βλ. λέξη].
faz = φάση [αρχ. ελλ. > γαλλ. phase > τουρκ.].
felsefe = φιλοσοφία [αρχ. ελλ. > αραβ. > τουρκ.].
fener = φανάρι [νεοελλ. > τουρκ.].
fenomen = φαινόμενο [αρχ. ελλ. > γαλλ. phénomène > τουρκ.].
fenomenizm = φαινομενισμός [ελλ. > γαλλ. phénomènisme > τουρκ.].
fenomenoloji = φαινομενολογία [ελλ. > γαλλ. phénoménologie > τουρκ.].
fenomenolojik = φαινομενολογικός [ελλ. > γαλλ. phénoménologique > τουρκ.].
ferace = φερετζές [πιθ. αντιδ. μεσν. ελλ. φορεσία > αραβ. > τουρκ., νεοελλ. φερετζές].
fesleğen = βασιλικός (φυτ.) [μετγν. ελλ. > τουρκ.].
feylesof = φιλόσοφος [αρχ. ελλ. > αραβ. > τουρκ.].
fıçı = βουτσί, μεγάλο βαρέλι [μετγν. ελλ. βούττις > μετγν. ελλ. βουττίον > μεσν. ελλ. βουτσίον > νεοελλ. βουτσί > τουρκ.].
fındık = φουντούκι [αντιδ. αρχ. ελλ. Πόντος > μετγν. ελλ. ποντικόν (κάρυον) > αραβ. > τουρκ. > νεοελλ.].
fırça = βούρτσα [πιθ. αρχ. ελλ. βύρσα (= κατεργασμένο δέρμα) > μεσν. ελλ. *βύρτσα, από το βυρτσίζω > τουρκ. Κατ' άλλη άποψη από το αρχ. γερμ. burstja ή το αλβ. vurcë. Σύμφωνα με το online λεξικό του Ιδρύματος τουρκικής γλώσσας η λέξη είναι ελληνική].
fıstık = φιστίκι [αντιδ. μετγν. ελλ. πιστάκιον, υποκορ. του πιστάκη, αβέβ. ετύμου > αραβ. > τουρκ. > νεοελλ.].
fışkı = κοπριά [αρχ. ελλ. φύσκη > μετγν. ελλ. φύσκιον > νεοελλ. φουσκί > τουρκ.].
fidan = νεαρό φυτό, φυντάνι [αντιδ. μετγν. ελλ. φυτάνη > τουρκ. fidan > νεοελλ. φυντάνι].
fide = νεαρό φυτό για μεταφύτευση [αρχ. ελλ. φυτόν ή φυτεία > τουρκ.].
fiğ = βίκος (βοτ.) [μετγν. ελλ. βικίον > τουρκ.].
filantrop = φιλάνθρωπος [αρχ. ελλ. > γαλλ. philantrope > τουρκ.].
filarmoni = φιλαρμονία, αγάπη προς τη μουσική [ελλ. > γαλλ. philharmonie > τουρκ.].
filarmonik = φιλαρμονική [ελλ. > γαλλ. philharmonique > τουρκ.].
filateli = φολοτελισμός [αρχ. ελλ. φίλος + ατέλεια > γαλλ. philatélie > τουρκ.].
far = φανάρι τροχοφόρων [μετγν. ελλ. φάρος > γαλλ. phare > τουρκ.].
farenjit = φαρυγγίτιδα [ελλ. > γαλλ. pharyngite > τουρκ.].
farmakoloji = φαρμακολογία [ελλ. > γαλλ. pharmacologie > τουρκ.].
farmakolojik = φαρμακολογικός [ελλ. > γαλλ. pharmacologique > τουρκ.].
fasulye = φασόλι [μεσν. ελλ. φασηόλιον > τουρκ.].
fayton = παϊτόνι, άμαξα || είδος πουλιού [αρχ. ελλ. Φαέθων > γαλλ. phaéton > τουρκ. fayton, payton, βλ. λέξη].
faz = φάση [αρχ. ελλ. > γαλλ. phase > τουρκ.].
felsefe = φιλοσοφία [αρχ. ελλ. > αραβ. > τουρκ.].
fener = φανάρι [νεοελλ. > τουρκ.].
fenomen = φαινόμενο [αρχ. ελλ. > γαλλ. phénomène > τουρκ.].
fenomenizm = φαινομενισμός [ελλ. > γαλλ. phénomènisme > τουρκ.].
fenomenoloji = φαινομενολογία [ελλ. > γαλλ. phénoménologie > τουρκ.].
fenomenolojik = φαινομενολογικός [ελλ. > γαλλ. phénoménologique > τουρκ.].
ferace = φερετζές [πιθ. αντιδ. μεσν. ελλ. φορεσία > αραβ. > τουρκ., νεοελλ. φερετζές].
fesleğen = βασιλικός (φυτ.) [μετγν. ελλ. > τουρκ.].
feylesof = φιλόσοφος [αρχ. ελλ. > αραβ. > τουρκ.].
fıçı = βουτσί, μεγάλο βαρέλι [μετγν. ελλ. βούττις > μετγν. ελλ. βουττίον > μεσν. ελλ. βουτσίον > νεοελλ. βουτσί > τουρκ.].
fındık = φουντούκι [αντιδ. αρχ. ελλ. Πόντος > μετγν. ελλ. ποντικόν (κάρυον) > αραβ. > τουρκ. > νεοελλ.].
fırça = βούρτσα [πιθ. αρχ. ελλ. βύρσα (= κατεργασμένο δέρμα) > μεσν. ελλ. *βύρτσα, από το βυρτσίζω > τουρκ. Κατ' άλλη άποψη από το αρχ. γερμ. burstja ή το αλβ. vurcë. Σύμφωνα με το online λεξικό του Ιδρύματος τουρκικής γλώσσας η λέξη είναι ελληνική].
fıstık = φιστίκι [αντιδ. μετγν. ελλ. πιστάκιον, υποκορ. του πιστάκη, αβέβ. ετύμου > αραβ. > τουρκ. > νεοελλ.].
fışkı = κοπριά [αρχ. ελλ. φύσκη > μετγν. ελλ. φύσκιον > νεοελλ. φουσκί > τουρκ.].
fidan = νεαρό φυτό, φυντάνι [αντιδ. μετγν. ελλ. φυτάνη > τουρκ. fidan > νεοελλ. φυντάνι].
fide = νεαρό φυτό για μεταφύτευση [αρχ. ελλ. φυτόν ή φυτεία > τουρκ.].
fiğ = βίκος (βοτ.) [μετγν. ελλ. βικίον > τουρκ.].
filantrop = φιλάνθρωπος [αρχ. ελλ. > γαλλ. philantrope > τουρκ.].
filarmoni = φιλαρμονία, αγάπη προς τη μουσική [ελλ. > γαλλ. philharmonie > τουρκ.].
filarmonik = φιλαρμονική [ελλ. > γαλλ. philharmonique > τουρκ.].
filateli = φολοτελισμός [αρχ. ελλ. φίλος + ατέλεια > γαλλ. philatélie > τουρκ.].
filenk = στρογγυλά δοκάρια που τοποθετούνται κάτω από μεγάλα βάρη, ιδίως σκάφη, για να διευκολύνουν τη μετακίνησή τους [μετγν. ελλ. φαλάγγιον (= στρογγυλό ξύλο), υποκορ. του αρχ. ελλ. φάλαγξ > τουρκ.].
filika = φελούκα, βάρκα έκτακτης ανάγκης πλοίου [πιθ. αντιδ. μετγν. ελλ. εφόλκιον > αραβ. > ιταλ. feluca > τουρκ., νεοελλ. φελούκα].
filiskin = φλησκούνι [αρχ. ελλ. βλήχων / γλήχων > μεσν. ελλ. βλησκούνι(ο)ν / φλησκούνιν > τουρκ.].
filiz = βλαστός [πιθ. αρχ. ελλ. φυλλίς, υποκορ. του φύλλον > τουρκ.].
filizî = ανοιχτό πράσινο χρώμα του βλαστού [πιθ. αρχ. ελλ. φυλλίς > τουρκ. filiz + αραβ. -î].
filoksera = φυλλοξήρα, φυλλοξέρα [ελλ. > γαλλ. phylloxéra > τουρκ.].
filolog = φιλόλογος [αρχ. ελλ. > γαλλ. philologue > τουρκ.].
filoloji = φιλολογία [αρχ. ελλ. > γαλλ. philologie > τουρκ.].
filolojik = φιλολογικός [μεσν. ελλ. φιλολογικός > γαλλ. philologique > τουρκ.].
filoz = φελλός που χρησιμοποιείται στα δίχτυα των ψαράδων [αρχ. ελλ. φελλός > τουρκ.].
filozof = φιλόσοφος [αρχ. ελλ. > γαλλ. philosophe > τουρκ.].
filozofik = φιλοσοφικός [μετγν. ελλ. > γαλλ. philosophique > τουρκ.].
fire = φύρα [αρχ. ελλ. φυρώ (= αναμειγνύω) > μεσν. ελλ. φύρα > τουρκ.].
filika = φελούκα, βάρκα έκτακτης ανάγκης πλοίου [πιθ. αντιδ. μετγν. ελλ. εφόλκιον > αραβ. > ιταλ. feluca > τουρκ., νεοελλ. φελούκα].
filiskin = φλησκούνι [αρχ. ελλ. βλήχων / γλήχων > μεσν. ελλ. βλησκούνι(ο)ν / φλησκούνιν > τουρκ.].
filiz = βλαστός [πιθ. αρχ. ελλ. φυλλίς, υποκορ. του φύλλον > τουρκ.].
filizî = ανοιχτό πράσινο χρώμα του βλαστού [πιθ. αρχ. ελλ. φυλλίς > τουρκ. filiz + αραβ. -î].
filoksera = φυλλοξήρα, φυλλοξέρα [ελλ. > γαλλ. phylloxéra > τουρκ.].
filolog = φιλόλογος [αρχ. ελλ. > γαλλ. philologue > τουρκ.].
filoloji = φιλολογία [αρχ. ελλ. > γαλλ. philologie > τουρκ.].
filolojik = φιλολογικός [μεσν. ελλ. φιλολογικός > γαλλ. philologique > τουρκ.].
filoz = φελλός που χρησιμοποιείται στα δίχτυα των ψαράδων [αρχ. ελλ. φελλός > τουρκ.].
filozof = φιλόσοφος [αρχ. ελλ. > γαλλ. philosophe > τουρκ.].
filozofik = φιλοσοφικός [μετγν. ελλ. > γαλλ. philosophique > τουρκ.].
fire = φύρα [αρχ. ελλ. φυρώ (= αναμειγνύω) > μεσν. ελλ. φύρα > τουρκ.].
firfiri = λαμπρό κόκκινο χρώμα [αρχ. ελλ. πορφύρα > αραβ. > τουρκ.].
fiske = φούσκα, φουσκάλα || φούσκος, το χαστούκι [αρχ. ελλ. φύσκη > μετγν. ελλ. φούσκα > τουρκ.].
fitopatoloji = φυτοπαθολογία [ελλ. > γαλλ. phytopathologie > τουρκ.].
fitopatolojik = φυτοπαθολογικός [ελλ. > γαλλ. phytopathologique > τουρκ.].
fizik = φυσική [αρχ. ελλ. > γαλλ. physique > τουρκ.].
fizyoloji = φυσιολογία [αρχ. ελλ. > γαλλ. physiologie > τουρκ.].
fizyolojik = φυσιολογικός [αρχ. ελλ. φυσιολογικός > γαλλ. physiologique > τουρκ.].
fizyonomi = φυσιογνωμία [μετγν. ελλ. φυσιογνωμία > γαλλ. physionomie > τουρκ.].
fizyoterapi = φυσιοθεραπεία [ελλ. > γαλλ. physiothérapie > τουρκ.].
flebit = φλεβίτιδα [ελλ. > γαλλ. phlébite > τουρκ.].
flegmon = φλεγμονή [αρχ. ελλ. > γαλλ. phlegmon > τουρκ.].
flurya = φλώρος, είδος ωδικού πτηνού [αρχ. ελλ. χλωρίων > μεσν. ελλ. φλώρος > τουρκ.].
fok = φώκια [αρχ. ελλ. φώκη > γαλλ. phoque > τουρκ.].
fol = φώλι, φώλος [αρχ. ελλ. φωλεά > νεοελλ. φωλιά > φώλι > τουρκ.].
folluk = χώρος που προορίζεται να γεννούν οι κότες [αρχ. ελλ. φωλεά > νεοελλ. φωλιά > φώλι + τουρκ. -luk > τουρκ.].
fonem = φώνημα [αντιδ. αρχ. ελλ. > γαλλ. phonème > τουρκ., νεοελλ.].
fonetik = φωνητικός [μετγν. ελλ. > γαλλ. phonétique > τουρκ.].
fonograf = φωνογράφος [ελλ. > γαλλ. phonographe > τουρκ.].
fonografi = φωνογραφία [ελλ. > γαλλ. phonographie > τουρκ.].
fonojenik = φωνογενής [ελλ. > γαλλ. phonogénique > τουρκ.].
fonoloji = φωνολογία [ελλ. > γαλλ. phonologie > τουρκ.].
fonolojik = φωνολογικός [ελλ. > γαλλ. phonologique > τουρκ.].
foroz = ψαριά, το σύνολο των ψαριών του διχτυού [αρχ. ελλ. φορά > τουρκ.].
fosfor = φωσφόρος [αρχ. ελλ. > γαλλ. phosphore > τουρκ.].
fiske = φούσκα, φουσκάλα || φούσκος, το χαστούκι [αρχ. ελλ. φύσκη > μετγν. ελλ. φούσκα > τουρκ.].
fitopatoloji = φυτοπαθολογία [ελλ. > γαλλ. phytopathologie > τουρκ.].
fitopatolojik = φυτοπαθολογικός [ελλ. > γαλλ. phytopathologique > τουρκ.].
fizik = φυσική [αρχ. ελλ. > γαλλ. physique > τουρκ.].
fizyoloji = φυσιολογία [αρχ. ελλ. > γαλλ. physiologie > τουρκ.].
fizyolojik = φυσιολογικός [αρχ. ελλ. φυσιολογικός > γαλλ. physiologique > τουρκ.].
fizyonomi = φυσιογνωμία [μετγν. ελλ. φυσιογνωμία > γαλλ. physionomie > τουρκ.].
fizyoterapi = φυσιοθεραπεία [ελλ. > γαλλ. physiothérapie > τουρκ.].
flebit = φλεβίτιδα [ελλ. > γαλλ. phlébite > τουρκ.].
flegmon = φλεγμονή [αρχ. ελλ. > γαλλ. phlegmon > τουρκ.].
flurya = φλώρος, είδος ωδικού πτηνού [αρχ. ελλ. χλωρίων > μεσν. ελλ. φλώρος > τουρκ.].
fok = φώκια [αρχ. ελλ. φώκη > γαλλ. phoque > τουρκ.].
fol = φώλι, φώλος [αρχ. ελλ. φωλεά > νεοελλ. φωλιά > φώλι > τουρκ.].
folluk = χώρος που προορίζεται να γεννούν οι κότες [αρχ. ελλ. φωλεά > νεοελλ. φωλιά > φώλι + τουρκ. -luk > τουρκ.].
fonem = φώνημα [αντιδ. αρχ. ελλ. > γαλλ. phonème > τουρκ., νεοελλ.].
fonetik = φωνητικός [μετγν. ελλ. > γαλλ. phonétique > τουρκ.].
fonograf = φωνογράφος [ελλ. > γαλλ. phonographe > τουρκ.].
fonografi = φωνογραφία [ελλ. > γαλλ. phonographie > τουρκ.].
fonojenik = φωνογενής [ελλ. > γαλλ. phonogénique > τουρκ.].
fonoloji = φωνολογία [ελλ. > γαλλ. phonologie > τουρκ.].
fonolojik = φωνολογικός [ελλ. > γαλλ. phonologique > τουρκ.].
foroz = ψαριά, το σύνολο των ψαριών του διχτυού [αρχ. ελλ. φορά > τουρκ.].
fosfor = φωσφόρος [αρχ. ελλ. > γαλλ. phosphore > τουρκ.].
fota = είδος βουτσιού για κρασί [μετγν. ελλ. βούττις (= κάδος) > νεοελλ. βούτα > τουρκ.].
foto = φως [αρχ. ελλ. > τουρκ.].
fotoelektrik = φωτοηλεκτρικός, φωτοηλεκτρισμός [ελλ. > γαλλ. photoélectrique > τουρκ.].
fotoğraf, fotoğrafya = φωτογραφία [ελλ. > γαλλ. photographe > τουρκ.].
fotojenik = φωτογενής [μετγν. ελλ. > γαλλ. photogénique > τουρκ.].
fotokopi = φωτοτυπία [αρχ. ελλ. φωτο- + γαλλ. copie > γαλλ. photocopie > τουρκ.].
fotomekanik = φωτομηχανικός [ελλ. > γαλλ. photomécanique > τουρκ.].
fotometre = φωτόμετρο [ελλ. > γαλλ. photomètre > τουρκ.].
fotometri = φωτομετρία [ελλ. > γαλλ. photométrie > τουρκ.].
fotosentez = φωτοσύνθεση [ελλ. > γαλλ. photosynthèse > τουρκ.].
fotosfer = φωτόσφαιρα [ελλ. > γαλλ. photosphère > τουρκ.].
fototaksi = φωτοταξία [ελλ. > γαλλ. phototaxie > τουρκ.].
fototaktizm = φωτοτακτισμός [ελλ. > γαλλ. phototactisme > τουρκ.].
fototerapi = φωτοθεραπεία [ελλ. > γαλλ. photothérapie > τουρκ.].
fototropizm = φωτοτροπισμός [ελλ. > γαλλ. phototropisme > τουρκ.].
frenoloji = φρενολογία [ελλ. > γαλλ. phrénologie > τουρκ.].
foto = φως [αρχ. ελλ. > τουρκ.].
fotoelektrik = φωτοηλεκτρικός, φωτοηλεκτρισμός [ελλ. > γαλλ. photoélectrique > τουρκ.].
fotoğraf, fotoğrafya = φωτογραφία [ελλ. > γαλλ. photographe > τουρκ.].
fotojenik = φωτογενής [μετγν. ελλ. > γαλλ. photogénique > τουρκ.].
fotokopi = φωτοτυπία [αρχ. ελλ. φωτο- + γαλλ. copie > γαλλ. photocopie > τουρκ.].
fotomekanik = φωτομηχανικός [ελλ. > γαλλ. photomécanique > τουρκ.].
fotometre = φωτόμετρο [ελλ. > γαλλ. photomètre > τουρκ.].
fotometri = φωτομετρία [ελλ. > γαλλ. photométrie > τουρκ.].
fotosentez = φωτοσύνθεση [ελλ. > γαλλ. photosynthèse > τουρκ.].
fotosfer = φωτόσφαιρα [ελλ. > γαλλ. photosphère > τουρκ.].
fototaksi = φωτοταξία [ελλ. > γαλλ. phototaxie > τουρκ.].
fototaktizm = φωτοτακτισμός [ελλ. > γαλλ. phototactisme > τουρκ.].
fototerapi = φωτοθεραπεία [ελλ. > γαλλ. photothérapie > τουρκ.].
fototropizm = φωτοτροπισμός [ελλ. > γαλλ. phototropisme > τουρκ.].
frenoloji = φρενολογία [ελλ. > γαλλ. phrénologie > τουρκ.].
frisa = ρέγκα καπνιστή [αρχ. ελλ. θρίσσα > νεοελλ. φρίσσα > τουρκ.].
futa = είδος αγωνιστικού πλοιαρίου [μετγν. ελλ. βούττις (= κάδος) > νεοελλ. βούτα > τουρκ.].
G : γκε
galaksi = γαλαξίας [αρχ. ελλ. γαλαξίας (κύκλος) > γαλλ. galaxie > τουρκ.].
galoş = γαλότσα [αρχ. ελλ. καλόπους > λατ. calopus > γαλ. galoche > τουρκ.].
galoş = γαλότσα [αρχ. ελλ. καλόπους > λατ. calopus > γαλ. galoche > τουρκ.].
garoz = τα εντόσθια της παλαμίδας και του τορικιού [αρχ. ελλ. γάρος (= είδος σάλτσας από άρμη και εντόσθια ψαριών) > τουρκ.].
gam = γκάμμα [αντιδ. αρχ. ελλ. γάμμα > ιταλ. gammα, γαλλ. gamme > τουρκ., νεοελλ.].
gamet = γαμέτης [αντιδ. αρχ. ελλ. γαμέτης > γαλλ. gamète > τουρκ., νεοελλ.].
gangren = βλ. kangren
gargara = γαργάρα [νεοελλ. γαργάρα > τουρκ.].
gastrit = γαστρίτιδα [ελλ. > γαλλ. gastrite > τουρκ.].
gastronom = γαστρονόμος [νεοελλ. > γαλλ. gastronome > τουρκ.].
gastronomi = γαστρονομία [μετγν. ελλ. > γαλλ. gastronomie > τουρκ.].
gem = γκέμι, χαλινάρι [πιθ. αντιδ. αρχ. ελλ. κημός ("στομίς τω χαλινώ εμφερής", Ησύχ., πβ. Ξεν. Ιππ. 5, 3) > τουρκ. > νεοελλ. γκέμι].
genetik = γενετικός [ελλ. > γαλλ. génétique > τουρκ.].
geometri = γεωμετρία [αρχ. ελλ. > γαλλ. géométrie > τουρκ.].
geometrik = γεωμετρικός [αρχ. ελλ. > γαλλ. géométrique > τουρκ.].
gitar = κιθάρα [αρχ. ελλ. > γαλλ. guitare > τουρκ.].
glikoz = γλυκόζη [ελλ. > γαλλ. glycose > τουρκ.].
gliserin = γλυκερίνη [ελλ. > γαλλ. glycérine > τουρκ.].
gondol = γόνδολα [πιθ. αντιδ. μεσν. ελλ. κοντούρα > ιταλ. gondola > τουρκ., νεοελλ.].
gönder = κοντάρι [μετγν. ελλ. κοντάριον, υποκορ. του αρχ. ελλ. κοντός > μεσν. ελλ. κοντάρι(ν) > τουρκ.].
gönye = γωνία, τρίγωνο, γνώμονας [αρχ. ελλ. γωνία > τουρκ.].
grafik = γραφικός [αρχ. ελλ. > γαλλ. graphique > τουρκ.].
grafit = γραφίτης [αντιδ. αρχ. ελλ. γράφω > γαλλ. graphite > τουρκ., νεοελλ.].
grafolog = γραφολόγος [ελλ. > γαλλ. graphologue > τουρκ.].
grafoloji = γραφολογία [ελλ. > γαλλ. graphologie > τουρκ.].
gram = γραμμάριο [μετγν. ελλ. > γαλλ. gramme > τουρκ.].
gramer = γραμματική [αρχ. ελλ. > γαλλ. grammaire > τουρκ.].
gramofon = γραμμόφωνο [ελλ. > γαλλ. gramophone > τουρκ.].
grotesk = γκροτέσκο [αρχ. ελλ. κρύπτη > λατ. crypta > ιταλ. grotta > ιταλ. grottesca > γαλλ. grotesque > τουρκ.].
gübre = κοπριά [αρχ. ελλ. κοπρία > τουρκ.].
güderi = δέρμα κατσίκας [μεσν. ελλ. κωδάριον, υποκορ. του αρχ. ελλ. κώδιον (= προβιά, δέρμα προβάτου) > τουρκ.].
güğüm = γκιούμι, μεταλλικό κανάτι [Τα ελληνικά ετυμολογικά λεξικά θεωρούν τη λέξη τουρκική. Σύμφωνα με το online λεξικό του Ιδρύματος τουρκικής γλώσσας είναι ελληνική η λέξη. Πιθανώς θεωρεί ότι προέρχεται από το μεσν. ελλ. κουκούμιον, υποκορ. του λατ. cucuma (= λέβης, καζάνι)].
gam = γκάμμα [αντιδ. αρχ. ελλ. γάμμα > ιταλ. gammα, γαλλ. gamme > τουρκ., νεοελλ.].
gamet = γαμέτης [αντιδ. αρχ. ελλ. γαμέτης > γαλλ. gamète > τουρκ., νεοελλ.].
gangren = βλ. kangren
gargara = γαργάρα [νεοελλ. γαργάρα > τουρκ.].
gastrit = γαστρίτιδα [ελλ. > γαλλ. gastrite > τουρκ.].
gastronom = γαστρονόμος [νεοελλ. > γαλλ. gastronome > τουρκ.].
gastronomi = γαστρονομία [μετγν. ελλ. > γαλλ. gastronomie > τουρκ.].
gem = γκέμι, χαλινάρι [πιθ. αντιδ. αρχ. ελλ. κημός ("στομίς τω χαλινώ εμφερής", Ησύχ., πβ. Ξεν. Ιππ. 5, 3) > τουρκ. > νεοελλ. γκέμι].
genetik = γενετικός [ελλ. > γαλλ. génétique > τουρκ.].
geometri = γεωμετρία [αρχ. ελλ. > γαλλ. géométrie > τουρκ.].
geometrik = γεωμετρικός [αρχ. ελλ. > γαλλ. géométrique > τουρκ.].
gitar = κιθάρα [αρχ. ελλ. > γαλλ. guitare > τουρκ.].
glikoz = γλυκόζη [ελλ. > γαλλ. glycose > τουρκ.].
gliserin = γλυκερίνη [ελλ. > γαλλ. glycérine > τουρκ.].
gondol = γόνδολα [πιθ. αντιδ. μεσν. ελλ. κοντούρα > ιταλ. gondola > τουρκ., νεοελλ.].
gönder = κοντάρι [μετγν. ελλ. κοντάριον, υποκορ. του αρχ. ελλ. κοντός > μεσν. ελλ. κοντάρι(ν) > τουρκ.].
gönye = γωνία, τρίγωνο, γνώμονας [αρχ. ελλ. γωνία > τουρκ.].
grafik = γραφικός [αρχ. ελλ. > γαλλ. graphique > τουρκ.].
grafit = γραφίτης [αντιδ. αρχ. ελλ. γράφω > γαλλ. graphite > τουρκ., νεοελλ.].
grafolog = γραφολόγος [ελλ. > γαλλ. graphologue > τουρκ.].
grafoloji = γραφολογία [ελλ. > γαλλ. graphologie > τουρκ.].
gram = γραμμάριο [μετγν. ελλ. > γαλλ. gramme > τουρκ.].
gramer = γραμματική [αρχ. ελλ. > γαλλ. grammaire > τουρκ.].
gramofon = γραμμόφωνο [ελλ. > γαλλ. gramophone > τουρκ.].
grotesk = γκροτέσκο [αρχ. ελλ. κρύπτη > λατ. crypta > ιταλ. grotta > ιταλ. grottesca > γαλλ. grotesque > τουρκ.].
gübre = κοπριά [αρχ. ελλ. κοπρία > τουρκ.].
güderi = δέρμα κατσίκας [μεσν. ελλ. κωδάριον, υποκορ. του αρχ. ελλ. κώδιον (= προβιά, δέρμα προβάτου) > τουρκ.].
güğüm = γκιούμι, μεταλλικό κανάτι [Τα ελληνικά ετυμολογικά λεξικά θεωρούν τη λέξη τουρκική. Σύμφωνα με το online λεξικό του Ιδρύματος τουρκικής γλώσσας είναι ελληνική η λέξη. Πιθανώς θεωρεί ότι προέρχεται από το μεσν. ελλ. κουκούμιον, υποκορ. του λατ. cucuma (= λέβης, καζάνι)].
H : χε
halat = καραβόσκοινο, παλαμάρι [αρχ. ελλ. καλώδιον, υποκορ. του κάλως (= σκοινί) > τουρκ.].
hale = άλως, φωτεινός δακτύλιος γύρω από τη σελήνη [αρχ. ελλ. άλως (= αλώνι) > αραβ. > τουρκ.].
halka = χαλκάς [αντιδ. αρχ. ελλ. χαλκός > αραβ. > τουρκ. halka > νεοελλ. χαλκάς].
halter = αλτήρας [αρχ. ελλ. αλτήρ > γαλλ. haltère > τουρκ.].
hani = χάννος (ιχθ.) [αρχ. ελλ. χάννα/-η > τουρκ.].
harharyas = καρχαρίας [αρχ. ελλ. > τουρκ.].
harita, harta = χάρτης [αρχ. ελλ. > αραβ. > τουρκ.].
harmoni, armoni = αρμονία [αρχ. ελλ. > γαλλ. harmonie > τουρκ.].
harmonyum = αρμόνιο [αντιδ. αρχ. ελλ. αρμονία > λατ. harmonia > αγγλ., γαλλ. harmonium > τουρκ., νεοελλ.].
haydi = άντε, άιντε [αρχ. ελλ. άγετε > νεοελλ. άιντε > τουρκ.].
hedonizm = ηδονισμός [ελλ. > γαλλ. hédonisme > τουρκ.].
hegemonya = ηγεμονία [αρχ. ελλ. > τουρκ.].
hektar = εκτάριο [αντιδ. αρχ. ελλ. εκατόν + γαλλ. -are > γαλλ. hectare > τουρκ., νεοελλ.].
hektogram = εκατό γραμμάρια [αρχ. ελλ. εκατόν + γραμμάριον > γαλλ. hectogramme > τουρκ.].
hektolitre = εκατόλιτρο [ελλ. > γαλλ. hectolitre > τουρκ.].
hektometre = εκατόμετρο [ελλ. > γαλλ. hektomètre > τουρκ.].
helezon = έλικας, κοχλίας [αρχ. ελλ. ελίσσων, μετχ. του ελίσσω > αραβ. > τουρκ.].
helikoit = ελικοειδής [μετγν. ελλ. > γαλλ. hélicoïde > τουρκ.].
helikopter = ελικόπτερο [ελλ. > γαλλ. hélicoptère > τουρκ.].
helis = έλικας (μαθ.) [αρχ. ελλ. έλιξ > γαλλ. hélice > τουρκ.].
helyoterapi = ηλιοθεραπεία [ελλ. > γαλλ. héliothérapie > τουρκ.].
hematit = αιματίτης (λιθ.) [αρχ. ελλ. > γαλλ. hématite > τουρκ.].
hematoloji = αιματολογία [ελλ. > γαλλ. hématologie > τουρκ.].
hematolojik = αιματολογικός [ελλ. > γαλλ. hématologique > τουρκ.].
hemofili = αιμοφιλία [ελλ. > γαλλ. hémophilie > τουρκ.].
hemoroit = αιμορροΐδες [αρχ. ελλ. > αγγλ. hemorroid > τουρκ.].
hepatit = ηπατίτιδα [αρχ. ελλ. ηπατίτις > γαλλ. hépatite > τουρκ.].
hale = άλως, φωτεινός δακτύλιος γύρω από τη σελήνη [αρχ. ελλ. άλως (= αλώνι) > αραβ. > τουρκ.].
halka = χαλκάς [αντιδ. αρχ. ελλ. χαλκός > αραβ. > τουρκ. halka > νεοελλ. χαλκάς].
halter = αλτήρας [αρχ. ελλ. αλτήρ > γαλλ. haltère > τουρκ.].
hani = χάννος (ιχθ.) [αρχ. ελλ. χάννα/-η > τουρκ.].
harharyas = καρχαρίας [αρχ. ελλ. > τουρκ.].
harita, harta = χάρτης [αρχ. ελλ. > αραβ. > τουρκ.].
harmoni, armoni = αρμονία [αρχ. ελλ. > γαλλ. harmonie > τουρκ.].
harmonyum = αρμόνιο [αντιδ. αρχ. ελλ. αρμονία > λατ. harmonia > αγγλ., γαλλ. harmonium > τουρκ., νεοελλ.].
haydi = άντε, άιντε [αρχ. ελλ. άγετε > νεοελλ. άιντε > τουρκ.].
hedonizm = ηδονισμός [ελλ. > γαλλ. hédonisme > τουρκ.].
hegemonya = ηγεμονία [αρχ. ελλ. > τουρκ.].
hektar = εκτάριο [αντιδ. αρχ. ελλ. εκατόν + γαλλ. -are > γαλλ. hectare > τουρκ., νεοελλ.].
hektogram = εκατό γραμμάρια [αρχ. ελλ. εκατόν + γραμμάριον > γαλλ. hectogramme > τουρκ.].
hektolitre = εκατόλιτρο [ελλ. > γαλλ. hectolitre > τουρκ.].
hektometre = εκατόμετρο [ελλ. > γαλλ. hektomètre > τουρκ.].
helezon = έλικας, κοχλίας [αρχ. ελλ. ελίσσων, μετχ. του ελίσσω > αραβ. > τουρκ.].
helikoit = ελικοειδής [μετγν. ελλ. > γαλλ. hélicoïde > τουρκ.].
helikopter = ελικόπτερο [ελλ. > γαλλ. hélicoptère > τουρκ.].
helis = έλικας (μαθ.) [αρχ. ελλ. έλιξ > γαλλ. hélice > τουρκ.].
helyoterapi = ηλιοθεραπεία [ελλ. > γαλλ. héliothérapie > τουρκ.].
hematit = αιματίτης (λιθ.) [αρχ. ελλ. > γαλλ. hématite > τουρκ.].
hematoloji = αιματολογία [ελλ. > γαλλ. hématologie > τουρκ.].
hematolojik = αιματολογικός [ελλ. > γαλλ. hématologique > τουρκ.].
hemofili = αιμοφιλία [ελλ. > γαλλ. hémophilie > τουρκ.].
hemoroit = αιμορροΐδες [αρχ. ελλ. > αγγλ. hemorroid > τουρκ.].
hepatit = ηπατίτιδα [αρχ. ελλ. ηπατίτις > γαλλ. hépatite > τουρκ.].
herek = πάσσαλος για τη στήριξη αναρριχώμενων φυτών, φούρκα [αρχ. ελλ. χάραξ (= στήριγμα των κλημάτων, πάσσαλος) > τουρκ.].
heterodoks = ετερόδοξος [μετγν. ελλ. > γαλλ. hétérodoxe > τουρκ.].
heterogen = ετερογενής [αρχ. ελλ. > γαλλ. heterojen > τουρκ.].
heyula = η ύλη, το χάος [αρχ. ελλ. ύλη > αραβ. > τουρκ.].
hıristiyan = βλ. hristiyan
hidrodinamik = υδροδυναμική [ελλ. > γαλλ. hydrodynamique > τουρκ.].
hidroelektrik = υδροηλεκτρικός [ελλ. > γαλλ. hydro-électrique > τουρκ.].
hidrofil = υδρόφιλος [ελλ. > γαλλ. hydrophile > τουρκ.].
hidrofor = υδροφόρος [αρχ. ελλ. > γαλλ. hydrophore > τουρκ.].
hidrografi = υδρογραφία [ελλ. > γαλλ. hydrographie > τουρκ.].
hidrojen = υδρογόνο [ελλ. > γαλλ. hydorogène > τουρκ.].
hidroksil = υδροξύλιο [ελλ. > γαλλ. hydroxile > τουρκ.].
hidroksit = υδροξίδιο [ελλ. > γαλλ. hydroxide > τουρκ.].
hidroliz = υδρόλυση [ελλ. > γαλλ. hydrolyse > τουρκ.].
hidroloji = υδρολογία [ελλ. > γαλλ. hydrologie > τουρκ.].
hidrometre = υδρόμετρο [ελλ. > γαλλ. hydromètre > τουρκ.].
hidrosfer = υδρόσφαιρα [ελλ. > γαλλ. hydrosphère > τουρκ.].
hidroskopi = υδροσκοπία [μετγν. ελλ. > γαλλ. hydroscopie > τουρκ.].
hidrostatik = υδροστατική [ελλ. > γαλλ. hydrostatique > τουρκ.].
hidroterapi = υδροθεραπεία [ελλ. > γαλλ. hydrothérapie > τουρκ.].
higrometre = υγρόμετρο [μετγν. ελλ. > γαλλ. hygromètre > τουρκ.].
higroskop = υγροσκόπιο [ελλ. > γαλλ. hygroscope > τουρκ.].
hijyen = υγιεινή (ουσ.), υγιεινός [αρχ. ελλ. υγιεινός > γαλλ. hygiène > τουρκ.].
hilozoizm = υλοζωισμός [ελλ. > γαλλ. hylozoïsme > τουρκ.].
himen = παρθενικός υμένας [αρχ. ελλ. υμήν > γαλλ. hymen > τουρκ.].
hiperbol = υπερβολή (μαθ.) [αρχ. ελλ. > γαλλ. hyperbole > τουρκ.].
hiperbolik = υπερβολικός (μαθ.) [μετγν. ελλ. > γαλλ. hyperbolique > τουρκ.].
hiperboloit = υπερβολοειδής (μαθ.) [ελλ. > γαλλ. hyperboloïde > τουρκ.].
hipermetrop = υπερμέτρωψ [ελλ. > γαλλ. hypermétrope > τουρκ.].
hipnoz = ύπνωση [ελλ. > γαλλ. hypnose > τουρκ.].
hipodrom = ιππόδρομος [αρχ. ελλ. > γαλλ. hippodrome > τουρκ.].
hipofiz = υπόφυση [μετγν. ελλ. > γαλλ. hypophyse > τουρκ.].
hipopotam = ιπποπόταμος [μετγν. ελλ. > γαλλ. hippopotame > τουρκ.].
hipostaz = υπόσταση [αρχ. ελλ. > γαλλ. hypostase > τουρκ.].
hipotenüs = υποτείνουσα [αρχ. ελλ. > γαλλ. hypoténuse > τουρκ.].
hipotetik = υποθετικός [μετγν. ελλ. > γαλλ. hypothétique > τουρκ.].
hipotez = υπόθεση [αρχ. ελλ. > γαλλ. hypothèse > τουρκ.].
histerezis = καθυστέρηση τοκετού [αρχ. ελλ. υστέρησις > γαλλ. hystérésis > τουρκ.].
histeri = υστερία [αντιδ. αρχ. ελλ. υστέρα (= μήτρα) > γαλλ. hystérie > νεοελλ., τουρκ.].
hiyerarşi = ιεράρχηση [μεσν. ελλ. > γαλλ. hiérarchie > τουρκ.].
hiyeroglif = ιερογλυφικά [μετγν. ελλ. > γαλλ. hiéroglyphe > τουρκ.].
homojen = ομογενής [αρχ. ελλ. > γαλλ. homogène > τουρκ.].
homolog = ομόλογος [αρχ. ελλ. > γαλλ. homologue > τουρκ.].
homonim = ομώνυμος [αρχ. ελλ. > γαλλ. homonyme > τουρκ.].
homoteti = ομοιοθεσία (γεωμ.) [ελλ. > γαλλ. homothétie > τουρκ.].
hora = κυκλικός χορός [αρχ. ελλ. χορεία > τουρκ.].
hormon = ορμόνη [αντιδ. αρχ. ελλ. ορμώ > γαλλ. hormone > τουρκ., νεοελλ.].
horon = γενική ονομασία ποντιακών χορών [αρχ. ελλ. χορόν, αιτ. του χορός > τουρκ.].
hoyrat = χωριάτης, άξεστος [μεσν. ελλ. > τουρκ., με αντιμετάθεση].
hristiyan = χριστιανός [μετγν. ελλ. > τουρκ.].
huni = χωνί [μεσν. ελλ. χωνίον, υποκορ. του αρχ. ελλ. χώνη > νεοελλ. > τουρκ.].
heterodoks = ετερόδοξος [μετγν. ελλ. > γαλλ. hétérodoxe > τουρκ.].
heterogen = ετερογενής [αρχ. ελλ. > γαλλ. heterojen > τουρκ.].
heyula = η ύλη, το χάος [αρχ. ελλ. ύλη > αραβ. > τουρκ.].
hıristiyan = βλ. hristiyan
hidrodinamik = υδροδυναμική [ελλ. > γαλλ. hydrodynamique > τουρκ.].
hidroelektrik = υδροηλεκτρικός [ελλ. > γαλλ. hydro-électrique > τουρκ.].
hidrofil = υδρόφιλος [ελλ. > γαλλ. hydrophile > τουρκ.].
hidrofor = υδροφόρος [αρχ. ελλ. > γαλλ. hydrophore > τουρκ.].
hidrografi = υδρογραφία [ελλ. > γαλλ. hydrographie > τουρκ.].
hidrojen = υδρογόνο [ελλ. > γαλλ. hydorogène > τουρκ.].
hidroksil = υδροξύλιο [ελλ. > γαλλ. hydroxile > τουρκ.].
hidroksit = υδροξίδιο [ελλ. > γαλλ. hydroxide > τουρκ.].
hidroliz = υδρόλυση [ελλ. > γαλλ. hydrolyse > τουρκ.].
hidroloji = υδρολογία [ελλ. > γαλλ. hydrologie > τουρκ.].
hidrometre = υδρόμετρο [ελλ. > γαλλ. hydromètre > τουρκ.].
hidrosfer = υδρόσφαιρα [ελλ. > γαλλ. hydrosphère > τουρκ.].
hidroskopi = υδροσκοπία [μετγν. ελλ. > γαλλ. hydroscopie > τουρκ.].
hidrostatik = υδροστατική [ελλ. > γαλλ. hydrostatique > τουρκ.].
hidroterapi = υδροθεραπεία [ελλ. > γαλλ. hydrothérapie > τουρκ.].
higrometre = υγρόμετρο [μετγν. ελλ. > γαλλ. hygromètre > τουρκ.].
higroskop = υγροσκόπιο [ελλ. > γαλλ. hygroscope > τουρκ.].
hijyen = υγιεινή (ουσ.), υγιεινός [αρχ. ελλ. υγιεινός > γαλλ. hygiène > τουρκ.].
hilozoizm = υλοζωισμός [ελλ. > γαλλ. hylozoïsme > τουρκ.].
himen = παρθενικός υμένας [αρχ. ελλ. υμήν > γαλλ. hymen > τουρκ.].
hiperbol = υπερβολή (μαθ.) [αρχ. ελλ. > γαλλ. hyperbole > τουρκ.].
hiperbolik = υπερβολικός (μαθ.) [μετγν. ελλ. > γαλλ. hyperbolique > τουρκ.].
hiperboloit = υπερβολοειδής (μαθ.) [ελλ. > γαλλ. hyperboloïde > τουρκ.].
hipermetrop = υπερμέτρωψ [ελλ. > γαλλ. hypermétrope > τουρκ.].
hipnoz = ύπνωση [ελλ. > γαλλ. hypnose > τουρκ.].
hipodrom = ιππόδρομος [αρχ. ελλ. > γαλλ. hippodrome > τουρκ.].
hipofiz = υπόφυση [μετγν. ελλ. > γαλλ. hypophyse > τουρκ.].
hipopotam = ιπποπόταμος [μετγν. ελλ. > γαλλ. hippopotame > τουρκ.].
hipostaz = υπόσταση [αρχ. ελλ. > γαλλ. hypostase > τουρκ.].
hipotenüs = υποτείνουσα [αρχ. ελλ. > γαλλ. hypoténuse > τουρκ.].
hipotetik = υποθετικός [μετγν. ελλ. > γαλλ. hypothétique > τουρκ.].
hipotez = υπόθεση [αρχ. ελλ. > γαλλ. hypothèse > τουρκ.].
histerezis = καθυστέρηση τοκετού [αρχ. ελλ. υστέρησις > γαλλ. hystérésis > τουρκ.].
histeri = υστερία [αντιδ. αρχ. ελλ. υστέρα (= μήτρα) > γαλλ. hystérie > νεοελλ., τουρκ.].
hiyerarşi = ιεράρχηση [μεσν. ελλ. > γαλλ. hiérarchie > τουρκ.].
hiyeroglif = ιερογλυφικά [μετγν. ελλ. > γαλλ. hiéroglyphe > τουρκ.].
homojen = ομογενής [αρχ. ελλ. > γαλλ. homogène > τουρκ.].
homolog = ομόλογος [αρχ. ελλ. > γαλλ. homologue > τουρκ.].
homonim = ομώνυμος [αρχ. ελλ. > γαλλ. homonyme > τουρκ.].
homoteti = ομοιοθεσία (γεωμ.) [ελλ. > γαλλ. homothétie > τουρκ.].
hora = κυκλικός χορός [αρχ. ελλ. χορεία > τουρκ.].
hormon = ορμόνη [αντιδ. αρχ. ελλ. ορμώ > γαλλ. hormone > τουρκ., νεοελλ.].
horon = γενική ονομασία ποντιακών χορών [αρχ. ελλ. χορόν, αιτ. του χορός > τουρκ.].
hoyrat = χωριάτης, άξεστος [μεσν. ελλ. > τουρκ., με αντιμετάθεση].
hristiyan = χριστιανός [μετγν. ελλ. > τουρκ.].
huni = χωνί [μεσν. ελλ. χωνίον, υποκορ. του αρχ. ελλ. χώνη > νεοελλ. > τουρκ.].
I : ι άφωνο
ığrıp = γρίπος, αλιευτικό μέσο [μετγν. ελλ. γρίπος > τουρκ.].
ıklim = βλ. iklim
ırgat = εργάτης [αρχ. ελλ. > τουρκ.].
ırıp = βλ. ığrıp
ıskara = βλ. ızgara
ıskarmoz = σκαρμός, σκαλμός || είδος ψαριού [αρχ. ελλ. σκαλμός > μεσν. ελλ. σκαρμός > ιταλ. scarmo > τουρκ.].
ıspazmoz = σπασμός [αρχ. ελλ. > τουρκ.].
ıstakoz = αστακός [μεσν. ελλ. > τουρκ.].
ıstar = ιστός, υφαντικό εργαλείο [μετγν. ελλ. ιστάριον, υποκορ. του αρχ. ελλ. ιστός > τουρκ.].
ıstavroz = βλ. istavroz
ızgara = σχάρα [μετγν. ελλ. > τουρκ.].
ıklim = βλ. iklim
ırgat = εργάτης [αρχ. ελλ. > τουρκ.].
ırıp = βλ. ığrıp
ıskara = βλ. ızgara
ıskarmoz = σκαρμός, σκαλμός || είδος ψαριού [αρχ. ελλ. σκαλμός > μεσν. ελλ. σκαρμός > ιταλ. scarmo > τουρκ.].
ıspazmoz = σπασμός [αρχ. ελλ. > τουρκ.].
ıstakoz = αστακός [μεσν. ελλ. > τουρκ.].
ıstar = ιστός, υφαντικό εργαλείο [μετγν. ελλ. ιστάριον, υποκορ. του αρχ. ελλ. ιστός > τουρκ.].
ıstavroz = βλ. istavroz
ızgara = σχάρα [μετγν. ελλ. > τουρκ.].
İ : ι
idea = ιδέα [αρχ. ελλ. > τουρκ.].
ideal = ιδεώδης [αρχ. ελλ. ιδέα > γαλλ. idéal > τουρκ.].
idealist = ιδεαλιστής [ελλ. > γαλλ. idéaliste > τουρκ.].
idealizm = ιδεαλισμός [ελλ. > γαλλ. idéalisme > τουρκ.].
ideolog = ιδεολόγος [ελλ. > γαλλ. idéologue > τουρκ.].
ideoloji = ιδεολογία [ελλ. > γαλλ. idéologie > τουρκ.].
ideolojik = ιδεολογικός [ελλ. > γαλλ. idéologique > τουρκ.].
idil = ειδύλλιο (φιλ.) [μετγν. ελλ. > γαλλ. idylle > τουρκ.].
idiopati = ιδιοπάθεια [μετγν. ελλ. > γαλλ. idiopathie > τουρκ.].
idol = είδωλο [αρχ. ελλ. > λατ. idolum > γαλλ. idole > τουρκ.].
iklim = κλίμα [αρχ. ελλ. > τουρκ.].
ikon = θρησκευτική εικόνα [αρχ. ελλ. εικών > γαλλ. icône > τουρκ.].
ikonografi = εικονογραφία, μελέτη και ανάλυση των εικόνων [μετγν. ελλ. εικονογραφία > γαλλ. iconographie > τουρκ.].
iksir = ελιξήριο [μετγν. ελλ. ξηρίον (= σκόνη επουλωτική τραυμάτων) > αραβ. > τουρκ. Το νεοελλ. ελιξήριο είναι αντιδ. μέσου ξένου όρου, αγγλ. elixir, γαλλ. élixir].
ilistir = διυλιστήριο, φίλτρο [αρχ. ελλ. διυλίζω > μεσν. ελλ. διυλιστήριον > τουρκ.].
imbat = μπάτης, θαλασσινός αέρας [μετγν. ελλ. εμβάτης > τουρκ. Η ετυμολογία αυτή δεν είναι πιθανή, διότι η λ. εμβάτης σημαίνει είδος υποδήματος και μόνο κυριολεκτικά μπορεί να σημαίνει αυτόν που εισέρχεται κάπου, στην προκειμένη περίπτωση τον άνεμο που κατευθύνεται προς την ξηρά προερχόμενος από τη θάλασσα. Μια άλλη ετυμολογία που συνδέει τη λ. μπάτης με την τουρκ. λ. batı (= δύση) είναι προϊόν προφανώς παρετυμολογίας, διότι δύση και μπάτης τυχαία μόνο σχέση έχουν. Μια τρίτη πιθανότερη πρόταση είναι η σύνδεση της λ. με το ιταλ. vènto d' imbatto (= θαλασσινός άνεμος προς την ξηρά). Κατά συνέπεια το νεοελλ. μπάτης προέρχεται είτε από το τουρκ. imbat ή το ιταλ. imbatto].
incil = Ευαγγέλιο [αρχ. ελλ. ευαγγέλιον > αραβ. > τουρκ.].
inorganik = ανόργανος [μετγν. ελλ. > γαλλ. inorganique > τουρκ.].
ipotek = υποθήκη [αρχ. ελλ. > γαλλ. hypothèque > τουρκ.].
ipotetik = υποθετικός [μετγν. ελλ. > γαλλ. hypothétique > τουρκ.].
ipotez = βλ. hipotez
iridyum = ιρίδιο [ελλ. > γαλλ. iridium > τουρκ.].
iris = ίριδα [αντιδ. αρχ. ελλ. ίρις > γαλλ. iris > τουρκ., νεοελλ.].
ironi = ειρωνεία [αρχ. ελλ. > γαλλ. ironie > τουρκ.].
ironik = ειρωνικός [αρχ. ελλ. > γαλλ. ironique > τουρκ.].
isfenks = βλ. sfenks
isfendan = σφεντάμι, είδος δένδρου [μετγν. ελλ. σφένδαμνος > περσ. > τουρκ.].
iskelet = σκελετός [αρχ. ελλ. > γαλλ. squelette > τουρκ.].
iskete = σκαθί, είδος πουλιού [αρχ. ελλ. σκανθίον > νεοελλ. σκαθί > τουρκ.].
iskolâstik = βλ. skolastik
iskorpit = σκορπίδι (ιχθ.) [μετγν. ελλ. σκορπίδιον > τουρκ.].
ispari = σπάρος (ιχθ.) [αρχ. ελλ. > τουρκ.].
ispati = σπαθί (χαρτοπ.) [μετγν. ελλ. σπαθίον > τουρκ.].
ispinoz = σπίνος [αρχ. ελλ. > τουρκ.].
istalâgmit = βλ. stalagmit
istalâktit = βλ. stalaktit
Istanbul = Κωνσταντινούπολη [αρχ. ελλ. εις την πόλιν > τουρκ.].
istavrit = σαυρίδι [μετγν. ελλ. σαυρίδιον > τουρκ.].
istavroz = σταυρός [αρχ. ελλ. > τουρκ.].
isteri = υστερία [αντιδ. αρχ. ελλ. υστέρα > γαλλ. hystérie > τουρκ., νεοελλ.].
istif = στοίβα [αρχ. ελλ. στοιβή > μετγν. ελλ. στοιβάζω > νεοελλ. στοίβα > τουρκ.].
istiridye = στρείδι [μεσν. ελλ. οστρείδιον > τουρκ.].
istoacılık = βλ. stoacılık
istrongilos = σμαρίδα (ιχθ.) [μεσν. ελλ. στρογγυλός > τουρκ.].
iyon = ιόν (φυσ. χημ.) [αντιδ. αρχ. ελλ. > γαλλ. ion > τουρκ., νεοελλ.].
iyot = ιώδιο [αντιδ. αρχ. ελλ. ιώδης, ίον > γαλλ. iode > τουρκ., νεοελλ.].
izmarit = σμαρίδι (ιχθ.) || αποτσίγαρο, γώπα (που είναι και είδος ψαριού) [αρχ. ελλ. σμαρίς > τουρκ.].
izobar = ισοβαρής [αρχ. ελλ. > γαλλ. isobare > τουρκ.].
izohips = ισοϋψής [αρχ. ελλ. > γαλλ. isohypse > τουρκ.].
izomeri = ισομέρεια (χημ.) [ελλ. > γαλλ. isomérie > τουρκ.].
izotop = ισότοπο (φυσ.) [ελλ. > γαλλ. isotope > τουρκ.].
ideal = ιδεώδης [αρχ. ελλ. ιδέα > γαλλ. idéal > τουρκ.].
idealist = ιδεαλιστής [ελλ. > γαλλ. idéaliste > τουρκ.].
idealizm = ιδεαλισμός [ελλ. > γαλλ. idéalisme > τουρκ.].
ideolog = ιδεολόγος [ελλ. > γαλλ. idéologue > τουρκ.].
ideoloji = ιδεολογία [ελλ. > γαλλ. idéologie > τουρκ.].
ideolojik = ιδεολογικός [ελλ. > γαλλ. idéologique > τουρκ.].
idil = ειδύλλιο (φιλ.) [μετγν. ελλ. > γαλλ. idylle > τουρκ.].
idiopati = ιδιοπάθεια [μετγν. ελλ. > γαλλ. idiopathie > τουρκ.].
idol = είδωλο [αρχ. ελλ. > λατ. idolum > γαλλ. idole > τουρκ.].
iklim = κλίμα [αρχ. ελλ. > τουρκ.].
ikon = θρησκευτική εικόνα [αρχ. ελλ. εικών > γαλλ. icône > τουρκ.].
ikonografi = εικονογραφία, μελέτη και ανάλυση των εικόνων [μετγν. ελλ. εικονογραφία > γαλλ. iconographie > τουρκ.].
iksir = ελιξήριο [μετγν. ελλ. ξηρίον (= σκόνη επουλωτική τραυμάτων) > αραβ. > τουρκ. Το νεοελλ. ελιξήριο είναι αντιδ. μέσου ξένου όρου, αγγλ. elixir, γαλλ. élixir].
ilistir = διυλιστήριο, φίλτρο [αρχ. ελλ. διυλίζω > μεσν. ελλ. διυλιστήριον > τουρκ.].
imbat = μπάτης, θαλασσινός αέρας [μετγν. ελλ. εμβάτης > τουρκ. Η ετυμολογία αυτή δεν είναι πιθανή, διότι η λ. εμβάτης σημαίνει είδος υποδήματος και μόνο κυριολεκτικά μπορεί να σημαίνει αυτόν που εισέρχεται κάπου, στην προκειμένη περίπτωση τον άνεμο που κατευθύνεται προς την ξηρά προερχόμενος από τη θάλασσα. Μια άλλη ετυμολογία που συνδέει τη λ. μπάτης με την τουρκ. λ. batı (= δύση) είναι προϊόν προφανώς παρετυμολογίας, διότι δύση και μπάτης τυχαία μόνο σχέση έχουν. Μια τρίτη πιθανότερη πρόταση είναι η σύνδεση της λ. με το ιταλ. vènto d' imbatto (= θαλασσινός άνεμος προς την ξηρά). Κατά συνέπεια το νεοελλ. μπάτης προέρχεται είτε από το τουρκ. imbat ή το ιταλ. imbatto].
incil = Ευαγγέλιο [αρχ. ελλ. ευαγγέλιον > αραβ. > τουρκ.].
inorganik = ανόργανος [μετγν. ελλ. > γαλλ. inorganique > τουρκ.].
ipotek = υποθήκη [αρχ. ελλ. > γαλλ. hypothèque > τουρκ.].
ipotetik = υποθετικός [μετγν. ελλ. > γαλλ. hypothétique > τουρκ.].
ipotez = βλ. hipotez
iridyum = ιρίδιο [ελλ. > γαλλ. iridium > τουρκ.].
iris = ίριδα [αντιδ. αρχ. ελλ. ίρις > γαλλ. iris > τουρκ., νεοελλ.].
ironi = ειρωνεία [αρχ. ελλ. > γαλλ. ironie > τουρκ.].
ironik = ειρωνικός [αρχ. ελλ. > γαλλ. ironique > τουρκ.].
isfenks = βλ. sfenks
isfendan = σφεντάμι, είδος δένδρου [μετγν. ελλ. σφένδαμνος > περσ. > τουρκ.].
iskelet = σκελετός [αρχ. ελλ. > γαλλ. squelette > τουρκ.].
iskete = σκαθί, είδος πουλιού [αρχ. ελλ. σκανθίον > νεοελλ. σκαθί > τουρκ.].
iskolâstik = βλ. skolastik
iskorpit = σκορπίδι (ιχθ.) [μετγν. ελλ. σκορπίδιον > τουρκ.].
ispari = σπάρος (ιχθ.) [αρχ. ελλ. > τουρκ.].
ispati = σπαθί (χαρτοπ.) [μετγν. ελλ. σπαθίον > τουρκ.].
ispinoz = σπίνος [αρχ. ελλ. > τουρκ.].
istalâgmit = βλ. stalagmit
istalâktit = βλ. stalaktit
Istanbul = Κωνσταντινούπολη [αρχ. ελλ. εις την πόλιν > τουρκ.].
istavrit = σαυρίδι [μετγν. ελλ. σαυρίδιον > τουρκ.].
istavroz = σταυρός [αρχ. ελλ. > τουρκ.].
isteri = υστερία [αντιδ. αρχ. ελλ. υστέρα > γαλλ. hystérie > τουρκ., νεοελλ.].
istif = στοίβα [αρχ. ελλ. στοιβή > μετγν. ελλ. στοιβάζω > νεοελλ. στοίβα > τουρκ.].
istiridye = στρείδι [μεσν. ελλ. οστρείδιον > τουρκ.].
istoacılık = βλ. stoacılık
istrongilos = σμαρίδα (ιχθ.) [μεσν. ελλ. στρογγυλός > τουρκ.].
iyon = ιόν (φυσ. χημ.) [αντιδ. αρχ. ελλ. > γαλλ. ion > τουρκ., νεοελλ.].
iyot = ιώδιο [αντιδ. αρχ. ελλ. ιώδης, ίον > γαλλ. iode > τουρκ., νεοελλ.].
izmarit = σμαρίδι (ιχθ.) || αποτσίγαρο, γώπα (που είναι και είδος ψαριού) [αρχ. ελλ. σμαρίς > τουρκ.].
izobar = ισοβαρής [αρχ. ελλ. > γαλλ. isobare > τουρκ.].
izohips = ισοϋψής [αρχ. ελλ. > γαλλ. isohypse > τουρκ.].
izomeri = ισομέρεια (χημ.) [ελλ. > γαλλ. isomérie > τουρκ.].
izotop = ισότοπο (φυσ.) [ελλ. > γαλλ. isotope > τουρκ.].
J : ζε παχύ, όπως το αντίστοιχο γαλλικό
jant = ζάντα [αντιδ. αρχ. δωρ. καμπά > λατ. gamba, camba > γαλλ. jante > τουρκ., νεοελλ.].
jeodezi = γεωδαισία [αρχ. ελλ. > γαλλ. géodésie > τουρκ.].
jeofizik = γεωφυσική [ελλ. > γαλλ. géophysique > τουρκ.].
jeolog = γεωλόγος [ελλ. > γαλλ. géologue > τουρκ.].
jeoloji = γεωλογία [ελλ. > γαλλ. géologie > τουρκ.].
jeolojik = γεωλογικός [ελλ. > γαλλ. géologique > τουρκ.].
jeomorfoloji = γεωμορφολογία [ελλ. > γαλλ. géomorphologie > τουρκ.].
jeomorfolojik = γεωμορφολογικός [ελλ. > γαλλ. géomorphologique > τουρκ.].
jeotermi = γεωθερμία [ελλ. > γαλλ. géothermie > τουρκ.].
jeotermik = γεωθερμικός [ελλ. > γαλλ. géothermique > τουρκ.].
jimnastik = γυμναστική [αρχ. ελλ. > γαλλ. gymnastique > τουρκ.].
jinekoloji = γυναικολογία [ελλ. > γαλλ. gynécologie > τουρκ.].
jinekolojik = γυναικολογικός [ελλ. > γαλλ. gynécologique > τουρκ.].
jeodezi = γεωδαισία [αρχ. ελλ. > γαλλ. géodésie > τουρκ.].
jeofizik = γεωφυσική [ελλ. > γαλλ. géophysique > τουρκ.].
jeolog = γεωλόγος [ελλ. > γαλλ. géologue > τουρκ.].
jeoloji = γεωλογία [ελλ. > γαλλ. géologie > τουρκ.].
jeolojik = γεωλογικός [ελλ. > γαλλ. géologique > τουρκ.].
jeomorfoloji = γεωμορφολογία [ελλ. > γαλλ. géomorphologie > τουρκ.].
jeomorfolojik = γεωμορφολογικός [ελλ. > γαλλ. géomorphologique > τουρκ.].
jeotermi = γεωθερμία [ελλ. > γαλλ. géothermie > τουρκ.].
jeotermik = γεωθερμικός [ελλ. > γαλλ. géothermique > τουρκ.].
jimnastik = γυμναστική [αρχ. ελλ. > γαλλ. gymnastique > τουρκ.].
jinekoloji = γυναικολογία [ελλ. > γαλλ. gynécologie > τουρκ.].
jinekolojik = γυναικολογικός [ελλ. > γαλλ. gynécologique > τουρκ.].
K : κε
kadastro = κτηματολόγιο [μεσν. ελλ. κατάστιχον > ιταλ. catasto > γαλλ. cadastre > τουρκ.].
kadırga = κάτεργο [μετγν. ελλ. > τουρκ.].
kadmiyum = κάδμιο (χημ.) [αντιδ. μετγν. καδμεία (= είδος ορυκτού) > νεολατ. cadmium > γαλλ. cadmium > νεοελλ., τουρκ.].
kafa = κεφάλι [πιθ. αρχ. ελλ. κεφαλή > αραβ. > τουρκ.].
kaka = κόπρανα, κακό, άσχημο (στη γλώσσα των νηπίων) [αρχ. ελλ. κακόν (πβ. αρχ. ελλ. κάκκη = περιττώματα) > τουρκ.].
kakofoni = κακοφωνία [μετγν. ελλ. > γαλλ. cacophonie > τουρκ.].
kaktüs = κάκτος [αρχ. ελλ. > γαλλ. cactus > τουρκ.].
kalamar = καλαμάρι [μετγν. ελλ. καλαμάριον > τουρκ.].
kalamata = ελιές Καλαμάτας [μεσν. ελλ. Καλαμάτα (= πόλη της Πελοποννήσου) > τουρκ.].
kalay = καλάι, κασσίτερος [αντιδ. μετγν. ελλ. κάλαϊς, αγν. ετύμου > τουρκ. > νεοελλ. καλάι].
kalem = μολύβι, καλάμι [αρχ. ελλ. κάλαμος > μετγν. ελλ. καλάμιον > αραβ. > τουρκ.].
kaleydoskop = καλειδοσκόπιο [ελλ. > γαλλ. kaléidoscope > τουρκ.].
kalıp = καλούπι [αντιδ. αρχ. ελλ. καλόπους > αραβ. > τουρκ. > μεσν. ελλ. καλούπιν > νεοελλ.].
kaligrafi = καλλιγραφία [μετγν. ελλ. > γαλλ. calligraphie > τουρκ.].
kalinos = γουλιανός (ιχθ.) [αρχ. ελλ. γλάνις / γλανίς > νεοελλ. γουλιανός > τουρκ.].
kaliptra = καλύπτρα, το προστατευτικό κάλυμμα στην κορυφή της ρίζας των φυτών [αρχ. ελλ. > γαλλ. calyptre > τουρκ.].
kaloma = καλούμπα [αντιδ. αρχ. ελλ. κάλυμμα ή πιθανότερο μετγν. ελλ. χάλασμα (= χαλάρωμα) > ιταλ. caluma > τουρκ., νεοελλ.].
kaloş = βλ. galoş
kama = δίκοπο μαχαίρι [μετγν. ελλ. καμάκιον, υποκορ. του αρχ. ελλ. κάμαξ > νεοελλ. καμάκι > τουρκ. Κατ' άλλη άποψη η λέξη είναι τουρκική].
kamara = καμπίνα πλοίου [αρχ. ελλ. καμάρα, αβέβ. ετύμου > ιταλ. cámera > τουρκ.].
kambur = καμπούρης [αντιδ. αρχ. ελλ. καμπύλος > τουρκ. > νεοελλ. Κατ' άλλη άποψη η λέξη είναι τουρκική].
kameriye = καμάρα, θολωτό στέγαστρο σκεπασμένο με πρασινάδα [αρχ. ελλ. καμάρα, αβέβ. ετύμου > ιταλ. cámera > τουρκ.].
kanaviçe = κανναβάτσο [αντιδ. αρχ. ελλ. κάνναβις > λατ. cannabis > ιταλ. canavaccio > μεσν. ελλ. κανναβάτσον, τουρκ.].
kanca = γάντζος [αντιδ. αρχ. ελλ. γαμψός > βεν. ganzo, ιταλ. gáncio > τουρκ., νεοελλ. Σύμφωνα με το online λεξικό του Ιδρύματος τουρκικής γλώσσας η λέξη είναι ιταλική].
kanepe = καναπές [αντιδ. μετγν. ελλ. κωνωπείον, υποκορ. του αρχ. ελλ. κώνωψ > λατ. conopeum > γαλλ. canapé > νεοελλ. καναπές > τουρκ.].
kangal = σπείρα σύρματος, σωλήνα, σκοινιού κ.λπ. [μετγν. ελλ. κάγχαλος (= κρίκος πόρτας) > νεοελλ. *καγκάλι > τουρκ.].
kangren = γάγγραινα [αρχ. ελλ. > γαλλ. gangrène > τουρκ.].
kanon = κανόνας (μουσ.) [αρχ. ελλ. κανών > γαλλ. canon > τουρκ.].
kantaron = κενταύριο, είδος φυτού [αρχ. ελλ. κενταύρ(ε)ιον > τουρκ.].
kanun = κανόνας || κανονάκι (μουσ.) [αρχ. ελλ. κανών > αραβ. > τουρκ.].
kanuni = κανονικός, νομικός [αρχ. ελλ. κανών > αραβ. > τουρκ.].
kaos = χάος [αρχ. ελλ. > γαλλ. chaos > τουρκ.].
kapari = κάππαρη [αρχ. ελλ. κάππαρις > τουρκ.].
karakoncolos = καλικάντζαρος [αβέβ. ετύμου, πιθ. μετγν. ελλ. καλίγιον (= υπόδημα) > καλίκι + άντζα (= κνήμη) > νεοελλ. καλικάντζαρος > τουρκ. Σύμφωνα με το online λεξικό του Ιδρύματος τουρκικής γλώσσας είναι ελληνική η λέξη].
karakter = χαρακτήρας [αρχ. ελλ. χαρακτήρ > γαλλ. caractère > τουρκ.].
karakteristik = χαρακτηριστικός [μετγν. ελλ. > γαλλ. caractéristique > τουρκ.].
karakteroloji = χαρακτηρολογία [ελλ. > γαλλ. caractérologie > τουρκ.].
karanfil = γαρύφαλλο [αντιδ. μετγν. ελλ. καρυόφυλλον > βεν. garofolo > μεσν. ελλ. γαρύφαλλον > αραβ. > τουρκ.].
karavide, kerevides, kerevit = καραβίδα [μετγν. ελλ. καραβίς > τουρκ.].
kardiyak = καρδιακός [μετγν. ελλ. > γαλλ. cardiaque > τουρκ.].
kardiyograf = καρδιογράφος [ελλ. > γαλλ. cardiographe > τουρκ.].
kardiyografi = καρδιογραφία [ελλ. > γαλλ. cardiographie > τουρκ.].
kardiyogram = καρδιογράφημα [ελλ. > γαλλ. cardiogramme > τουρκ.].
kardiyolog = καρδιολόγος [ελλ. > γαλλ. cardiologue > τουρκ.].
kardiyoloji = καρδιολογία [ελλ. > γαλλ. cardiologie > τουρκ.].
kardiyolojik = καρδιολογικός [ελλ. > γαλλ. cardiologique > τουρκ.].
kardiyopati = καρδιοπάθεια [ελλ. > γαλλ. cardiopathie > τουρκ.].
kardiyoskleroz = καρδιοσκλήρυνση [ελλ. > γαλλ. cardiosclérose > τουρκ.].
kardiyoskop = καρδιοσκόπιο [ελλ. > γαλλ. cardioscope > τουρκ.].
kardiyoskopi = καρδιοσκοπία [ελλ. > γαλλ. cardioscopie > τουρκ.].
karfiçe = καρφίτσα [αρχ. ελλ. κάρφος > μετγν. ελλ. καρφίον > νεοελλ. καρφίτσα > τουρκ.].
karides = γαρίδα [αρχ. ελλ. καρίς > τουρκ.].
karizma = χάρισμα [μετγν. ελλ. > γαλλ. charisme > τουρκ.].
karizmatik = χαρισματικός [ελλ. > γαλλ. charismatique > τουρκ.].
karnabahar = κουνουπίδι [πιθ. αρχ. ελλ. κράμβη + περσ. behar (= άνοιξη) > τουρκ. Σύμφωνα με το online λεξικό του Ιδρύματος τουρκικής γλώσσας η λέξη είναι σύνθετη, ελληνική και περσική].
karnabit = κουνουπίδι [πιθ. αρχ. ελλ. κράμβη + περσ. behar (= άνοιξη) > αραβ. karnabid > τουρκ., οπότε το νεοελληνικό καρναμπίτι είναι εν μέρει αντιδάνειο].
kart = κάρτα [αντιδ. αρχ. ελλ. χάρτης > ιταλ. carta, γαλλ. carte > τουρκ., νεοελλ.].
kartograf = χαρτογράφος [μετγν. ελλ. > γαλλ. cartographe > τουρκ.].
kartografi = χαρτογραφία [ελλ. > γαλλ. cartographie > τουρκ.].
kartografik = χαρτογραφικός [ελλ. > γαλλ. cartographique > τουρκ.].
karton = χαρτόνι [αντιδ. αρχ. ελλ. χάρτης > ιταλ. cartone, γαλλ. carton > τουρκ., νεοελλ.].
kaşeksi = καχεξία [αρχ. ελλ. > γαλλ. cachexie > τουρκ.].
katabolizma = καταβολισμός [ελλ. > catabolisme > τουρκ.].
katafot = αντιφέγγισμα [αρχ. ελλ. κατά + φως > γαλλ. cataphote > τουρκ.].
katakofti = είδος ρυθμού στην κλασική τουρκική μουσική [νεοελλ. κατά + κοφτός > τουρκ.].
katakomp = κατακόμβη [αντιδ. μετγν. ελλ. κατακούμβαι > γαλλ. catacombe > τουρκ., νεοελλ.].
katalepsi = καταληψία [ελλ. > γαλλ. catalepsie > τουρκ.].
katalitik = καταλυτικός [μετγν. ελλ. > γαλλ. catalytique > τουρκ.].
kataliz = κατάλυση (χημ.) [αρχ. ελλ. > γαλλ. catalyse > τουρκ.].
katalog = κατάλογος [αρχ. ελλ. > γαλλ. catalogue > τουρκ.].
katarakt = καταρράκτης [αρχ. ελλ. > γαλλ. cataracte > τουρκ.].
katavaşya = η κατάβαση των αποδημητικών ψαριών από τον Ε. Πόντο στη Μεσόγειο, αντίθ. του anavaşya, βλ. λέξη [αρχ. ελλ. κατάβασις > μεσν. ελλ. καταβάσιον > τουρκ.].
katedral = καθεδρικός [αρχ. ελλ. καθέδρα + γαλλ. -al > γαλλ. cathédrale > τουρκ.].
kategori = κατηγορία [αρχ. ελλ. > γαλλ. catégorie > τουρκ.].
kategorik = κατηγορηματικός [ελλ. > γαλλ. catégorique > τουρκ.].
katolik = καθολικός [αρχ. ελλ. > γαλλ. catholique > τουρκ.].
katot = κάθοδος (αρνητικό ηλεκτρόδιο) [αρχ. ελλ. > γαλλ. cathode > τουρκ.].
katyon = κατιόν [αρχ. ελλ. > γαλλ. cation > τουρκ.].
kavanoz = γαβάθα [μετγν. ελλ. γάβαθον, σημιτικό δάνειο > μεσν. ελλ. *γαβάθα, από το υποκορ. γαβάθιν > τουρκ. Σύμφωνα με το online λεξικό του Ιδρύματος τουρκικής γλώσσας είναι ελληνική η λέξη].
kavkı = καυκί, καύκαλο [μετγν. ελλ. καύκος > μετγν. ελλ. καυκίον > τουρκ.].
kefal = κέφαλος (ιχθ.) [αρχ. ελλ. > τουρκ.].
kemer = κεμέρι, δερμάτινο ζωνάρι || καμάρα [αρχ. ελλ. καμάρα, αβέβ. ετύμου > περσ. > τουρκ.].
kadırga = κάτεργο [μετγν. ελλ. > τουρκ.].
kadmiyum = κάδμιο (χημ.) [αντιδ. μετγν. καδμεία (= είδος ορυκτού) > νεολατ. cadmium > γαλλ. cadmium > νεοελλ., τουρκ.].
kafa = κεφάλι [πιθ. αρχ. ελλ. κεφαλή > αραβ. > τουρκ.].
kaka = κόπρανα, κακό, άσχημο (στη γλώσσα των νηπίων) [αρχ. ελλ. κακόν (πβ. αρχ. ελλ. κάκκη = περιττώματα) > τουρκ.].
kakofoni = κακοφωνία [μετγν. ελλ. > γαλλ. cacophonie > τουρκ.].
kaktüs = κάκτος [αρχ. ελλ. > γαλλ. cactus > τουρκ.].
kalamar = καλαμάρι [μετγν. ελλ. καλαμάριον > τουρκ.].
kalamata = ελιές Καλαμάτας [μεσν. ελλ. Καλαμάτα (= πόλη της Πελοποννήσου) > τουρκ.].
kalay = καλάι, κασσίτερος [αντιδ. μετγν. ελλ. κάλαϊς, αγν. ετύμου > τουρκ. > νεοελλ. καλάι].
kalem = μολύβι, καλάμι [αρχ. ελλ. κάλαμος > μετγν. ελλ. καλάμιον > αραβ. > τουρκ.].
kaleydoskop = καλειδοσκόπιο [ελλ. > γαλλ. kaléidoscope > τουρκ.].
kalıp = καλούπι [αντιδ. αρχ. ελλ. καλόπους > αραβ. > τουρκ. > μεσν. ελλ. καλούπιν > νεοελλ.].
kaligrafi = καλλιγραφία [μετγν. ελλ. > γαλλ. calligraphie > τουρκ.].
kalinos = γουλιανός (ιχθ.) [αρχ. ελλ. γλάνις / γλανίς > νεοελλ. γουλιανός > τουρκ.].
kaliptra = καλύπτρα, το προστατευτικό κάλυμμα στην κορυφή της ρίζας των φυτών [αρχ. ελλ. > γαλλ. calyptre > τουρκ.].
kaloma = καλούμπα [αντιδ. αρχ. ελλ. κάλυμμα ή πιθανότερο μετγν. ελλ. χάλασμα (= χαλάρωμα) > ιταλ. caluma > τουρκ., νεοελλ.].
kaloş = βλ. galoş
kama = δίκοπο μαχαίρι [μετγν. ελλ. καμάκιον, υποκορ. του αρχ. ελλ. κάμαξ > νεοελλ. καμάκι > τουρκ. Κατ' άλλη άποψη η λέξη είναι τουρκική].
kamara = καμπίνα πλοίου [αρχ. ελλ. καμάρα, αβέβ. ετύμου > ιταλ. cámera > τουρκ.].
kambur = καμπούρης [αντιδ. αρχ. ελλ. καμπύλος > τουρκ. > νεοελλ. Κατ' άλλη άποψη η λέξη είναι τουρκική].
kameriye = καμάρα, θολωτό στέγαστρο σκεπασμένο με πρασινάδα [αρχ. ελλ. καμάρα, αβέβ. ετύμου > ιταλ. cámera > τουρκ.].
kanaviçe = κανναβάτσο [αντιδ. αρχ. ελλ. κάνναβις > λατ. cannabis > ιταλ. canavaccio > μεσν. ελλ. κανναβάτσον, τουρκ.].
kanca = γάντζος [αντιδ. αρχ. ελλ. γαμψός > βεν. ganzo, ιταλ. gáncio > τουρκ., νεοελλ. Σύμφωνα με το online λεξικό του Ιδρύματος τουρκικής γλώσσας η λέξη είναι ιταλική].
kanepe = καναπές [αντιδ. μετγν. ελλ. κωνωπείον, υποκορ. του αρχ. ελλ. κώνωψ > λατ. conopeum > γαλλ. canapé > νεοελλ. καναπές > τουρκ.].
kangal = σπείρα σύρματος, σωλήνα, σκοινιού κ.λπ. [μετγν. ελλ. κάγχαλος (= κρίκος πόρτας) > νεοελλ. *καγκάλι > τουρκ.].
kangren = γάγγραινα [αρχ. ελλ. > γαλλ. gangrène > τουρκ.].
kanon = κανόνας (μουσ.) [αρχ. ελλ. κανών > γαλλ. canon > τουρκ.].
kantaron = κενταύριο, είδος φυτού [αρχ. ελλ. κενταύρ(ε)ιον > τουρκ.].
kanun = κανόνας || κανονάκι (μουσ.) [αρχ. ελλ. κανών > αραβ. > τουρκ.].
kanuni = κανονικός, νομικός [αρχ. ελλ. κανών > αραβ. > τουρκ.].
kaos = χάος [αρχ. ελλ. > γαλλ. chaos > τουρκ.].
kapari = κάππαρη [αρχ. ελλ. κάππαρις > τουρκ.].
karakoncolos = καλικάντζαρος [αβέβ. ετύμου, πιθ. μετγν. ελλ. καλίγιον (= υπόδημα) > καλίκι + άντζα (= κνήμη) > νεοελλ. καλικάντζαρος > τουρκ. Σύμφωνα με το online λεξικό του Ιδρύματος τουρκικής γλώσσας είναι ελληνική η λέξη].
karakter = χαρακτήρας [αρχ. ελλ. χαρακτήρ > γαλλ. caractère > τουρκ.].
karakteristik = χαρακτηριστικός [μετγν. ελλ. > γαλλ. caractéristique > τουρκ.].
karakteroloji = χαρακτηρολογία [ελλ. > γαλλ. caractérologie > τουρκ.].
karanfil = γαρύφαλλο [αντιδ. μετγν. ελλ. καρυόφυλλον > βεν. garofolo > μεσν. ελλ. γαρύφαλλον > αραβ. > τουρκ.].
karavide, kerevides, kerevit = καραβίδα [μετγν. ελλ. καραβίς > τουρκ.].
kardiyak = καρδιακός [μετγν. ελλ. > γαλλ. cardiaque > τουρκ.].
kardiyograf = καρδιογράφος [ελλ. > γαλλ. cardiographe > τουρκ.].
kardiyografi = καρδιογραφία [ελλ. > γαλλ. cardiographie > τουρκ.].
kardiyogram = καρδιογράφημα [ελλ. > γαλλ. cardiogramme > τουρκ.].
kardiyolog = καρδιολόγος [ελλ. > γαλλ. cardiologue > τουρκ.].
kardiyoloji = καρδιολογία [ελλ. > γαλλ. cardiologie > τουρκ.].
kardiyolojik = καρδιολογικός [ελλ. > γαλλ. cardiologique > τουρκ.].
kardiyopati = καρδιοπάθεια [ελλ. > γαλλ. cardiopathie > τουρκ.].
kardiyoskleroz = καρδιοσκλήρυνση [ελλ. > γαλλ. cardiosclérose > τουρκ.].
kardiyoskop = καρδιοσκόπιο [ελλ. > γαλλ. cardioscope > τουρκ.].
kardiyoskopi = καρδιοσκοπία [ελλ. > γαλλ. cardioscopie > τουρκ.].
karfiçe = καρφίτσα [αρχ. ελλ. κάρφος > μετγν. ελλ. καρφίον > νεοελλ. καρφίτσα > τουρκ.].
karides = γαρίδα [αρχ. ελλ. καρίς > τουρκ.].
karizma = χάρισμα [μετγν. ελλ. > γαλλ. charisme > τουρκ.].
karizmatik = χαρισματικός [ελλ. > γαλλ. charismatique > τουρκ.].
karnabahar = κουνουπίδι [πιθ. αρχ. ελλ. κράμβη + περσ. behar (= άνοιξη) > τουρκ. Σύμφωνα με το online λεξικό του Ιδρύματος τουρκικής γλώσσας η λέξη είναι σύνθετη, ελληνική και περσική].
karnabit = κουνουπίδι [πιθ. αρχ. ελλ. κράμβη + περσ. behar (= άνοιξη) > αραβ. karnabid > τουρκ., οπότε το νεοελληνικό καρναμπίτι είναι εν μέρει αντιδάνειο].
kart = κάρτα [αντιδ. αρχ. ελλ. χάρτης > ιταλ. carta, γαλλ. carte > τουρκ., νεοελλ.].
kartograf = χαρτογράφος [μετγν. ελλ. > γαλλ. cartographe > τουρκ.].
kartografi = χαρτογραφία [ελλ. > γαλλ. cartographie > τουρκ.].
kartografik = χαρτογραφικός [ελλ. > γαλλ. cartographique > τουρκ.].
karton = χαρτόνι [αντιδ. αρχ. ελλ. χάρτης > ιταλ. cartone, γαλλ. carton > τουρκ., νεοελλ.].
kaşeksi = καχεξία [αρχ. ελλ. > γαλλ. cachexie > τουρκ.].
katabolizma = καταβολισμός [ελλ. > catabolisme > τουρκ.].
katafot = αντιφέγγισμα [αρχ. ελλ. κατά + φως > γαλλ. cataphote > τουρκ.].
katakofti = είδος ρυθμού στην κλασική τουρκική μουσική [νεοελλ. κατά + κοφτός > τουρκ.].
katakomp = κατακόμβη [αντιδ. μετγν. ελλ. κατακούμβαι > γαλλ. catacombe > τουρκ., νεοελλ.].
katalepsi = καταληψία [ελλ. > γαλλ. catalepsie > τουρκ.].
katalitik = καταλυτικός [μετγν. ελλ. > γαλλ. catalytique > τουρκ.].
kataliz = κατάλυση (χημ.) [αρχ. ελλ. > γαλλ. catalyse > τουρκ.].
katalog = κατάλογος [αρχ. ελλ. > γαλλ. catalogue > τουρκ.].
katarakt = καταρράκτης [αρχ. ελλ. > γαλλ. cataracte > τουρκ.].
katavaşya = η κατάβαση των αποδημητικών ψαριών από τον Ε. Πόντο στη Μεσόγειο, αντίθ. του anavaşya, βλ. λέξη [αρχ. ελλ. κατάβασις > μεσν. ελλ. καταβάσιον > τουρκ.].
katedral = καθεδρικός [αρχ. ελλ. καθέδρα + γαλλ. -al > γαλλ. cathédrale > τουρκ.].
kategori = κατηγορία [αρχ. ελλ. > γαλλ. catégorie > τουρκ.].
kategorik = κατηγορηματικός [ελλ. > γαλλ. catégorique > τουρκ.].
katolik = καθολικός [αρχ. ελλ. > γαλλ. catholique > τουρκ.].
katot = κάθοδος (αρνητικό ηλεκτρόδιο) [αρχ. ελλ. > γαλλ. cathode > τουρκ.].
katyon = κατιόν [αρχ. ελλ. > γαλλ. cation > τουρκ.].
kavanoz = γαβάθα [μετγν. ελλ. γάβαθον, σημιτικό δάνειο > μεσν. ελλ. *γαβάθα, από το υποκορ. γαβάθιν > τουρκ. Σύμφωνα με το online λεξικό του Ιδρύματος τουρκικής γλώσσας είναι ελληνική η λέξη].
kavkı = καυκί, καύκαλο [μετγν. ελλ. καύκος > μετγν. ελλ. καυκίον > τουρκ.].
kefal = κέφαλος (ιχθ.) [αρχ. ελλ. > τουρκ.].
kemer = κεμέρι, δερμάτινο ζωνάρι || καμάρα [αρχ. ελλ. καμάρα, αβέβ. ετύμου > περσ. > τουρκ.].
kemere = δοκάρι στο κατάστρωμα του πλοίου [μετγν. ελλ. καμάριον, υποκορ. του αρχ. ελλ. καμάρα, αβέβ. ετύμου > μεσν. ελλ. καμάριν > τουρκ.].
kemoterapi = χημειοθεραπεία [ελλ. > γαλλ. chimiothérapie > τουρκ.].
kenevir = κάνναβη, καννάβι [αρχ. ελλ. κάνναβις, αβέβ. ετύμου > νεοελλ. καννάβι > τουρκ.].
kemoterapi = χημειοθεραπεία [ελλ. > γαλλ. chimiothérapie > τουρκ.].
kenevir = κάνναβη, καννάβι [αρχ. ελλ. κάνναβις, αβέβ. ετύμου > νεοελλ. καννάβι > τουρκ.].
kepbastı = είδος μεγάλου διπλού αλιευτικού διχτυού [νεοελλ. σκεπαστή > τουρκ.].
kerata = κερατάς [μεσν. ελλ. κέρατον > τουρκ.].
kerevet = κρεβάτι, ντιβάνι [μετγν. ελλ. κραβάτιον, υποκορ. του κράβατος, αβέβ. ετύμου > μεσν. ελλ. κρεβάτιον > τουρκ.].
kerevides, kerevit, karavide = καραβίδα [μετγν. ελλ. καραβίς > τουρκ.].
kerkenez = κιρκινέζι, αρπακτικό πουλί [πιθ. αρχ. ελλ. κίρκος > τουρκ. > νεοελλ., οπότε είναι αντιδάνειο].
kestane = κάστανο [μετγν. ελλ. > τουρκ.].
ketenpere (argo) = απάτη, αισχροκέρδεια [αρχ. ελλ. κατά + πέρας > τουρκ.].
keylûs = βλ. kilüs
keymus = βλ. kimüs
kılıf = θήκη, κυρίως μαχαιριού [αρχ. ελλ. κελύφιον, υποκορ. του κέλυφος > αραβ. > τουρκ.].
kırat = καράτι [αντιδ. αρχ. ελλ. κεράτιον > λατ. carratus > αγγλ. carrat > τουρκ., νεοελλ.].
kırtasiye = χαρτικά είδη [αρχ. ελλ. χάρτης + αραβ. -siyye > τουρκ.].
kibernetik = κυβερνητική [ελλ. > τουρκ.].
kiklotron = κύκλοτρο [ελλ. > τουρκ.].
kilise = εκκλησία [αρχ. ελλ. > τουρκ.].
kilit = κλειδί [αρχ. ελλ. κλειδίον > περσ. > τουρκ.].
kilo = κιλό [αντιδ. ελλ. χιλιόγραμμο > γαλλ. kilo-gramme > τουρκ., νεοελλ.].
kilogram = χιλιόγραμμο [ελλ. χιλιόγραμμο > γαλλ. kilogramme > τουρκ.].
kilometre = χιλιόμετρο [ελλ. > γαλλ. kilomètre > τουρκ.].
kilüs = χυλός (ανατ.) [αρχ. ελλ. > αραβ. > τουρκ.].
kimyon = κύμινο [αρχ. ελλ. κύμινον, σημιτικό δάνειο > τουρκ.].
kimüs = χυμός (ανατ.) [αρχ. ελλ. > τουρκ.].
kinematik = κινηματική [ελλ. > γαλλ. cinématique > τουρκ.].
kinetik = κινητική [αρχ. ελλ. > γαλλ. cinétique > τουρκ.].
kinik = κυνικός [αρχ. ελλ. > γαλλ. cynique > τουρκ.].
kinizm, sinizm = κυνισμός [μετγν. ελλ. > γαλλ. cynisme > τουρκ.].
kiraz = κεράσι [μετγν. ελλ. κεράσιον > τουρκ.].
kiremit = κεραμίδι [μετγν. ελλ. κεραμίδιον > τουρκ.].
kirizma, kirizme = βαθύ σκάψιμο, "γύρισμα" [μεσν. ελλ. γύρισμα > τουρκ.].
kist = κύστη [αρχ. ελλ. κύστις > γαλλ. kyste > τουρκ.].
kitara = βλ. gitar
kiyanus = κυάνιο [ελλ. > τουρκ.].
kleptoman = κλεπτομανής [νεοελλ. > γαλλ. kleptomane > τουρκ.].
kleptomani = κλεπτομανία [νεοελλ. > γαλλ. kleptomanie > τουρκ.].
klima = κλιματιστικό μηχάνημα [αρχ. ελλ. κλίμα > γαλλ. climat (= κλίμα) > τουρκ.].
klimatoloji = κλιματολογία [ελλ. > γαλλ. climatologie > τουρκ.].
klimatolojik = κλιματολογικός [ελλ. > γαλλ. climatologique > τουρκ.].
klinik = κλινική (ουσ.), κλινικός (επιθ.) [αντιδ. μετγν. ελλ. κλινικός > γαλλ. clinique > τουρκ., νεοελλ.].
klitoris = κλειτορίδα [μετγν. ελλ. κλειτορίς > γαλλ. clitoris > τουρκ.].
klor = χλώριο [αντιδ. αρχ. ελλ. χλωρός > γαλλ. chlore > νεοελλ., τουρκ.].
klorofil = χλωροφύλλη [ελλ. > γαλλ. chlorophylle > τουρκ.].
kloroform = χλωροφόρμιο [αρχ. ελλ. χλωρός + γαλλ. -forme > γαλλ. chloroforme > τουρκ.].
kloroplâst = βλ. kloroplast
kloroplast = χλωροπλάστης [ελλ. > γαλλ. chloroplaste > τουρκ.].
kloroz = χλώρωση [ελλ. > γαλλ. chlorose > τουρκ.].
koçan = κοτσάνι [αρχ. ελλ. κόπτω > *κοψάνιον, υποκορ. του *κόψανον > νεοελλ. κοτσάνι > τουρκ. Κατ' άλλη άποψη η λέξη είναι σλαβικής αρχής].
kof = κούφιος [αρχ. ελλ. κούφος (= κενός) > μεσν. ελλ. κούφιος > τουρκ.].
kola = κόλλα [αρχ. ελλ. κόλλα > ιταλ. colla > τουρκ.].
koledok = χοληδόχος [μετγ. ελλ. > γαλλ. cholédoque > τουρκ.].
kolera = χολέρα [αρχ. ελλ. χολή + -έρα > γαλλ. choléra > τουρκ.].
kolesterol = χοληστερόλη [ελλ. > γαλλ. cholestérol > τουρκ.].
kolik = κωλικός [μετγν. ελλ. > γαλλ. colique > τουρκ.].
kolon = κόλον, τμήμα του παχέος εντέρου [αρχ. ελλ. κόλον, αγν. ετύμου > γαλλ. côlon > τουρκ.].
kolyoz = κολοιός [αρχ. ελλ. > τουρκ.].
koma = κώμα [αρχ. ελλ. κώμα > γαλλ. coma > τουρκ.] || πυθαγόρειο κόμμα (μουσ.) [αρχ. ελλ. κόμμα > τουρκ.].
komedi, komedya = κωμωδία [αρχ. ελλ. > γαλλ. comédie, ιταλ. comédia > τουρκ.].
komik = κωμικός [αρχ. ελλ. > γαλλ. comique > τουρκ.].
koni = κώνος [αρχ. ελλ. > γαλλ. cône > τουρκ.].
konik = κωνικός [μετγν. ελλ. > γαλλ. conique > τουρκ.].
kopanaki = εργαλείο κεντήματος [νεοελλ. > τουρκ.].
koral = χορικό εκκλησιαστικό άσμα [αρχ. ελλ. χορός + γαλλ. -al > γαλλ. choral > τουρκ.].
koregraf = χορογράφος [ελλ. > γαλλ. chorégraphe > τουρκ.].
koregrafi = χορογραφία [ελλ. > γαλλ. chorégraphie > τουρκ.].
koro = χορωδία [αρχ. ελλ. χορός > ιταλ. coro > τουρκ.].
kosmos = βλ. kozmos
kostik = καυστικός [αρχ. ελλ. > γαλλ. caustique > τουρκ.].
kozmetik = κοσμητικός [αρχ. ελλ. > γαλλ. cosmétique > τουρκ.].
kozmik = κοσμικός [αρχ. ελλ. > γαλλ. cosmique > τουρκ.].
kozmogoni = κοσμογονία [μετγν. ελλ. > γαλλ. cosmogonie > τουρκ.].
kozmogonik = κοσμογονικός [μετγν. ελλ. > γαλλ. cosmogonique > τουρκ.].
kozmografya = κοσμογραφία [αρχ. ελλ. > γαλλ. cosmographie > τουρκ.].
kozmoloji = κοσμολογία [ελλ. > γαλλ. cosmologie > τουρκ.].
kozmolojik = κοσμολογικός [μετγν. ελλ. > γαλλ. cosmologique > τουρκ.].
kozmonot = κοσμοναύτης [ελλ. > γαλλ. cosmonaute > τουρκ.].
kozmopolit = κοσμοπολίτης [μετγν. ελλ. > γαλλ. cosmopolite > τουρκ.].
kozmos = κόσμος, σύμπαν [αρχ. ελλ. > γαλλ. cosmos > τουρκ.].
köknar = κουκουναριά [νεοελλ. > τουρκ.].
körfez = κόλπος (γεωγ.) [αρχ. ελλ. κόλπος > μετγν. ελλ. κόλφος > μεσν. ελλ. κόρφος > τουρκ.].
krater = κρατήρας [αρχ. ελλ. κρατήρ > γαλλ. cratère > τουρκ.].
kriko = ανυψωτήρας, γρύλλος [αρχ. ελλ. κρίκος > ιταλ. cricco > τουρκ.].
kripton = κρυπτόν (χημ.) [αντιδ. αρχ. ελλ. κρυπτόν > γαλλ. krypton > νεοελλ., τουρκ.].
kristal = κρύσταλλο [αρχ. ελλ. κρύσταλλος > γαλλ. cristal > τουρκ.].
kristaloit = κρυσταλλοειδής [μετγν. ελλ > γαλλ. cristalloïde > τουρκ.].
kriter = κριτήριο [αρχ. ελλ > γαλλ. critère > τουρκ.].
kritik = κριτική, κριτικός, κρίσιμος [αρχ. ελλ > γαλλ. critique > τουρκ.].
kritisizm = κριτικισμός [ελλ > γαλλ. criticisme > τουρκ.].
kriyoskopi = κρυοσκοπία [ελλ > γαλλ. cryoscopie > τουρκ.].
kriz = κρίση [αρχ. ελλ > γαλλ. crise > τουρκ.].
krizalit = χρυσαλλίδα [αρχ. ελλ > γαλλ. chrysalide > τουρκ.].
krizantem = χρυσάνθεμο [μετγν. ελλ > γαλλ. chrysanthème > τουρκ.].
krokodil = κροκόδειλος [αρχ. ελλ. > γαλλ. crocodile > τουρκ.].
krom = χρώμιο (χημ.) [αντιδ. αρχ. ελλ. χρώμα > γαλλ. chrome > νεοελλ., τουρκ.].
kromatik = χρωματικός [μετγν. ελλ > γαλλ. chromatique > τουρκ.].
kromoplâst = βλ. kromoplast
kromoplast = χρωμοπλάστης [ελλ > γαλλ. chromoplaste > τουρκ.].
kromosfer = χρωμόσφαιρα [ελλ > γαλλ. chromosphère > τουρκ.].
kromozom = χρωμόσωμα [ελλ > γαλλ. chromosome > τουρκ.].
kronaksi = χροναξία [ελλ > γαλλ. chronaxie > τουρκ.].
kronik = χρονικό, χρόνιο [μετγν. ελλ. χρονικός > γαλλ. chronique > τουρκ.].
kronograf = χρονογράφος [μετγν. ελλ. > γαλλ. choronographe > τουρκ.].
kronoloji = χρονολογία [μετγν. ελλ. > γαλλ. chronologie > τουρκ.].
kronolojik = χρονολογικός [νεοελλ. > γαλλ. chronologique > τουρκ.].
kronometre = χρονόμετρο [ελλ. > γαλλ. chronomètre > τουρκ.].
ksenofobi = ξενοφοβία [ελλ. > γαλλ. xénophobie > τουρκ.].
ksenon = ξένον (χημ.) [αντιδ. αρχ. ελλ. ξένος > γαλλ. xénon > νεοελλ., τουρκ.].
ksilofon = ξυλόφωνο [ελλ. > γαλλ. xylophone > τουρκ.].
kuka = κουβάρι κλωστής || ρίζα ινδοκάρυδου [αρχ. ελλ. κόκκος > τουρκ.].
kukumav (kuşu) = κουκουβάγια [μεσν. ελλ. κουκουβάγια, κουκουβάια, από τη φωνή κουκουβάου > τουρκ.].
kulübe = καλύβα [αρχ. ελλ. καλύβη > περσ. > τουρκ.].
kundak = το ξύλινο τμήμα των τουφεκιών [αρχ. ελλ. κοντός (= κοντάρι) > μεσν. ελλ. κοντάκιον, υποκορ. του αρχ. ελλ. κόνταξ > τουρκ.].
kundura = κουντούρα, παπούτσια πρόχειρα [κοντή ουρά > μεσν. ελλ. κόντουρος > κούντουρος > τουρκ. Κατ' άλλη άποψη η λέξη είναι τουρκική. Σύμφωνα με το online λεξικό του Ιδρύματος τουρκικής γλώσσας η λέξη είναι ελληνική].
kup = κοπή ενδύματος, σχήμα προερχόμενο από κοπή [αρχ. ελλ. κόλαφος > γαλλ. coupe > τουρκ.].
kurna = γούρνα [μεσν. ελλ. γρώνη > γούρνα > τουρκ.].
kutu = κουτί [αρχ. ελλ. κύτος > *κυτίον > μεσν. ελλ. κουτί > τουρκ.].
küb = βλ. küp
kübik = κυβικός [αρχ. ελλ. > γαλλ. cubique > τουρκ.].
kübizm = κυβισμός [μετγν. ελλ. > γαλλ. cubisme > τουρκ.].
küfe = κοφίνι [αρχ. ελλ. κόφινος > νεοελλ. κούφα, κόφα > τουρκ.].
külüstür = παλιό, ερειπωμένο, εγκαταλελειμμένο [μετγν. ελλ. κυλίστρα (= χώρος όπου κυλιούνται τα ζώα) > τουρκ. Σύμφωνα με το online λεξικό του Ιδρύματος τουρκικής γλώσσας η λέξη είναι ελληνική].
küme = σωρός, σύνολο, ομάδα [αρχ. ελλ. κυώ (= φουσκώνω, πβ. κύηση) >αρχ. ελλ. κύμα > αραβ. > τουρκ.].
kümes = ορνιθώνας, κοτέτσι [μετγν. ελλ. κουμάσιον > τουρκ.].
küp = κύβος [αρχ. ελλ. > γαλλ. cube > τουρκ.].
küpeşte = κουπαστή [μετγν. ελλ. έγκωπον (= τα πλάγια μέρη του πλοίου) > *εγκωπαστή > νεοελλ. κουπαστή > τουρκ.].
kerata = κερατάς [μεσν. ελλ. κέρατον > τουρκ.].
kerevet = κρεβάτι, ντιβάνι [μετγν. ελλ. κραβάτιον, υποκορ. του κράβατος, αβέβ. ετύμου > μεσν. ελλ. κρεβάτιον > τουρκ.].
kerevides, kerevit, karavide = καραβίδα [μετγν. ελλ. καραβίς > τουρκ.].
kerkenez = κιρκινέζι, αρπακτικό πουλί [πιθ. αρχ. ελλ. κίρκος > τουρκ. > νεοελλ., οπότε είναι αντιδάνειο].
kestane = κάστανο [μετγν. ελλ. > τουρκ.].
ketenpere (argo) = απάτη, αισχροκέρδεια [αρχ. ελλ. κατά + πέρας > τουρκ.].
keylûs = βλ. kilüs
keymus = βλ. kimüs
kılıf = θήκη, κυρίως μαχαιριού [αρχ. ελλ. κελύφιον, υποκορ. του κέλυφος > αραβ. > τουρκ.].
kırat = καράτι [αντιδ. αρχ. ελλ. κεράτιον > λατ. carratus > αγγλ. carrat > τουρκ., νεοελλ.].
kırtasiye = χαρτικά είδη [αρχ. ελλ. χάρτης + αραβ. -siyye > τουρκ.].
kibernetik = κυβερνητική [ελλ. > τουρκ.].
kiklotron = κύκλοτρο [ελλ. > τουρκ.].
kilise = εκκλησία [αρχ. ελλ. > τουρκ.].
kilit = κλειδί [αρχ. ελλ. κλειδίον > περσ. > τουρκ.].
kilo = κιλό [αντιδ. ελλ. χιλιόγραμμο > γαλλ. kilo-gramme > τουρκ., νεοελλ.].
kilogram = χιλιόγραμμο [ελλ. χιλιόγραμμο > γαλλ. kilogramme > τουρκ.].
kilometre = χιλιόμετρο [ελλ. > γαλλ. kilomètre > τουρκ.].
kilüs = χυλός (ανατ.) [αρχ. ελλ. > αραβ. > τουρκ.].
kimyon = κύμινο [αρχ. ελλ. κύμινον, σημιτικό δάνειο > τουρκ.].
kimüs = χυμός (ανατ.) [αρχ. ελλ. > τουρκ.].
kinematik = κινηματική [ελλ. > γαλλ. cinématique > τουρκ.].
kinetik = κινητική [αρχ. ελλ. > γαλλ. cinétique > τουρκ.].
kinik = κυνικός [αρχ. ελλ. > γαλλ. cynique > τουρκ.].
kinizm, sinizm = κυνισμός [μετγν. ελλ. > γαλλ. cynisme > τουρκ.].
kiraz = κεράσι [μετγν. ελλ. κεράσιον > τουρκ.].
kiremit = κεραμίδι [μετγν. ελλ. κεραμίδιον > τουρκ.].
kirizma, kirizme = βαθύ σκάψιμο, "γύρισμα" [μεσν. ελλ. γύρισμα > τουρκ.].
kist = κύστη [αρχ. ελλ. κύστις > γαλλ. kyste > τουρκ.].
kitara = βλ. gitar
kiyanus = κυάνιο [ελλ. > τουρκ.].
kleptoman = κλεπτομανής [νεοελλ. > γαλλ. kleptomane > τουρκ.].
kleptomani = κλεπτομανία [νεοελλ. > γαλλ. kleptomanie > τουρκ.].
klima = κλιματιστικό μηχάνημα [αρχ. ελλ. κλίμα > γαλλ. climat (= κλίμα) > τουρκ.].
klimatoloji = κλιματολογία [ελλ. > γαλλ. climatologie > τουρκ.].
klimatolojik = κλιματολογικός [ελλ. > γαλλ. climatologique > τουρκ.].
klinik = κλινική (ουσ.), κλινικός (επιθ.) [αντιδ. μετγν. ελλ. κλινικός > γαλλ. clinique > τουρκ., νεοελλ.].
klitoris = κλειτορίδα [μετγν. ελλ. κλειτορίς > γαλλ. clitoris > τουρκ.].
klor = χλώριο [αντιδ. αρχ. ελλ. χλωρός > γαλλ. chlore > νεοελλ., τουρκ.].
klorofil = χλωροφύλλη [ελλ. > γαλλ. chlorophylle > τουρκ.].
kloroform = χλωροφόρμιο [αρχ. ελλ. χλωρός + γαλλ. -forme > γαλλ. chloroforme > τουρκ.].
kloroplâst = βλ. kloroplast
kloroplast = χλωροπλάστης [ελλ. > γαλλ. chloroplaste > τουρκ.].
kloroz = χλώρωση [ελλ. > γαλλ. chlorose > τουρκ.].
koçan = κοτσάνι [αρχ. ελλ. κόπτω > *κοψάνιον, υποκορ. του *κόψανον > νεοελλ. κοτσάνι > τουρκ. Κατ' άλλη άποψη η λέξη είναι σλαβικής αρχής].
kof = κούφιος [αρχ. ελλ. κούφος (= κενός) > μεσν. ελλ. κούφιος > τουρκ.].
kola = κόλλα [αρχ. ελλ. κόλλα > ιταλ. colla > τουρκ.].
koledok = χοληδόχος [μετγ. ελλ. > γαλλ. cholédoque > τουρκ.].
kolera = χολέρα [αρχ. ελλ. χολή + -έρα > γαλλ. choléra > τουρκ.].
kolesterol = χοληστερόλη [ελλ. > γαλλ. cholestérol > τουρκ.].
kolik = κωλικός [μετγν. ελλ. > γαλλ. colique > τουρκ.].
kolon = κόλον, τμήμα του παχέος εντέρου [αρχ. ελλ. κόλον, αγν. ετύμου > γαλλ. côlon > τουρκ.].
kolyoz = κολοιός [αρχ. ελλ. > τουρκ.].
koma = κώμα [αρχ. ελλ. κώμα > γαλλ. coma > τουρκ.] || πυθαγόρειο κόμμα (μουσ.) [αρχ. ελλ. κόμμα > τουρκ.].
komedi, komedya = κωμωδία [αρχ. ελλ. > γαλλ. comédie, ιταλ. comédia > τουρκ.].
komik = κωμικός [αρχ. ελλ. > γαλλ. comique > τουρκ.].
koni = κώνος [αρχ. ελλ. > γαλλ. cône > τουρκ.].
konik = κωνικός [μετγν. ελλ. > γαλλ. conique > τουρκ.].
kopanaki = εργαλείο κεντήματος [νεοελλ. > τουρκ.].
koral = χορικό εκκλησιαστικό άσμα [αρχ. ελλ. χορός + γαλλ. -al > γαλλ. choral > τουρκ.].
koregraf = χορογράφος [ελλ. > γαλλ. chorégraphe > τουρκ.].
koregrafi = χορογραφία [ελλ. > γαλλ. chorégraphie > τουρκ.].
koro = χορωδία [αρχ. ελλ. χορός > ιταλ. coro > τουρκ.].
kosmos = βλ. kozmos
kostik = καυστικός [αρχ. ελλ. > γαλλ. caustique > τουρκ.].
kozmetik = κοσμητικός [αρχ. ελλ. > γαλλ. cosmétique > τουρκ.].
kozmik = κοσμικός [αρχ. ελλ. > γαλλ. cosmique > τουρκ.].
kozmogoni = κοσμογονία [μετγν. ελλ. > γαλλ. cosmogonie > τουρκ.].
kozmogonik = κοσμογονικός [μετγν. ελλ. > γαλλ. cosmogonique > τουρκ.].
kozmografya = κοσμογραφία [αρχ. ελλ. > γαλλ. cosmographie > τουρκ.].
kozmoloji = κοσμολογία [ελλ. > γαλλ. cosmologie > τουρκ.].
kozmolojik = κοσμολογικός [μετγν. ελλ. > γαλλ. cosmologique > τουρκ.].
kozmonot = κοσμοναύτης [ελλ. > γαλλ. cosmonaute > τουρκ.].
kozmopolit = κοσμοπολίτης [μετγν. ελλ. > γαλλ. cosmopolite > τουρκ.].
kozmos = κόσμος, σύμπαν [αρχ. ελλ. > γαλλ. cosmos > τουρκ.].
köknar = κουκουναριά [νεοελλ. > τουρκ.].
körfez = κόλπος (γεωγ.) [αρχ. ελλ. κόλπος > μετγν. ελλ. κόλφος > μεσν. ελλ. κόρφος > τουρκ.].
krater = κρατήρας [αρχ. ελλ. κρατήρ > γαλλ. cratère > τουρκ.].
kriko = ανυψωτήρας, γρύλλος [αρχ. ελλ. κρίκος > ιταλ. cricco > τουρκ.].
kripton = κρυπτόν (χημ.) [αντιδ. αρχ. ελλ. κρυπτόν > γαλλ. krypton > νεοελλ., τουρκ.].
kristal = κρύσταλλο [αρχ. ελλ. κρύσταλλος > γαλλ. cristal > τουρκ.].
kristaloit = κρυσταλλοειδής [μετγν. ελλ > γαλλ. cristalloïde > τουρκ.].
kriter = κριτήριο [αρχ. ελλ > γαλλ. critère > τουρκ.].
kritik = κριτική, κριτικός, κρίσιμος [αρχ. ελλ > γαλλ. critique > τουρκ.].
kritisizm = κριτικισμός [ελλ > γαλλ. criticisme > τουρκ.].
kriyoskopi = κρυοσκοπία [ελλ > γαλλ. cryoscopie > τουρκ.].
kriz = κρίση [αρχ. ελλ > γαλλ. crise > τουρκ.].
krizalit = χρυσαλλίδα [αρχ. ελλ > γαλλ. chrysalide > τουρκ.].
krizantem = χρυσάνθεμο [μετγν. ελλ > γαλλ. chrysanthème > τουρκ.].
krokodil = κροκόδειλος [αρχ. ελλ. > γαλλ. crocodile > τουρκ.].
krom = χρώμιο (χημ.) [αντιδ. αρχ. ελλ. χρώμα > γαλλ. chrome > νεοελλ., τουρκ.].
kromatik = χρωματικός [μετγν. ελλ > γαλλ. chromatique > τουρκ.].
kromoplâst = βλ. kromoplast
kromoplast = χρωμοπλάστης [ελλ > γαλλ. chromoplaste > τουρκ.].
kromosfer = χρωμόσφαιρα [ελλ > γαλλ. chromosphère > τουρκ.].
kromozom = χρωμόσωμα [ελλ > γαλλ. chromosome > τουρκ.].
kronaksi = χροναξία [ελλ > γαλλ. chronaxie > τουρκ.].
kronik = χρονικό, χρόνιο [μετγν. ελλ. χρονικός > γαλλ. chronique > τουρκ.].
kronograf = χρονογράφος [μετγν. ελλ. > γαλλ. choronographe > τουρκ.].
kronoloji = χρονολογία [μετγν. ελλ. > γαλλ. chronologie > τουρκ.].
kronolojik = χρονολογικός [νεοελλ. > γαλλ. chronologique > τουρκ.].
kronometre = χρονόμετρο [ελλ. > γαλλ. chronomètre > τουρκ.].
ksenofobi = ξενοφοβία [ελλ. > γαλλ. xénophobie > τουρκ.].
ksenon = ξένον (χημ.) [αντιδ. αρχ. ελλ. ξένος > γαλλ. xénon > νεοελλ., τουρκ.].
ksilofon = ξυλόφωνο [ελλ. > γαλλ. xylophone > τουρκ.].
kuka = κουβάρι κλωστής || ρίζα ινδοκάρυδου [αρχ. ελλ. κόκκος > τουρκ.].
kukumav (kuşu) = κουκουβάγια [μεσν. ελλ. κουκουβάγια, κουκουβάια, από τη φωνή κουκουβάου > τουρκ.].
kulübe = καλύβα [αρχ. ελλ. καλύβη > περσ. > τουρκ.].
kundak = το ξύλινο τμήμα των τουφεκιών [αρχ. ελλ. κοντός (= κοντάρι) > μεσν. ελλ. κοντάκιον, υποκορ. του αρχ. ελλ. κόνταξ > τουρκ.].
kundura = κουντούρα, παπούτσια πρόχειρα [κοντή ουρά > μεσν. ελλ. κόντουρος > κούντουρος > τουρκ. Κατ' άλλη άποψη η λέξη είναι τουρκική. Σύμφωνα με το online λεξικό του Ιδρύματος τουρκικής γλώσσας η λέξη είναι ελληνική].
kup = κοπή ενδύματος, σχήμα προερχόμενο από κοπή [αρχ. ελλ. κόλαφος > γαλλ. coupe > τουρκ.].
kurna = γούρνα [μεσν. ελλ. γρώνη > γούρνα > τουρκ.].
kutu = κουτί [αρχ. ελλ. κύτος > *κυτίον > μεσν. ελλ. κουτί > τουρκ.].
küb = βλ. küp
kübik = κυβικός [αρχ. ελλ. > γαλλ. cubique > τουρκ.].
kübizm = κυβισμός [μετγν. ελλ. > γαλλ. cubisme > τουρκ.].
küfe = κοφίνι [αρχ. ελλ. κόφινος > νεοελλ. κούφα, κόφα > τουρκ.].
külüstür = παλιό, ερειπωμένο, εγκαταλελειμμένο [μετγν. ελλ. κυλίστρα (= χώρος όπου κυλιούνται τα ζώα) > τουρκ. Σύμφωνα με το online λεξικό του Ιδρύματος τουρκικής γλώσσας η λέξη είναι ελληνική].
küme = σωρός, σύνολο, ομάδα [αρχ. ελλ. κυώ (= φουσκώνω, πβ. κύηση) >αρχ. ελλ. κύμα > αραβ. > τουρκ.].
kümes = ορνιθώνας, κοτέτσι [μετγν. ελλ. κουμάσιον > τουρκ.].
küp = κύβος [αρχ. ελλ. > γαλλ. cube > τουρκ.].
küpeşte = κουπαστή [μετγν. ελλ. έγκωπον (= τα πλάγια μέρη του πλοίου) > *εγκωπαστή > νεοελλ. κουπαστή > τουρκ.].
L : λε
labada = λάπαθο (βοτ.) [αρχ. ελλ. λάπαθον > νεοελλ. λάπατο > τουρκ.].
lâbirent = βλ. labirent
labirent = λαβύρινθος [αρχ. ελλ. > γαλλ. labyrinthe > τουρκ.].
lâhana = βλ. lahana
lahana = λάχανο [αρχ. ελλ. > τουρκ.].
laik = λαϊκός, αυτός που δεν σχετίζεται με τον κλήρο [μετγν. ελλ. > γαλλ. laïque > τουρκ.].
laisizm = λαϊκισμός [νεοελλ. > γαλλ. laïcisme > τουρκ.].
lâkonik = βλ. lakonik
lakonik = λακωνικός [αρχ. ελλ. > γαλλ. laconique > τουρκ.].
lalanga = λαλαγγίτα, είδος τηγανίτας [μετγν. ελλ. λαλάγγη > τουρκ.].
lâmba = βλ. lamba
lamba = λάμπα [αντιδ. αρχ. ελλ. λαμπάς > ιταλ. lampa > νεοελλ. λάμπα > τουρκ.].
lantan = λανθάνιο (χημ.) [αρχ. ελλ. λανθάνω > λατ. lanthanum > γαλλ. lanthane > τουρκ.].
lapina = λαπίνα (ιχθ.) [μεσν. ελλ. λαπίνα > τουρκ.].
larenjit = λαρυγγίτιδα [ελλ. > γαλλ. laryngite > τουρκ.].
lâstik = βλ. lastik
lastik = λάστιχο [αντιδ. μετγν. ελλ. ελαστός > ιταλ. elastico, γαλλ. élastique > τουρκ., νεοελλ.].
laterna = λατέρνα [αντιδ. αρχ. ελλ. λαμπτήρ > λατ. la(n)terna (= λυχνάρι) > ιταλ. lanterna > τουρκ., νεοελλ.].
leğen = λεκάνη [αρχ. ελλ. λεκάνη, αβέβ. ετύμου > αραβ. > περσ. > τουρκ.].
leksikografi = λεξικογραφία [ελλ. > γαλλ. lexicographie > τουρκ.].
leksikoloji = λεξικολογία [ελλ. > γαλλ. lexicologie > τουρκ.].
lenger = άγκυρα || μεγάλο χάλκινο δοχείο [αρχ. ελλ. άγκυρα > περσ. > τουρκ.].
leopar = λεοπάρδαλη [αντιδ. αρχ. ελλ. πάρδαλις, αβέβ. ετύμου> λατ. leopardus > μετγν. ελλ. λεόπαρδος > γαλλ. léopard > τουρκ., νεοελλ.].
lepra = λέπρα [αρχ. ελλ. > τουρκ.].
letarji = λήθαργος [αρχ. ελλ. > γαλλ. léthargie > τουρκ.].
levrek = λαβράκι [μετγν. ελλ. λαβράκιον > τουρκ.].
lezbiyen = λεσβία [αρχ. ελλ. > γαλλ. lesbien > τουρκ.].
liken = λύκος (ιατρ.) [αρχ. ελλ. > τουρκ.].
likorinoz = λικουρίνι (ιχθ.) [αρχ. ελλ. *λευκορ-ρίνιον > τουρκ.].
liman = λιμάνι [αντιδ. αρχ. ελλ. λιμήν > μετγν. ελλ. λιμένιον > τουρκ. liman > νεοελλ. λιμάνι].
lipari = το σκουμπρί μετά τον τσίρο, την περίοδο δηλ. που είναι παχύ [αρχ. ελλ. λιπαρός > τουρκ.].
lipit = λιπίδιο [ελλ. > γαλλ. lipide > τουρκ.].
lipsos = είδος σκορπιού (ιχθ.) [μεσν. ελλ. λειψός > τουρκ.].
lir = λύρα [αρχ. ελλ. > γαλλ. lyre > τουρκ.].
lirik = λυρικός [μετγν. ελλ. > γαλλ. lyrique > τουρκ.].
lirizm = λυρισμός [μετγν. ελλ. > γαλλ. lyrisme > τουρκ.].
lise = λύκειο [αρχ. ελλ. > γαλλ. lycée > τουρκ.].
litoloji = λιθολογία [ελλ. > γαλλ. lithologie > τουρκ.].
litosfer = λιθόσφαιρα [ελλ. > γαλλ. lithosphère > τουρκ.].
litre = λίτρο [μετγν. ελλ. > τουρκ.].
liturya = λειτουργία (θρησκ.) [μετγν. ελλ. > τουρκ.].
lityum = λίθιο (χημ.) [αρχ. ελλ. λίθος > γαλλ. lithium > τουρκ.].
lodos = νότιος ή ΝΔ άνεμος || είδος ψαριού [αρχ. ελλ. νότος > τουρκ., με παραφθορά της λέξης].
logaritma = λογάριθμος [ελλ. > γαλλ. logarithme > τουρκ.].
logaritmik = λογαριθμικός [νεοελλ. > γαλλ. logarithmique > τουρκ.].
logistik = βλ. lojistik
logos = λόγος, γλώσσα [αρχ. ελλ. > τουρκ.].
loğusa = βλ. lohusa
lohusa = λεχώνα, λεχούσα [μεσν. ελλ. > τουρκ.].
lojik = λογική (ουσ.), λογικός (επίθ.) [αρχ. ελλ. > γαλλ. logique > τουρκ.].
lojistik = λογισμός [αρχ. ελλ. > γαλλ. logistique > τουρκ.].
lokosit, lökosit = λευκοκύτταρο [ελλ. > γαλλ. leucocyte > τουρκ.].
lomboz = φινιστρίνι [αρχ. ελλ. ρόμβος > τουρκ.].
lâbirent = βλ. labirent
labirent = λαβύρινθος [αρχ. ελλ. > γαλλ. labyrinthe > τουρκ.].
lâhana = βλ. lahana
lahana = λάχανο [αρχ. ελλ. > τουρκ.].
laik = λαϊκός, αυτός που δεν σχετίζεται με τον κλήρο [μετγν. ελλ. > γαλλ. laïque > τουρκ.].
laisizm = λαϊκισμός [νεοελλ. > γαλλ. laïcisme > τουρκ.].
lâkonik = βλ. lakonik
lakonik = λακωνικός [αρχ. ελλ. > γαλλ. laconique > τουρκ.].
lalanga = λαλαγγίτα, είδος τηγανίτας [μετγν. ελλ. λαλάγγη > τουρκ.].
lâmba = βλ. lamba
lamba = λάμπα [αντιδ. αρχ. ελλ. λαμπάς > ιταλ. lampa > νεοελλ. λάμπα > τουρκ.].
lantan = λανθάνιο (χημ.) [αρχ. ελλ. λανθάνω > λατ. lanthanum > γαλλ. lanthane > τουρκ.].
lapina = λαπίνα (ιχθ.) [μεσν. ελλ. λαπίνα > τουρκ.].
larenjit = λαρυγγίτιδα [ελλ. > γαλλ. laryngite > τουρκ.].
lâstik = βλ. lastik
lastik = λάστιχο [αντιδ. μετγν. ελλ. ελαστός > ιταλ. elastico, γαλλ. élastique > τουρκ., νεοελλ.].
laterna = λατέρνα [αντιδ. αρχ. ελλ. λαμπτήρ > λατ. la(n)terna (= λυχνάρι) > ιταλ. lanterna > τουρκ., νεοελλ.].
leğen = λεκάνη [αρχ. ελλ. λεκάνη, αβέβ. ετύμου > αραβ. > περσ. > τουρκ.].
leksikografi = λεξικογραφία [ελλ. > γαλλ. lexicographie > τουρκ.].
leksikoloji = λεξικολογία [ελλ. > γαλλ. lexicologie > τουρκ.].
lenger = άγκυρα || μεγάλο χάλκινο δοχείο [αρχ. ελλ. άγκυρα > περσ. > τουρκ.].
leopar = λεοπάρδαλη [αντιδ. αρχ. ελλ. πάρδαλις, αβέβ. ετύμου> λατ. leopardus > μετγν. ελλ. λεόπαρδος > γαλλ. léopard > τουρκ., νεοελλ.].
lepra = λέπρα [αρχ. ελλ. > τουρκ.].
letarji = λήθαργος [αρχ. ελλ. > γαλλ. léthargie > τουρκ.].
levrek = λαβράκι [μετγν. ελλ. λαβράκιον > τουρκ.].
lezbiyen = λεσβία [αρχ. ελλ. > γαλλ. lesbien > τουρκ.].
liken = λύκος (ιατρ.) [αρχ. ελλ. > τουρκ.].
likorinoz = λικουρίνι (ιχθ.) [αρχ. ελλ. *λευκορ-ρίνιον > τουρκ.].
liman = λιμάνι [αντιδ. αρχ. ελλ. λιμήν > μετγν. ελλ. λιμένιον > τουρκ. liman > νεοελλ. λιμάνι].
lipari = το σκουμπρί μετά τον τσίρο, την περίοδο δηλ. που είναι παχύ [αρχ. ελλ. λιπαρός > τουρκ.].
lipit = λιπίδιο [ελλ. > γαλλ. lipide > τουρκ.].
lipsos = είδος σκορπιού (ιχθ.) [μεσν. ελλ. λειψός > τουρκ.].
lir = λύρα [αρχ. ελλ. > γαλλ. lyre > τουρκ.].
lirik = λυρικός [μετγν. ελλ. > γαλλ. lyrique > τουρκ.].
lirizm = λυρισμός [μετγν. ελλ. > γαλλ. lyrisme > τουρκ.].
lise = λύκειο [αρχ. ελλ. > γαλλ. lycée > τουρκ.].
litoloji = λιθολογία [ελλ. > γαλλ. lithologie > τουρκ.].
litosfer = λιθόσφαιρα [ελλ. > γαλλ. lithosphère > τουρκ.].
litre = λίτρο [μετγν. ελλ. > τουρκ.].
liturya = λειτουργία (θρησκ.) [μετγν. ελλ. > τουρκ.].
lityum = λίθιο (χημ.) [αρχ. ελλ. λίθος > γαλλ. lithium > τουρκ.].
lodos = νότιος ή ΝΔ άνεμος || είδος ψαριού [αρχ. ελλ. νότος > τουρκ., με παραφθορά της λέξης].
logaritma = λογάριθμος [ελλ. > γαλλ. logarithme > τουρκ.].
logaritmik = λογαριθμικός [νεοελλ. > γαλλ. logarithmique > τουρκ.].
logistik = βλ. lojistik
logos = λόγος, γλώσσα [αρχ. ελλ. > τουρκ.].
loğusa = βλ. lohusa
lohusa = λεχώνα, λεχούσα [μεσν. ελλ. > τουρκ.].
lojik = λογική (ουσ.), λογικός (επίθ.) [αρχ. ελλ. > γαλλ. logique > τουρκ.].
lojistik = λογισμός [αρχ. ελλ. > γαλλ. logistique > τουρκ.].
lokosit, lökosit = λευκοκύτταρο [ελλ. > γαλλ. leucocyte > τουρκ.].
lomboz = φινιστρίνι [αρχ. ελλ. ρόμβος > τουρκ.].
longoz = απότομο βάθος σε ποτάμι ή θάλασσα [μεσν. ελλ. λόγγη (= τάφρος) > λόγγος > τουρκ. Κατ' άλλη άποψη το λόγγος προέρχεται από το σλαβ. longû].
lop = λοβός || μαλακό κομμάτι, π.χ. κρέας [αρχ. ελλ. λοβός > γαλλ. lobe > τουρκ.].
lökoplâst = βλ. lökoplast
lökoplast = λευκοπλάστης (βοτ.) [ελλ. > γαλλ. leucoplaste > τουρκ.].
lökosit, lokosit = λευκοκύτταρο [ελλ. > γαλλ. leucocyte > τουρκ.].
lösemi = λευχαιμία [ελλ. > γαλλ. leucémie > τουρκ.].
lüfer = γουφάρι, είδος ψαριού [μεσν. ελλ. γομφάριον, υποκορ. του αρχ. ελλ. γόμφος > τουρκ.].
lop = λοβός || μαλακό κομμάτι, π.χ. κρέας [αρχ. ελλ. λοβός > γαλλ. lobe > τουρκ.].
lökoplâst = βλ. lökoplast
lökoplast = λευκοπλάστης (βοτ.) [ελλ. > γαλλ. leucoplaste > τουρκ.].
lökosit, lokosit = λευκοκύτταρο [ελλ. > γαλλ. leucocyte > τουρκ.].
lösemi = λευχαιμία [ελλ. > γαλλ. leucémie > τουρκ.].
lüfer = γουφάρι, είδος ψαριού [μεσν. ελλ. γομφάριον, υποκορ. του αρχ. ελλ. γόμφος > τουρκ.].
M : με
madalya = μετάλλιο [αρχ. ελλ. μέταλλον > νεοελλ. μετάλλιο > ιταλ. medaglia > τουρκ.].
madara = κακός, άσχημος [αρχ. ελλ. μαδαρός (= φαλακρός, άδεντρος) > μεσν. ελλ. μαδάρα > περσ. > τουρκ.].
madrabaz = χονδρέμπορος, μεταπράτης [μετγν. ελλ. μεταπράτης > περσ. > τουρκ.].
magma = μάγμα [αρχ. ελλ. μάσσω > μετγν. ελλ. μάγμα > γαλλ. magma > τουρκ.].
magri = βλ. mıgri
makine = μηχανή [αρχ. ελλ. > λατ. machina > ιταλ. macchina > τουρκ.].
makinist = μηχανικός [αρχ. ελλ. > γαλλ. machiniste > τουρκ.].
makroekonomi = μακροοικονομία [ελλ. > γαλλ. macroéconomie > τουρκ.].
makroekonomik = μακροοικονομικός [ελλ. > γαλλ. macroéconomique > τουρκ.].
malakit = μαλαχίτης [αντιδ. αρχ. ελλ. μαλάχη > γαλλ. malacihte > τουρκ., νεοελλ.].
madara = κακός, άσχημος [αρχ. ελλ. μαδαρός (= φαλακρός, άδεντρος) > μεσν. ελλ. μαδάρα > περσ. > τουρκ.].
madrabaz = χονδρέμπορος, μεταπράτης [μετγν. ελλ. μεταπράτης > περσ. > τουρκ.].
magma = μάγμα [αρχ. ελλ. μάσσω > μετγν. ελλ. μάγμα > γαλλ. magma > τουρκ.].
magri = βλ. mıgri
makine = μηχανή [αρχ. ελλ. > λατ. machina > ιταλ. macchina > τουρκ.].
makinist = μηχανικός [αρχ. ελλ. > γαλλ. machiniste > τουρκ.].
makroekonomi = μακροοικονομία [ελλ. > γαλλ. macroéconomie > τουρκ.].
makroekonomik = μακροοικονομικός [ελλ. > γαλλ. macroéconomique > τουρκ.].
malakit = μαλαχίτης [αντιδ. αρχ. ελλ. μαλάχη > γαλλ. malacihte > τουρκ., νεοελλ.].
malama = άχυρα ανάμικτα με σιτηρά [αρχ. ελλ. μάλαγμα > μεσν. ελλ. μάλαμα > τουρκ.].
malgama = αμάλγαμα [αντιδ. αρχ. ελλ. μαλάσσω > μετγν. ελλ. μάλαγμα > λατ. amalgama > τουρκ., νεοελλ.].
malihülya = μελαγχολία [αρχ. ελλ. > αραβ. > τουρκ.].
manastır = μοναστήρι [μετγν. ελλ. μοναστήριον > τουρκ.].
mancınık = καταπέλτης || ροδάνι [αρχ. ελλ. μάγγανον > αραβ. > τουρκ.].
mandal = μάνταλο [μετγν. ελλ. μάνδαλος > αραβ. > τουρκ.].
malgama = αμάλγαμα [αντιδ. αρχ. ελλ. μαλάσσω > μετγν. ελλ. μάλαγμα > λατ. amalgama > τουρκ., νεοελλ.].
malihülya = μελαγχολία [αρχ. ελλ. > αραβ. > τουρκ.].
manastır = μοναστήρι [μετγν. ελλ. μοναστήριον > τουρκ.].
mancınık = καταπέλτης || ροδάνι [αρχ. ελλ. μάγγανον > αραβ. > τουρκ.].
mandal = μάνταλο [μετγν. ελλ. μάνδαλος > αραβ. > τουρκ.].
mandar = καρούλι πλοίου [μεσν. ελλ. ιμαντάριον, υποκορ. του αρχ. ελλ. ιμάς > νεοελλ. μαντάρι (= σκοινί πλοίου) > τουρκ.].
mandepsi (argo) = παγίδα, απάτη [νεοελλ. μάντεψε, προστακτ. του μαντεύω > τουρκ.].
mandıra = μάντρα [αρχ. ελλ. μάνδρα > τουρκ.].
mani = μανία [αρχ. ελλ. > γαλλ. manie > τουρκ.].
manometre = μανόμετρο [αρχ. ελλ. μανός + μέτρον > γαλλ. manomètre > τουρκ.].
mantar = μανιτάρι || φελλός [μετγν. ελλ. αμανιτάριον, υποκορ. του αμανίτης > μεσν. ελλ. μανιτάρι > τουρκ.].
manya = βλ. mani
manyak = μανιακός [μετγν. ελλ. > γαλλ. maniaque > τουρκ.].
manyetik = μαγνητικός [νεοελλ. > γαλλ. magnétique > τουρκ.].
manyetizma = μαγνητισμός [ελλ. > γαλλ. magnétisme > τουρκ.].
margarin = μαργαρίνη [αντιδ. μετγν. ελλ. μάργαρον > γαλλ. margarine > τουρκ., νεοελλ.].
martaloz, martolos = αρματολός [νεοελλ. > παλαιότ. τουρκ.].
marul = μαρούλι [πιθ. *αμαρούλιον, υποκορ. του λατ. *amarulla (lactuca) > μετγν. ελλ. μαρούλιον > τουρκ.].
marya = προβατίνα, θηλυκό ζώο [νεοελλ. Μαρία > τουρκ., με παραφθορά της λέξης, όπως φαίνεται από κείμενα της τουρκοκρατίας].
masarika = η μεμβράνη που περιβάλλει τα έντερα [μετγν. ελλ. μεσάραιον > τουρκ.].
mastika = μαστίχα [μετγν. ελλ. μαστίχη > τουρκ.].
masura = μασούρι [όψιμο μεσν. ελλ. μασούριον > τουρκ. Σύμφωνα με το online λεξικό του Ιδρύματος τουρκικής γλώσσας η λέξη είναι ελληνική. Κατ' άλλη άποψη το μασούριον είναι υποκορ. του τουρκ. masura].
matematik = μαθηματικά [αρχ. ελλ. > γαλλ. mathématique > τουρκ.].
matiz = ματίζω, δένω [μετγν. ελλ. αμματίζω > νεοελλ. ματίζω > τουρκ.] || μέθυσος (αργκό) [αρχ. ελλ. μέθυσος > τουρκ.].
maydanoz = μαϊντανός [αντιδ. μεσν. ελλ. μακεδονήσι > τουρκ. maydanoz > νεοελλ. μαϊντανός].
maymun = μαϊμού [πιθ. αρχ. ελλ. μιμώ > αραβ. > τουρκ. > μεσν. ελλ. μαϊμού, οπότε είναι αντιδάνειο. Κατ' άλλη άποψη τουρκ. > νεοελλ. Σύμφωνα με το online λεξικό του Ιδρύματος τουρκικής γλώσσας η λέξη είναι αραβική].
mazgal = πολεμίστρα [αρχ. ελλ. μασχάλη > τουρκ.].
medüz = μέδουσα [αρχ. ελλ. > γαλλ. méduse > τουρκ.].
mega = πολύ μεγάλο [αρχ. ελλ. μέγα, ουδέτερο του μέγας > τουρκ.].
megafon = μεγάφωνο [αντιδ. μεσν. ελλ. μεγάφωνος > γαλλ. mégaphone > τουρκ., νεοελλ.].
megalomani = μεγαλομανία [ελλ. > γαλλ. mégalomanie > τουρκ.].
mekanik = μηχανική, μηχανικός [αρχ. ελλ. > γαλλ. méchanique > τουρκ.].
mekanism = βλ. mekanizm
mekanizm = μηχανοκρατία [ελλ. > γαλλ. mécanisme > τουρκ.].
mekanizma = μηχανισμός [ελλ. > ιταλ. mechanisma > τουρκ.].
melânkoli = μελαγχολία [αρχ. ελλ. > γαλλ. mélancolie > τουρκ.].
melanurya = μελανούρι [αρχ. ελλ. μελάνουρος > μεσν. ελλ. μελανούρι > τουρκ.].
melisa = μέλισσα (φυτ.) [αρχ. ελλ. > τουρκ.].
melodi = μελωδία [αρχ. ελλ. > γαλλ. mélodie > τουρκ.].
melodram = μελόδραμα [ελλ. > γαλλ. mélodrame > τουρκ.].
menderes = μαίανδρος [αρχ. ελλ. Μαίανδρος (= όνομα ποταμού της Μ. Ασίας) > τουρκ.].
mendirek = κυματοθραύστης [νεοελλ. μαντράκι, υποκορ. του μεσν. ελλ. μάντρα > τουρκ.].
menenjit = μηνιγγίτιδα [ελλ. > γαλλ. méningite > τουρκ.].
mengene = μέγγενη [αντιδ. αρχ. ελλ. μάγγανον > τουρκ. mengene > νεοελλ. μέγγενη. Συνήθης η μετατροπή του φθόγγου / a / σε / e / στα ελλ. δάνεια της τουρκ. π.χ. λαβράκι > levrek, μάρμαρο > mermer, σαμάρι > semer].
menisküs, menüsküs = μηνίσκος [αρχ. ελλ. > λατ. meniscus > τουρκ.].
menopoz = εμμηνόπαυση [ελλ. > γαλλ. ménopause > τουρκ.].
mera = βοσκοτόπι [αρχ. ελλ. μείρομαι (= μοιράζω) > αρχ. ελλ. μέρος > αραβ. > τουρκ.].
mermer = μάρμαρο [μετγν. ελλ. > αραβ. mermer > τουρκ.].
mersin = μυρσίνη [αρχ. ελλ. μύρτος > μύρσινος > μυρσίνη > τουρκ.].
mestur = μυστικός, μυστήριος [αρχ. ελλ. μυστήριον > αραβ. > τουρκ.].
metabolizma = μεταβολισμός [ελλ. > γαλλ. métabolisme > τουρκ.].
metafizik = μεταφυσική [μετγν. ελλ. > γαλλ. métaphysique > τουρκ.].
metafor = μεταφορά (φιλ.) [αρχ. ελλ. > γαλλ. métaphore > τουρκ.].
metal = μέταλλο [αρχ. ελλ. > γαλλ. métal > τουρκ.].
metalografi = μεταλλογραφία [ελλ. > γαλλ. métallographie > τουρκ.].
metamorfoz = μεταμόρφωση [μετγν. ελλ. > γαλλ. métamorphose > τουρκ.].
metapsişik = μεταψυχική [ελλ. > γαλλ. métapsychique > τουρκ.].
mandepsi (argo) = παγίδα, απάτη [νεοελλ. μάντεψε, προστακτ. του μαντεύω > τουρκ.].
mandıra = μάντρα [αρχ. ελλ. μάνδρα > τουρκ.].
mani = μανία [αρχ. ελλ. > γαλλ. manie > τουρκ.].
manometre = μανόμετρο [αρχ. ελλ. μανός + μέτρον > γαλλ. manomètre > τουρκ.].
mantar = μανιτάρι || φελλός [μετγν. ελλ. αμανιτάριον, υποκορ. του αμανίτης > μεσν. ελλ. μανιτάρι > τουρκ.].
manya = βλ. mani
manyak = μανιακός [μετγν. ελλ. > γαλλ. maniaque > τουρκ.].
manyetik = μαγνητικός [νεοελλ. > γαλλ. magnétique > τουρκ.].
manyetizma = μαγνητισμός [ελλ. > γαλλ. magnétisme > τουρκ.].
margarin = μαργαρίνη [αντιδ. μετγν. ελλ. μάργαρον > γαλλ. margarine > τουρκ., νεοελλ.].
martaloz, martolos = αρματολός [νεοελλ. > παλαιότ. τουρκ.].
marul = μαρούλι [πιθ. *αμαρούλιον, υποκορ. του λατ. *amarulla (lactuca) > μετγν. ελλ. μαρούλιον > τουρκ.].
marya = προβατίνα, θηλυκό ζώο [νεοελλ. Μαρία > τουρκ., με παραφθορά της λέξης, όπως φαίνεται από κείμενα της τουρκοκρατίας].
masarika = η μεμβράνη που περιβάλλει τα έντερα [μετγν. ελλ. μεσάραιον > τουρκ.].
mastika = μαστίχα [μετγν. ελλ. μαστίχη > τουρκ.].
masura = μασούρι [όψιμο μεσν. ελλ. μασούριον > τουρκ. Σύμφωνα με το online λεξικό του Ιδρύματος τουρκικής γλώσσας η λέξη είναι ελληνική. Κατ' άλλη άποψη το μασούριον είναι υποκορ. του τουρκ. masura].
matematik = μαθηματικά [αρχ. ελλ. > γαλλ. mathématique > τουρκ.].
matiz = ματίζω, δένω [μετγν. ελλ. αμματίζω > νεοελλ. ματίζω > τουρκ.] || μέθυσος (αργκό) [αρχ. ελλ. μέθυσος > τουρκ.].
maydanoz = μαϊντανός [αντιδ. μεσν. ελλ. μακεδονήσι > τουρκ. maydanoz > νεοελλ. μαϊντανός].
maymun = μαϊμού [πιθ. αρχ. ελλ. μιμώ > αραβ. > τουρκ. > μεσν. ελλ. μαϊμού, οπότε είναι αντιδάνειο. Κατ' άλλη άποψη τουρκ. > νεοελλ. Σύμφωνα με το online λεξικό του Ιδρύματος τουρκικής γλώσσας η λέξη είναι αραβική].
mazgal = πολεμίστρα [αρχ. ελλ. μασχάλη > τουρκ.].
medüz = μέδουσα [αρχ. ελλ. > γαλλ. méduse > τουρκ.].
mega = πολύ μεγάλο [αρχ. ελλ. μέγα, ουδέτερο του μέγας > τουρκ.].
megafon = μεγάφωνο [αντιδ. μεσν. ελλ. μεγάφωνος > γαλλ. mégaphone > τουρκ., νεοελλ.].
megalomani = μεγαλομανία [ελλ. > γαλλ. mégalomanie > τουρκ.].
mekanik = μηχανική, μηχανικός [αρχ. ελλ. > γαλλ. méchanique > τουρκ.].
mekanism = βλ. mekanizm
mekanizm = μηχανοκρατία [ελλ. > γαλλ. mécanisme > τουρκ.].
mekanizma = μηχανισμός [ελλ. > ιταλ. mechanisma > τουρκ.].
melânkoli = μελαγχολία [αρχ. ελλ. > γαλλ. mélancolie > τουρκ.].
melanurya = μελανούρι [αρχ. ελλ. μελάνουρος > μεσν. ελλ. μελανούρι > τουρκ.].
melisa = μέλισσα (φυτ.) [αρχ. ελλ. > τουρκ.].
melodi = μελωδία [αρχ. ελλ. > γαλλ. mélodie > τουρκ.].
melodram = μελόδραμα [ελλ. > γαλλ. mélodrame > τουρκ.].
menderes = μαίανδρος [αρχ. ελλ. Μαίανδρος (= όνομα ποταμού της Μ. Ασίας) > τουρκ.].
mendirek = κυματοθραύστης [νεοελλ. μαντράκι, υποκορ. του μεσν. ελλ. μάντρα > τουρκ.].
menenjit = μηνιγγίτιδα [ελλ. > γαλλ. méningite > τουρκ.].
mengene = μέγγενη [αντιδ. αρχ. ελλ. μάγγανον > τουρκ. mengene > νεοελλ. μέγγενη. Συνήθης η μετατροπή του φθόγγου / a / σε / e / στα ελλ. δάνεια της τουρκ. π.χ. λαβράκι > levrek, μάρμαρο > mermer, σαμάρι > semer].
menisküs, menüsküs = μηνίσκος [αρχ. ελλ. > λατ. meniscus > τουρκ.].
menopoz = εμμηνόπαυση [ελλ. > γαλλ. ménopause > τουρκ.].
mera = βοσκοτόπι [αρχ. ελλ. μείρομαι (= μοιράζω) > αρχ. ελλ. μέρος > αραβ. > τουρκ.].
mermer = μάρμαρο [μετγν. ελλ. > αραβ. mermer > τουρκ.].
mersin = μυρσίνη [αρχ. ελλ. μύρτος > μύρσινος > μυρσίνη > τουρκ.].
mestur = μυστικός, μυστήριος [αρχ. ελλ. μυστήριον > αραβ. > τουρκ.].
metabolizma = μεταβολισμός [ελλ. > γαλλ. métabolisme > τουρκ.].
metafizik = μεταφυσική [μετγν. ελλ. > γαλλ. métaphysique > τουρκ.].
metafor = μεταφορά (φιλ.) [αρχ. ελλ. > γαλλ. métaphore > τουρκ.].
metal = μέταλλο [αρχ. ελλ. > γαλλ. métal > τουρκ.].
metalografi = μεταλλογραφία [ελλ. > γαλλ. métallographie > τουρκ.].
metamorfoz = μεταμόρφωση [μετγν. ελλ. > γαλλ. métamorphose > τουρκ.].
metapsişik = μεταψυχική [ελλ. > γαλλ. métapsychique > τουρκ.].
metatez = μετάθεση συμφώνου (γλωσ.) [αρχ. ελλ. > γαλλ. métathèse > τουρκ.].
metazori = με το ζόρι, δια της βίας [νεοελλ. με το + τουρκ. zor > τουρκ.].
metelik = μεταλλίκι [αντιδ. αρχ. ελλ. μεταλλικόν > γαλλ. métalique > τουρκ., νεοελλ.].
meteor = μετέωρο [αρχ. ελλ. > γαλλ. météore > τουρκ.].
meteorolog = μετεωρολόγος [αρχ. ελλ. > γαλλ. météorologue > τουρκ.].
meteoroloji = μετεωρολογία [αρχ. ελλ. > γαλλ. météorologie > τουρκ.].
meteorolojik = μετεωρολογικός [αρχ. ελλ. > γαλλ. météorologique > τουρκ.].
metodoloji = μεθοδολογία [ελλ. > γαλλ. méthodologie > τουρκ.].
metot = μέθοδος [αρχ. ελλ. > γαλλ. méthode > τουρκ.].
metre = μέτρο [αρχ. ελλ. > γαλλ. mètre > τουρκ.].
metrik = μετρικός [αρχ. ελλ. > γαλλ. métrique > τουρκ.].
metronom = μετρονόμος [αρχ. ελλ. > γαλλ. métronome > τουρκ.].
metropol = μητρόπολη, μεγαλούπολη [αρχ. ελλ. > γαλλ. métropole > τουρκ.].
metropolit = μητροπολίτης [μετγν. ελλ. > τουρκ.].
metropoliten = μητροπολιτικός [μετγν. ελλ. μητρόπολις + γαλλ. -tain > γαλλ. métropolitain > τουρκ.].
mıgri = μουγγρί (ιχθ.) [μετγν. ελλ. γογγρίον, υποκορ. του αρχ. ελλ. γόγγρος, με παρετυμολ. επίδραση του μουγκρίζω > μεσν. ελλ. μουγγρίν > τουρκ.].
mıhladız = μαγνήτης (λαϊκ.), βλ. mıknatıs
mıknatıs = μαγνήτης [μεσν. ελλ. > αραβ. > τουρκ.].
mıknatısi = βλ. mıknatısî
mıknatısî = μαγνητικός [μεσν. ελλ. μαγνήτης > αραβ. > τουρκ.].
mızıka = μπάντα, μουσική, αρμόνικα [αρχ. ελλ. μουσική > ιταλ. musica > τουρκ.].
midilli = μυντιλής, είδος μικρόσωμου αλόγου που υπήρχε στη Μυτιλήνη [αρχ. ελλ. Μυτιλήνη > τουρκ.].
midye = μύδι [μετγν. ελλ. μύδιον > τουρκ.].
migren = ημικρανία [μετγν. ελλ. > γαλλ. migraine > τουρκ.].
mihaniki = βλ. mihanikî
mihanikî = μηχανική, ασυναίσθητη [αρχ. ελλ. μηχανική > αραβ. > τουρκ.].
mikrobiyolog = μικροβιολόγος [ελλ. > γαλλ. microbiologue > τουρκ.].
mikrobiyoloji = μικροβιολογία [ελλ. > γαλλ. microbiologie > τουρκ.].
mikrofon = μικρόφωνο [ελλ. > γαλλ. microphone > τουρκ.].
mikrokok = μικρόκοκκος [ελλ. > γαλλ. microcoque > τουρκ.].
mikrometre = μικρόμετρο [ελλ. > γαλλ. micromètre > τουρκ.].
mikron = μικρόν [ελλ. > γαλλ. micron > τουρκ.].
mikrop = μικρόβιο [ελλ. > γαλλ. microbe > τουρκ.].
mikrosefal = μικροκέφαλος [αρχ. ελλ. > γαλλ. microcéphale > τουρκ.].
mikroskop = μικροσκόπιο [ελλ. > γαλλ. microscope > τουρκ.].
mil = μήλη, χειρουργικό εργαλείο που έχει σχήμα λεπτού μεταλλικού ραβδιού [αρχ. ελλ. μήλη > αραβ. > τουρκ.].
mim = μίμος [αρχ. ελλ. μίμος, αβέβ. ετύμου > γαλλ. mime > τουρκ.].
mimik = μιμητικός [αρχ. ελλ. > γαλλ. mimique > τουρκ.].
mimoza = μιμόζα [αντιδ. αρχ. ελλ. μίμος > λατ. mimus > γαλλ., ιταλ. mimosa > νεοελλ., τουρκ.].
miras = κληρονομιά [αρχ. ελλ. μοίρα (= μερίδιο) > μεσν. ελλ. μοιρασία > αραβ. > τουρκ.].
mistisizm = μυστικισμός [ελλ. > γαλλ. mysticisme > τουρκ.].
mit, mitos = μύθος [αρχ. ελλ. > τουρκ.].
mitoloji = μυθολογία [αρχ. ελλ. > γαλλ. mythologie > τουρκ.].
mitos, mit = μύθος [αρχ. ελλ. > τουρκ.].
miyasma = μίασμα [αρχ. ελλ. > γαλλ. miasma > τουρκ.].
miyop = μύωπας [αρχ. ελλ. > γαλλ. myope > τουρκ.].
mnemotekni = μνημονική, μνημοτεχνική [αρχ. ελλ. > γαλλ. mnémotechnie > τουρκ.].
monad = βλ. monat
monarşi = μοναρχία [αρχ. ελλ. > γαλλ. monarchie > τουρκ.].
monat = μονάδα (φιλοσ.) [αρχ. ελλ. > τουρκ.].
monizm = μονισμός [ελλ. > γαλλ. monisme > τουρκ.].
monogami = μονογαμία [μετγν. ελλ. > γαλλ. monogamie > τουρκ.].
monografi = μονογραφία [νεοελλ. > γαλλ. monographie > τουρκ.].
monolog = μονόλογος [μεσν. ελλ. > γαλλ. monologue > τουρκ.].
monopol = μονοπώλιο [μετγν. ελλ. > γαλλ. monopole > τουρκ.].
monotip = μονοτυπία [ελλ. > γαλλ. monotype > τουρκ.].
monoton = μονότονος [μετγν. ελλ. > γαλλ. monotone > τουρκ.].
morfem = μόρφημα [ελλ. > γαλλ. morphème > τουρκ.].
morfin = μορφίνη [αντιδ. μετγν. ελλ. Μορφεύς > γαλλ. morphine > τουρκ., νεοελλ.].
morfinoman = μορφινομανία [ελλ. > γαλλ. morphinomane > τουρκ.].
morfoloji = μορφολογία [ελλ. > γαλλ. morphologie > τουρκ.].
mozaik = μωσαϊκό [αντιδ. αρχ. ελλ. Μούσα > λατ. musaicus > γαλλ. mosaïque > τουρκ., νεοελλ.].
mozole = μαυσωλείο [αρχ. ελλ. Μαύσωλος > μετγν. ελλ. Μαυσώλειον > γαλλ. mausolée > τουρκ.].
musandıra = μεσάντρα, εντοιχισμένη ντουλάπα για στρώματα και παπλώματα [αρχ. ελλ. μέσος + άνδηρον (= ύψωμα) > *μεσάνδηρα > νεοελλ. μεσάντρα > τουρκ. Κατ' άλλη άποψη τουρκ. > νεοελλ. Σύμφωνα με το online λεξικό του Ιδρύματος τουρκικής γλώσσας η λέξη είναι ελληνική].
musiki = μουσική [αρχ. ελλ. > αραβ. > τουρκ.].
muşmula = μούσμουλο [αρχ. ελλ. μέσπιλον > μεσν. ελλ. μέσπουλον > μούσπουλον > μούσμουλο > τουρκ.].
müze = μουσείο [αρχ. ελλ. > γαλλ. musée > τουρκ.].
müzik = μουσική [αρχ. ελλ. > γαλλ. musique > τουρκ.].
müzler = μούσες [αρχ. ελλ. Μούσαι > τουρκ.].
metazori = με το ζόρι, δια της βίας [νεοελλ. με το + τουρκ. zor > τουρκ.].
metelik = μεταλλίκι [αντιδ. αρχ. ελλ. μεταλλικόν > γαλλ. métalique > τουρκ., νεοελλ.].
meteor = μετέωρο [αρχ. ελλ. > γαλλ. météore > τουρκ.].
meteorolog = μετεωρολόγος [αρχ. ελλ. > γαλλ. météorologue > τουρκ.].
meteoroloji = μετεωρολογία [αρχ. ελλ. > γαλλ. météorologie > τουρκ.].
meteorolojik = μετεωρολογικός [αρχ. ελλ. > γαλλ. météorologique > τουρκ.].
metodoloji = μεθοδολογία [ελλ. > γαλλ. méthodologie > τουρκ.].
metot = μέθοδος [αρχ. ελλ. > γαλλ. méthode > τουρκ.].
metre = μέτρο [αρχ. ελλ. > γαλλ. mètre > τουρκ.].
metrik = μετρικός [αρχ. ελλ. > γαλλ. métrique > τουρκ.].
metronom = μετρονόμος [αρχ. ελλ. > γαλλ. métronome > τουρκ.].
metropol = μητρόπολη, μεγαλούπολη [αρχ. ελλ. > γαλλ. métropole > τουρκ.].
metropolit = μητροπολίτης [μετγν. ελλ. > τουρκ.].
metropoliten = μητροπολιτικός [μετγν. ελλ. μητρόπολις + γαλλ. -tain > γαλλ. métropolitain > τουρκ.].
mıgri = μουγγρί (ιχθ.) [μετγν. ελλ. γογγρίον, υποκορ. του αρχ. ελλ. γόγγρος, με παρετυμολ. επίδραση του μουγκρίζω > μεσν. ελλ. μουγγρίν > τουρκ.].
mıhladız = μαγνήτης (λαϊκ.), βλ. mıknatıs
mıknatıs = μαγνήτης [μεσν. ελλ. > αραβ. > τουρκ.].
mıknatısi = βλ. mıknatısî
mıknatısî = μαγνητικός [μεσν. ελλ. μαγνήτης > αραβ. > τουρκ.].
mızıka = μπάντα, μουσική, αρμόνικα [αρχ. ελλ. μουσική > ιταλ. musica > τουρκ.].
midilli = μυντιλής, είδος μικρόσωμου αλόγου που υπήρχε στη Μυτιλήνη [αρχ. ελλ. Μυτιλήνη > τουρκ.].
midye = μύδι [μετγν. ελλ. μύδιον > τουρκ.].
migren = ημικρανία [μετγν. ελλ. > γαλλ. migraine > τουρκ.].
mihaniki = βλ. mihanikî
mihanikî = μηχανική, ασυναίσθητη [αρχ. ελλ. μηχανική > αραβ. > τουρκ.].
mikrobiyolog = μικροβιολόγος [ελλ. > γαλλ. microbiologue > τουρκ.].
mikrobiyoloji = μικροβιολογία [ελλ. > γαλλ. microbiologie > τουρκ.].
mikrofon = μικρόφωνο [ελλ. > γαλλ. microphone > τουρκ.].
mikrokok = μικρόκοκκος [ελλ. > γαλλ. microcoque > τουρκ.].
mikrometre = μικρόμετρο [ελλ. > γαλλ. micromètre > τουρκ.].
mikron = μικρόν [ελλ. > γαλλ. micron > τουρκ.].
mikrop = μικρόβιο [ελλ. > γαλλ. microbe > τουρκ.].
mikrosefal = μικροκέφαλος [αρχ. ελλ. > γαλλ. microcéphale > τουρκ.].
mikroskop = μικροσκόπιο [ελλ. > γαλλ. microscope > τουρκ.].
mil = μήλη, χειρουργικό εργαλείο που έχει σχήμα λεπτού μεταλλικού ραβδιού [αρχ. ελλ. μήλη > αραβ. > τουρκ.].
mim = μίμος [αρχ. ελλ. μίμος, αβέβ. ετύμου > γαλλ. mime > τουρκ.].
mimik = μιμητικός [αρχ. ελλ. > γαλλ. mimique > τουρκ.].
mimoza = μιμόζα [αντιδ. αρχ. ελλ. μίμος > λατ. mimus > γαλλ., ιταλ. mimosa > νεοελλ., τουρκ.].
miras = κληρονομιά [αρχ. ελλ. μοίρα (= μερίδιο) > μεσν. ελλ. μοιρασία > αραβ. > τουρκ.].
mistisizm = μυστικισμός [ελλ. > γαλλ. mysticisme > τουρκ.].
mit, mitos = μύθος [αρχ. ελλ. > τουρκ.].
mitoloji = μυθολογία [αρχ. ελλ. > γαλλ. mythologie > τουρκ.].
mitos, mit = μύθος [αρχ. ελλ. > τουρκ.].
miyasma = μίασμα [αρχ. ελλ. > γαλλ. miasma > τουρκ.].
miyop = μύωπας [αρχ. ελλ. > γαλλ. myope > τουρκ.].
mnemotekni = μνημονική, μνημοτεχνική [αρχ. ελλ. > γαλλ. mnémotechnie > τουρκ.].
monad = βλ. monat
monarşi = μοναρχία [αρχ. ελλ. > γαλλ. monarchie > τουρκ.].
monat = μονάδα (φιλοσ.) [αρχ. ελλ. > τουρκ.].
monizm = μονισμός [ελλ. > γαλλ. monisme > τουρκ.].
monogami = μονογαμία [μετγν. ελλ. > γαλλ. monogamie > τουρκ.].
monografi = μονογραφία [νεοελλ. > γαλλ. monographie > τουρκ.].
monolog = μονόλογος [μεσν. ελλ. > γαλλ. monologue > τουρκ.].
monopol = μονοπώλιο [μετγν. ελλ. > γαλλ. monopole > τουρκ.].
monotip = μονοτυπία [ελλ. > γαλλ. monotype > τουρκ.].
monoton = μονότονος [μετγν. ελλ. > γαλλ. monotone > τουρκ.].
morfem = μόρφημα [ελλ. > γαλλ. morphème > τουρκ.].
morfin = μορφίνη [αντιδ. μετγν. ελλ. Μορφεύς > γαλλ. morphine > τουρκ., νεοελλ.].
morfinoman = μορφινομανία [ελλ. > γαλλ. morphinomane > τουρκ.].
morfoloji = μορφολογία [ελλ. > γαλλ. morphologie > τουρκ.].
mozaik = μωσαϊκό [αντιδ. αρχ. ελλ. Μούσα > λατ. musaicus > γαλλ. mosaïque > τουρκ., νεοελλ.].
mozole = μαυσωλείο [αρχ. ελλ. Μαύσωλος > μετγν. ελλ. Μαυσώλειον > γαλλ. mausolée > τουρκ.].
musandıra = μεσάντρα, εντοιχισμένη ντουλάπα για στρώματα και παπλώματα [αρχ. ελλ. μέσος + άνδηρον (= ύψωμα) > *μεσάνδηρα > νεοελλ. μεσάντρα > τουρκ. Κατ' άλλη άποψη τουρκ. > νεοελλ. Σύμφωνα με το online λεξικό του Ιδρύματος τουρκικής γλώσσας η λέξη είναι ελληνική].
musiki = μουσική [αρχ. ελλ. > αραβ. > τουρκ.].
muşmula = μούσμουλο [αρχ. ελλ. μέσπιλον > μεσν. ελλ. μέσπουλον > μούσπουλον > μούσμουλο > τουρκ.].
müze = μουσείο [αρχ. ελλ. > γαλλ. musée > τουρκ.].
müzik = μουσική [αρχ. ελλ. > γαλλ. musique > τουρκ.].
müzler = μούσες [αρχ. ελλ. Μούσαι > τουρκ.].
N : νε
nadas = αγρανάπαυση μετά το όργωμα [αρχ. ελλ. νεώ (= καλλιεργώ εκ νέου) > αρχ. ελλ. νεατός > τουρκ.].
naftalin = ναφθαλίνη [αντιδ. μετγν. ελλ. νάφθα > γαλλ. naphtaline > τουρκ., νεοελλ.].
namus = εντιμότητα [αρχ. ελλ. νόμος > αραβ. > τουρκ.].
narkotik = ναρκωτικό [μετγν. ελλ. > γαλλ. narcotique > τουρκ.].
narkoz = νάρκωση [αρχ. ελλ. > γαλλ. narcose > τουρκ.].
narsisizm = ναρκισσισμός [ελλ. > γαλλ. narcissisme > τουρκ.].
narsist = νάρκισσος, αυτός που αγαπά υπερβολικά τον εαυτό του [αρχ. ελλ. > γαλλ. narcissist > τουρκ.].
navlun = ναύλο [αρχ. ελλ. ναύλος > τουρκ.].
nefrit = νεφρίτιδα [αρχ. ελλ. > γαλλ. nephrite > τουρκ.].
nekroz = νέκρωση [μετγν. ελλ. > γαλλ. nécrose > τουρκ.].
nektar = νέκταρ [αρχ. ελλ. > γαλλ. nectar > τουρκ.].
nemf = νύμφη (εντομ.) [αρχ. ελλ. > γαλλ. nymphe > τουρκ.].
neolitik = νεολιθικός [ελλ. > γαλλ. néolithique > τουρκ.].
neolojizm = νεολογισμός [ελλ. > γαλλ. néologisme > τουρκ.].
neon = νέον (χημ.) [αντιδ. αρχ. ελλ. νέον > γαλλ. néon > τουρκ., νεοελλ.].
neoplâzma = βλ. neoplazma
neoplazma = νεόπλασμα [ελλ. > γαλλ. néoplasme > τουρκ.].
nergis = νάρκισσος [αρχ. ελλ. > περσ. nergis > τουρκ.].
neşter = νυστέρι [αρχ. ελλ. νύσσω (= τρυπώ) > *νυστήριον > περσ. > τουρκ.].
nevralji = νευραλγία [μεσν. ελλ. > γαλλ. névralgie > τουρκ.].
nevrasteni = νευρασθένεια [ελλ. > γαλλ. neurasthénie > τουρκ.].
nevroloji = νευρολογία [ελλ. > γαλλ. neurologie > τουρκ.].
nevropat = νευροπαθής [ελλ. > γαλλ. névropathe > τουρκ.].
nevroz = νεύρωση [αντιδ. μεσν. ελλ. > γαλλ. névrose > τουρκ., νεοελλ.].
nostalji = νοσταλγία [μεσν. ελλ. > γαλλ. nostalgie > τουρκ.].
nöron = νευρώνας [ελλ. > γαλλ. neurone > τουρκ.].
nümismatik = νομισματικός [μεσν. ελλ. > γαλλ. numismatique > τουρκ.].
naftalin = ναφθαλίνη [αντιδ. μετγν. ελλ. νάφθα > γαλλ. naphtaline > τουρκ., νεοελλ.].
namus = εντιμότητα [αρχ. ελλ. νόμος > αραβ. > τουρκ.].
narkotik = ναρκωτικό [μετγν. ελλ. > γαλλ. narcotique > τουρκ.].
narkoz = νάρκωση [αρχ. ελλ. > γαλλ. narcose > τουρκ.].
narsisizm = ναρκισσισμός [ελλ. > γαλλ. narcissisme > τουρκ.].
narsist = νάρκισσος, αυτός που αγαπά υπερβολικά τον εαυτό του [αρχ. ελλ. > γαλλ. narcissist > τουρκ.].
navlun = ναύλο [αρχ. ελλ. ναύλος > τουρκ.].
nefrit = νεφρίτιδα [αρχ. ελλ. > γαλλ. nephrite > τουρκ.].
nekroz = νέκρωση [μετγν. ελλ. > γαλλ. nécrose > τουρκ.].
nektar = νέκταρ [αρχ. ελλ. > γαλλ. nectar > τουρκ.].
nemf = νύμφη (εντομ.) [αρχ. ελλ. > γαλλ. nymphe > τουρκ.].
neolitik = νεολιθικός [ελλ. > γαλλ. néolithique > τουρκ.].
neolojizm = νεολογισμός [ελλ. > γαλλ. néologisme > τουρκ.].
neon = νέον (χημ.) [αντιδ. αρχ. ελλ. νέον > γαλλ. néon > τουρκ., νεοελλ.].
neoplâzma = βλ. neoplazma
neoplazma = νεόπλασμα [ελλ. > γαλλ. néoplasme > τουρκ.].
nergis = νάρκισσος [αρχ. ελλ. > περσ. nergis > τουρκ.].
neşter = νυστέρι [αρχ. ελλ. νύσσω (= τρυπώ) > *νυστήριον > περσ. > τουρκ.].
nevralji = νευραλγία [μεσν. ελλ. > γαλλ. névralgie > τουρκ.].
nevrasteni = νευρασθένεια [ελλ. > γαλλ. neurasthénie > τουρκ.].
nevroloji = νευρολογία [ελλ. > γαλλ. neurologie > τουρκ.].
nevropat = νευροπαθής [ελλ. > γαλλ. névropathe > τουρκ.].
nevroz = νεύρωση [αντιδ. μεσν. ελλ. > γαλλ. névrose > τουρκ., νεοελλ.].
nostalji = νοσταλγία [μεσν. ελλ. > γαλλ. nostalgie > τουρκ.].
nöron = νευρώνας [ελλ. > γαλλ. neurone > τουρκ.].
nümismatik = νομισματικός [μεσν. ελλ. > γαλλ. numismatique > τουρκ.].
O : ο
obelisk = οβελίσκος [αρχ. ελλ. > γαλλ. obélisque > τουρκ.].
odeon = αρχαίο ελληνικό ωδείο [αρχ. ελλ. ωδείον > γαλλ. odéon > τουρκ.].
odyometre = ακουόμετρο [λατ. audio + αρχ. ελλ. μέτρον > γαλλ. audiomètre > τουρκ.].
oftalmoloji = οφθαλμολογία [ελλ. > γαλλ. ophtalmologie > τουρκ.].
oftalmoskop = οφθαλμοσκόπιο [ελλ. > γαλλ. ophtalmoscope > τουρκ.].
okaliptüs = ευκάλυπτος [ελλ. > γαλλ. eucalyptus > τουρκ.].
oksijen = οξυγόνο [ελλ. > γαλλ. oxygène > τουρκ.].
oksit = οξίδιο [αντιδ. αρχ. ελλ. οξύς > γαλλ. oxide > τουρκ., νεοελλ.].
okul = σχολείο [αρχ. ελλ. σχολή > λατ. schola > γαλλ. école > τουρκ.].
okyanus = ωκεανός [αρχ. ελλ. > τουρκ.].
okyanusya = Ωκεανία [ελλ. > τουρκ.].
oligarşi = ολιγαρχία [αρχ. ελλ. > γαλλ. oligarchie > τουρκ.].
olimpik = ολυμπιακός [αρχ. ελλ. > γαλλ. olympique > τουρκ.].
olimpiyat = ολυμπιακοί αγώνες [αρχ. ελλ. Ολυμπιάς > γαλλ. olympiade > τουρκ.].
omuz = ώμος [αρχ. ελλ. > τουρκ. Η λ. απαντά σε αρκετές τουρκ. γλώσσες, γεγονός που δημιουργεί αμφιβολίες για την ακριβή προέλευσή της και απαιτεί περαιτέρω έρευνα].
onanizm = αυνανισμός [ελλ. > γαλλ. onanisme > τουρκ.].
onomastik = ονομαστικός [αρχ. ελλ. > γαλλ. onomastique > τουρκ.].
onomatope = ονοματοποιία [μετγν. ελλ. > γαλλ. onomatopée > τουρκ.].
ontogenez = οντογένεση [ελλ. > γαλλ. ontogénèse > τουρκ.].
ontoloji = οντολογία [ελλ. > γαλλ. ontologie > τουρκ.].
oosfer = ωόσφαιρα [ελλ. > γαλλ. oosphère > τουρκ.].
oosit = ωοκύτταρο [ελλ. > γαλλ. oocyte > τουρκ.].
optik = οπτική [αρχ. ελλ. > γαλλ. optique > τουρκ.].
orfoz = ροφός, είδος ψαριού [αρχ. ελλ. όρφος, ορφός > τουρκ.].
organ = όργανο [αρχ. ελλ. > γαλλ. organe > τουρκ.].
organik = οργανικός [αρχ. ελλ. > γαλλ. organique > τουρκ.].
organizma = οργανισμός [ελλ. > γαλλ. organisme > τουρκ.].
orgazm = οργασμός [μετγν. ελλ. > γαλλ. orgasme > τουρκ.].
orkestra = ορχήστρα [αρχ. ελλ. > γαλλ. orchestre > τουρκ.].
orkide = ορχιδέα [αντιδ. αρχ. ελλ. όρχις > λατ. orchidea > γαλλ. orchidée > τουρκ., νεοελλ.].
orkinos = τόννος, είδος ψαριού [μετγν. ελλ. όρκυνος > τουρκ.].
orkit = ορχίτιδα [ελλ. > γαλλ. orchite > τουρκ.].
ornitoloji = ορνιθολογία [ελλ. > γαλλ. ornithologie > τουρκ.].
orojeni = ορογένεια, ορογένεση [ελλ. > γαλλ. orogénie > τουρκ.].
ortodoks = ορθόδοξος [μετγν. ελλ. > τουρκ.].
ortopedi = ορθοπαιδική [ελλ. > γαλλ. orthopédie > τουρκ.].
ortopedik = ορθοπαιδικός [ελλ. > γαλλ. orthopédique > τουρκ.].
oşinografi = ωκεανογραφία [ελλ. > αγγλ. oceαnography > τουρκ.].
otantik = αυθεντικός [μετγν. ελλ. > γαλλ. authentique > τουρκ.].
otarsi = αυτάρκεια [αρχ. ελλ. > γαλλ. autarcie > τουρκ.].
otistik = αυτιστικός [ελλ. > γαλλ. autistique > τουρκ.].
otizm = αυτισμός [ελλ. > γαλλ. autisme > τουρκ.].
otobiyografi = αυτοβιογραφία [ελλ. > γαλλ. autobiographie > τουρκ.].
otodidakt = αυτοδίδακτος [αρχ. ελλ. > γαλλ. autodidact > τουρκ.].
otoerotizm = αυτοερωτισμός [ελλ. > γαλλ. auto-érotisme > τουρκ.].
otograf = αυτόγραφος [μετγν. ελλ. > γαλλ. autographe > τουρκ.].
otokrasi = αυτοκρατορία [μετγν. ελλ. > γαλλ. autocratie > τουρκ.].
otokrat = αυτοκράτορας [αρχ. ελλ. αυτοκράτωρ > γαλλ. autocrate > τουρκ.].
otokritik = αυτοκριτική [ελλ. > γαλλ. autocritique > τουρκ.].
otomat = αυτόματο (ουσ.) [ελλ. > γαλλ. automate > τουρκ.].
otomatik = αυτόματος (επίθ.) [αρχ. ελλ. > γαλλ. automatique > τουρκ.].
otomatizm = αυτοματισμός [αρχ. ελλ. > γαλλ. automatisme > τουρκ.].
otonomi = αυτονομία [αρχ. ελλ. > γαλλ. autonomie > τουρκ.].
otopsi = αυτοψία, νεκροψία [μετγν. ελλ. αυτοψία > γαλλ. autopsie > τουρκ.].
oya = ούγια [αρχ. ελλ. όα / ώα > μετγν. ελλ. ούα > μεσν. ελλ. ούια > τουρκ.].
ozmos = όσμωση [αντιδ. μετγ. ελλ. ωσμός + -ωση > γαλλ. osmose > τουρκ., νεοελλ.].
ozon = όζον [αντιδ. αρχ. ελλ. όζον > γαλλ. ozone > τουρκ., νεοελλ.].
odeon = αρχαίο ελληνικό ωδείο [αρχ. ελλ. ωδείον > γαλλ. odéon > τουρκ.].
odyometre = ακουόμετρο [λατ. audio + αρχ. ελλ. μέτρον > γαλλ. audiomètre > τουρκ.].
oftalmoloji = οφθαλμολογία [ελλ. > γαλλ. ophtalmologie > τουρκ.].
oftalmoskop = οφθαλμοσκόπιο [ελλ. > γαλλ. ophtalmoscope > τουρκ.].
okaliptüs = ευκάλυπτος [ελλ. > γαλλ. eucalyptus > τουρκ.].
oksijen = οξυγόνο [ελλ. > γαλλ. oxygène > τουρκ.].
oksit = οξίδιο [αντιδ. αρχ. ελλ. οξύς > γαλλ. oxide > τουρκ., νεοελλ.].
okul = σχολείο [αρχ. ελλ. σχολή > λατ. schola > γαλλ. école > τουρκ.].
okyanus = ωκεανός [αρχ. ελλ. > τουρκ.].
okyanusya = Ωκεανία [ελλ. > τουρκ.].
oligarşi = ολιγαρχία [αρχ. ελλ. > γαλλ. oligarchie > τουρκ.].
olimpik = ολυμπιακός [αρχ. ελλ. > γαλλ. olympique > τουρκ.].
olimpiyat = ολυμπιακοί αγώνες [αρχ. ελλ. Ολυμπιάς > γαλλ. olympiade > τουρκ.].
omuz = ώμος [αρχ. ελλ. > τουρκ. Η λ. απαντά σε αρκετές τουρκ. γλώσσες, γεγονός που δημιουργεί αμφιβολίες για την ακριβή προέλευσή της και απαιτεί περαιτέρω έρευνα].
onanizm = αυνανισμός [ελλ. > γαλλ. onanisme > τουρκ.].
onomastik = ονομαστικός [αρχ. ελλ. > γαλλ. onomastique > τουρκ.].
onomatope = ονοματοποιία [μετγν. ελλ. > γαλλ. onomatopée > τουρκ.].
ontogenez = οντογένεση [ελλ. > γαλλ. ontogénèse > τουρκ.].
ontoloji = οντολογία [ελλ. > γαλλ. ontologie > τουρκ.].
oosfer = ωόσφαιρα [ελλ. > γαλλ. oosphère > τουρκ.].
oosit = ωοκύτταρο [ελλ. > γαλλ. oocyte > τουρκ.].
optik = οπτική [αρχ. ελλ. > γαλλ. optique > τουρκ.].
orfoz = ροφός, είδος ψαριού [αρχ. ελλ. όρφος, ορφός > τουρκ.].
organ = όργανο [αρχ. ελλ. > γαλλ. organe > τουρκ.].
organik = οργανικός [αρχ. ελλ. > γαλλ. organique > τουρκ.].
organizma = οργανισμός [ελλ. > γαλλ. organisme > τουρκ.].
orgazm = οργασμός [μετγν. ελλ. > γαλλ. orgasme > τουρκ.].
orkestra = ορχήστρα [αρχ. ελλ. > γαλλ. orchestre > τουρκ.].
orkide = ορχιδέα [αντιδ. αρχ. ελλ. όρχις > λατ. orchidea > γαλλ. orchidée > τουρκ., νεοελλ.].
orkinos = τόννος, είδος ψαριού [μετγν. ελλ. όρκυνος > τουρκ.].
orkit = ορχίτιδα [ελλ. > γαλλ. orchite > τουρκ.].
ornitoloji = ορνιθολογία [ελλ. > γαλλ. ornithologie > τουρκ.].
orojeni = ορογένεια, ορογένεση [ελλ. > γαλλ. orogénie > τουρκ.].
ortodoks = ορθόδοξος [μετγν. ελλ. > τουρκ.].
ortopedi = ορθοπαιδική [ελλ. > γαλλ. orthopédie > τουρκ.].
ortopedik = ορθοπαιδικός [ελλ. > γαλλ. orthopédique > τουρκ.].
oşinografi = ωκεανογραφία [ελλ. > αγγλ. oceαnography > τουρκ.].
otantik = αυθεντικός [μετγν. ελλ. > γαλλ. authentique > τουρκ.].
otarsi = αυτάρκεια [αρχ. ελλ. > γαλλ. autarcie > τουρκ.].
otistik = αυτιστικός [ελλ. > γαλλ. autistique > τουρκ.].
otizm = αυτισμός [ελλ. > γαλλ. autisme > τουρκ.].
otobiyografi = αυτοβιογραφία [ελλ. > γαλλ. autobiographie > τουρκ.].
otodidakt = αυτοδίδακτος [αρχ. ελλ. > γαλλ. autodidact > τουρκ.].
otoerotizm = αυτοερωτισμός [ελλ. > γαλλ. auto-érotisme > τουρκ.].
otograf = αυτόγραφος [μετγν. ελλ. > γαλλ. autographe > τουρκ.].
otokrasi = αυτοκρατορία [μετγν. ελλ. > γαλλ. autocratie > τουρκ.].
otokrat = αυτοκράτορας [αρχ. ελλ. αυτοκράτωρ > γαλλ. autocrate > τουρκ.].
otokritik = αυτοκριτική [ελλ. > γαλλ. autocritique > τουρκ.].
otomat = αυτόματο (ουσ.) [ελλ. > γαλλ. automate > τουρκ.].
otomatik = αυτόματος (επίθ.) [αρχ. ελλ. > γαλλ. automatique > τουρκ.].
otomatizm = αυτοματισμός [αρχ. ελλ. > γαλλ. automatisme > τουρκ.].
otonomi = αυτονομία [αρχ. ελλ. > γαλλ. autonomie > τουρκ.].
otopsi = αυτοψία, νεκροψία [μετγν. ελλ. αυτοψία > γαλλ. autopsie > τουρκ.].
oya = ούγια [αρχ. ελλ. όα / ώα > μετγν. ελλ. ούα > μεσν. ελλ. ούια > τουρκ.].
ozmos = όσμωση [αντιδ. μετγ. ελλ. ωσμός + -ωση > γαλλ. osmose > τουρκ., νεοελλ.].
ozon = όζον [αντιδ. αρχ. ελλ. όζον > γαλλ. ozone > τουρκ., νεοελλ.].
Ö : ε άφωνο, όπως το γαλλικό eu και το γερμανικό ö
ödem = οίδημα [αρχ. ελλ. > γαλλ. oedème > τουρκ.].
ökse = ιξός, κολλώδης ουσία [αρχ. ελλ. ιξός > τουρκ.].
örgüt = οργάνωση, ίδρυμα [μετγν. ελλ. οργάνωσις > τουρκ.].
ötanazi = ευθανασία [μετγν. ελλ. > γαλλ. euthanasie > τουρκ.].
ökse = ιξός, κολλώδης ουσία [αρχ. ελλ. ιξός > τουρκ.].
örgüt = οργάνωση, ίδρυμα [μετγν. ελλ. οργάνωσις > τουρκ.].
ötanazi = ευθανασία [μετγν. ελλ. > γαλλ. euthanasie > τουρκ.].
P : πε
palamar = παλαμάρι [αντιδ. αρχ. ελλ. παλάμη > μεσν. λατ. palamarius > νεοελλ. παλαμάρι > τουρκ. Σύμφωνα με το online λεξικό του Ιδρύματος τουρκικής γλώσσας η λέξη είναι ελληνική].
palamut = παλαμίδα [μετγν. ελλ. παλαμίς > τουρκ.] || βαλανίδι [μετγν. ελλ. βαλανίδιον > τουρκ., με παραφθορά της λέξης].
palanga = παλάγκο, πολύσπαστο [αντιδ. αρχ. ελλ. φάλαγξ > λατ. phalangae > ιταλ. palanco / paránco > τουρκ., νεοελλ. παλάγκο].
palavra = ψευδολογία || ανόητη φλυαρία [αντιδ. αρχ. ελλ. παραβολή > λατ. parabola > ισπ. palavra > νεοελλ., τουρκ.].
paleografi = παλαιογραφία [ελλ. > γαλλ. paléographie > τουρκ.].
paleontoloji = παλαιοντολογία [ελλ. > γαλλ. paléontologie > τουρκ.].
paleozoik = παλαιοζωικός [ελλ. > γαλλ. paléozoïque > τουρκ.].
palikarya = παλικάρι [μεσν. ελλ. παλληκάριον > τουρκ.].
panayır = πανηγύρι [μεσν. ελλ. πανηγύριον > τουρκ.].
pandomima = παντομίμα [αντιδ. μετγν. ελλ. παντόμιμος > λατ. pantomimus > ιταλ. pantomima > τουρκ., νεοελλ.].
panik = πανικός [μετγν. ελλ. > γαλλ. panique > τουρκ.].
pankras = παγκράτιο [αρχ. ελλ. παγκράτιον > γαλλ. pancrace > τουρκ.].
pankreas = πάγκρεας [αρχ. ελλ. > γαλλ. pancréas > τουρκ.].
panorama = πανόραμα [ελλ. > γαλλ. panorama > τουρκ.].
panoramik = πανοραμικός [ελλ. > γαλλ. panoramique > τουρκ.].
panteist = πανθεϊστής [ελλ. > γαλλ. panthéiste > τουρκ.].
panteizm = πανθεϊσμός [ελλ. > γαλλ. panthéisme > τουρκ.].
panteon = πάνθεον [αρχ. ελλ. > γαλλ. panthéon > τουρκ.].
pantograf = παντογράφος [ελλ. > γαλλ. pantographe > τουρκ.].
pantufla = παντόφλα [αντιδ. αρχ. ελλ. παντο- + φελλός > ιταλ. pantofola > γαλλ. pantoufle > νεοελλ. παντούφλα > τουρκ.].
palamut = παλαμίδα [μετγν. ελλ. παλαμίς > τουρκ.] || βαλανίδι [μετγν. ελλ. βαλανίδιον > τουρκ., με παραφθορά της λέξης].
palanga = παλάγκο, πολύσπαστο [αντιδ. αρχ. ελλ. φάλαγξ > λατ. phalangae > ιταλ. palanco / paránco > τουρκ., νεοελλ. παλάγκο].
palavra = ψευδολογία || ανόητη φλυαρία [αντιδ. αρχ. ελλ. παραβολή > λατ. parabola > ισπ. palavra > νεοελλ., τουρκ.].
paleografi = παλαιογραφία [ελλ. > γαλλ. paléographie > τουρκ.].
paleontoloji = παλαιοντολογία [ελλ. > γαλλ. paléontologie > τουρκ.].
paleozoik = παλαιοζωικός [ελλ. > γαλλ. paléozoïque > τουρκ.].
palikarya = παλικάρι [μεσν. ελλ. παλληκάριον > τουρκ.].
panayır = πανηγύρι [μεσν. ελλ. πανηγύριον > τουρκ.].
pandomima = παντομίμα [αντιδ. μετγν. ελλ. παντόμιμος > λατ. pantomimus > ιταλ. pantomima > τουρκ., νεοελλ.].
panik = πανικός [μετγν. ελλ. > γαλλ. panique > τουρκ.].
pankras = παγκράτιο [αρχ. ελλ. παγκράτιον > γαλλ. pancrace > τουρκ.].
pankreas = πάγκρεας [αρχ. ελλ. > γαλλ. pancréas > τουρκ.].
panorama = πανόραμα [ελλ. > γαλλ. panorama > τουρκ.].
panoramik = πανοραμικός [ελλ. > γαλλ. panoramique > τουρκ.].
panteist = πανθεϊστής [ελλ. > γαλλ. panthéiste > τουρκ.].
panteizm = πανθεϊσμός [ελλ. > γαλλ. panthéisme > τουρκ.].
panteon = πάνθεον [αρχ. ελλ. > γαλλ. panthéon > τουρκ.].
pantograf = παντογράφος [ελλ. > γαλλ. pantographe > τουρκ.].
pantufla = παντόφλα [αντιδ. αρχ. ελλ. παντο- + φελλός > ιταλ. pantofola > γαλλ. pantoufle > νεοελλ. παντούφλα > τουρκ.].
papatya = το λουλούδι μαργαρίτα [μεσν. ελλ. παπαδιά > τουρκ.].
papaz = παπάς [αρχ. ελλ. πάππας (= μπαμπάς) > μεσν. ελλ. παπ(π)άς > τουρκ.].
papirüs = πάπυρος [αρχ. ελλ. πάπυρος, αβέβ. ετύμου > γαλλ. papyrus > τουρκ.].
parabol = παραβολή (μαθ.) [αρχ. ελλ. > γαλλ. parabole > τουρκ.].
parabolik = παραβολικός (μαθ.) [μετγν. ελλ. > γαλλ. parabolique > τουρκ.].
paraboloit = παραβολοειδής [ελλ. > γαλλ. paraboloïde > τουρκ.].
paradigma = παράδειγμα [αρχ. ελλ. > γαλλ. paradigme > τουρκ.].
paradoks = παράδοξος [αρχ. ελλ. > γαλλ. paradoxe > τουρκ.].
parafazi = παραφασία [ελλ. > γαλλ. paraphasie > τουρκ.].
paragraf = παράγραφος [μετγν. ελλ. > γαλλ. paragraphe > τουρκ.].
papaz = παπάς [αρχ. ελλ. πάππας (= μπαμπάς) > μεσν. ελλ. παπ(π)άς > τουρκ.].
papirüs = πάπυρος [αρχ. ελλ. πάπυρος, αβέβ. ετύμου > γαλλ. papyrus > τουρκ.].
parabol = παραβολή (μαθ.) [αρχ. ελλ. > γαλλ. parabole > τουρκ.].
parabolik = παραβολικός (μαθ.) [μετγν. ελλ. > γαλλ. parabolique > τουρκ.].
paraboloit = παραβολοειδής [ελλ. > γαλλ. paraboloïde > τουρκ.].
paradigma = παράδειγμα [αρχ. ελλ. > γαλλ. paradigme > τουρκ.].
paradoks = παράδοξος [αρχ. ελλ. > γαλλ. paradoxe > τουρκ.].
parafazi = παραφασία [ελλ. > γαλλ. paraphasie > τουρκ.].
paragraf = παράγραφος [μετγν. ελλ. > γαλλ. paragraphe > τουρκ.].
paraketa = παραγάδι || ταχύμετρο πλοίου [μεσν. ελλ. παραγαύδιον, υποκορ. του μετγν. ελλ. παραγαύδης (= κροσσωτό φόρεμα), πιθ. περσ. δάνειο > νεοελλ. παραγάδι > τουρκ.].
paralâks = βλ. paralaks
paralaks = παράλλαξη (αστρ.) [αρχ. ελλ. > γαλλ. parallaxe > τουρκ.].
paralel = παράλληλος [αρχ. ελλ. > γαλλ. parallèle > τουρκ.].
paralelizm = παραλληλισμός [μεσν. ελλ. > γαλλ. parallélisme > τουρκ.].
paralojizm = παραλογισμός [αρχ. ελλ. > γαλλ. paralogisme > τουρκ.].
parametre = παράμετρος [ελλ. > γαλλ. paramètre > τουρκ.].
paramnezi = παραμνησία [ελλ. > γαλλ. paramnésie > τουρκ.].
parankima = παρέγχυμα [μετγν. ελλ. > γαλλ. parenchyme > τουρκ.].
paranoya = παράνοια [αρχ. ελλ. > γαλλ. paranoïa > τουρκ.].
paranoyak = παρανοϊκός [ελλ. > γαλλ. paranoïaque > τουρκ.].
parantez = παρένθεση [μετγν. ελλ. > γαλλ. paranthèse > τουρκ.].
parapsikoloji = παραψυχολογία [ελλ. > αγγλ. parapsychlogy > τουρκ.].
parasempatik = παρασυμπαθητικό [ελλ. > γαλλ. parasympathique > τουρκ.].
parazit = παράσιτο [αρχ. ελλ. > γαλλ. parasite > τουρκ.].
parazitoloji = παρασιτολογία [ελλ. > γαλλ. parasitologie > τουρκ.].
parodi = παρωδία [αρχ. ελλ. > γαλλ. parodie > τουρκ.].
parşömen = περγαμηνή [μετγν. ελλ. > γαλλ. parchemin > τουρκ.].
partenogenez = παρθενογένεση [ελλ. > γαλλ. parthénogenèse > τουρκ.].
paspal = πασπάλη, αλεύρι με πίτουρο [αρχ. ελλ. πασπάλη > τουρκ.].
pasta = πάστα, είδος γλυκίσματος [αντιδ. μετγν. ελλ. πάστη (= ζύμη) > μετγν. λατ. pasta > ιταλ. pasta > τουρκ., νεοελλ.].
pastra = πάστρα (χαρτοπαιγν.) [μεσν. ελλ. > τουρκ.].
patetik = παθητικός [αρχ. ελλ. > γαλλ. pathétique > τουρκ.].
pati = τα εμπρόσθια πόδια των ζώων, π.χ. γάτας κ.λπ. || το πόδι του μικρού παιδιού [αρχ. ελλ. πατώ > τουρκ.].
patik = πατίκι, παντούφλα [αρχ. ελλ. πατώ + -ίκι > νεοελλ. πατίκι > τουρκ.].
patojen = παθογόνος [νεοελλ. > γαλλ. pathogène > τουρκ.].
patoloji = παθολογία [ελλ. > γαλλ. pathologie > τουρκ.].
patolojik = παθολογικός [μετγν. ελλ. > γαλλ. pathologique > τουρκ.].
patrik = πατριάρχης [μετγν. ελλ. > τουρκ.].
patrikhane = πατριαρχείο [μετγν. ελλ. πατριάρχης + περσ. hane > τουρκ.].
pavurya = καρκίνος (αστρ.) [αρχ. ελλ. πάγουρος > τουρκ.].
paydos = διακοπή εργασίας [μεσν. ελλ. φαγητόν (ο σκοπός μάλλον της διακοπής) > τουρκ. Κατ' άλλη άποψη αρχ. ελλ. παύσις > τουρκ. Σύμφωνα με το online λεξικό του Ιδρύματος τουρκικής γλώσσας η λέξη είναι ελληνική].
payton = παϊτόνι, άμαξα [αρχ. ελλ. Φαέθων > γαλλ. phaéton > τουρκ. payton, fayton, βλ. λέξη].
pedagog = παιδαγωγός [αρχ. ελλ. > γαλλ. pédagogue > τουρκ.].
pedagoji = παιδαγωγική [αρχ. ελλ. > γαλλ. pédagogie > τουρκ.].
pedagojik = παιδαγωγικός [αρχ. ελλ. > γαλλ. pédagogique > τουρκ.].
pedavra = λεπτό σανίδι [αρχ. ελλ. πέτευρον > μεσν. ελλ. πέταυρον > τουρκ.].
pediatri = παιδιατρική [ελλ. > γαλλ. pédiatrie > τουρκ.].
pedoloji = παιδολογία [ελλ. > γαλλ. paidologie > τουρκ.] || πεδολογία, εδαφολογία [αρχ. ελλ. πέδον > γαλλ. pédologie > τουρκ.].
peksimet = παξιμάδι [μετγν. ελλ. παξαμάδιον > μεσν. ελλ. παξιμάδιον > νεοελλ. παξιμάδι > τουρκ.].
pelikan = πελεκάνος [αρχ. ελλ. πελεκάν > γαλλ. pélican > τουρκ.].
pelte = πελτές [αντιδ. μετγν. ελλ. πολτός > περσ. > τουρκ. > νεοελλ.].
pentatlon = πένταθλο [αρχ. ελλ. πένταθλον > γαλλ. pentathlon > τουρκ.].
pepsin = πεψίνη [αντιδ. αρχ. ελλ. πέψις > γαλλ. pepsine > τουρκ., νεοελλ.].
pepton = πεπτόνη [αντιδ. αρχ. ελλ. πεπτόν > γαλλ. peptone > τουρκ., νεοελλ.].
pereme = μικρό πλοίο [μετγν. ελλ. πέραμα (= πέρασμα) > τουρκ.].
perese = νήμα της στάθμης || κατάσταση [νεοελλ. περασιά (= ευθυγράμμιση) > τουρκ.].
peripatetizm = η φιλοσοφία του Αριστοτέλη [ελλ. > γαλλ. péripatétisme > τουρκ.].
periskop = περισκόπιο [ελλ. > γαλλ. périscope > τουρκ.].
periton = περιτόναιο [αρχ. ελλ. > γαλλ. péritoine > τουρκ.].
peritonit = περιτονίτιδα [ελλ. > γαλλ. péritonite > τουρκ.].
periyodik = περιοδικός [μετγν. ελλ. > périodique > τουρκ.].
perki = πέρκα (ιχθ.) [αρχ. ελλ. πέρκη > τουρκ.].
paralâks = βλ. paralaks
paralaks = παράλλαξη (αστρ.) [αρχ. ελλ. > γαλλ. parallaxe > τουρκ.].
paralel = παράλληλος [αρχ. ελλ. > γαλλ. parallèle > τουρκ.].
paralelizm = παραλληλισμός [μεσν. ελλ. > γαλλ. parallélisme > τουρκ.].
paralojizm = παραλογισμός [αρχ. ελλ. > γαλλ. paralogisme > τουρκ.].
parametre = παράμετρος [ελλ. > γαλλ. paramètre > τουρκ.].
paramnezi = παραμνησία [ελλ. > γαλλ. paramnésie > τουρκ.].
parankima = παρέγχυμα [μετγν. ελλ. > γαλλ. parenchyme > τουρκ.].
paranoya = παράνοια [αρχ. ελλ. > γαλλ. paranoïa > τουρκ.].
paranoyak = παρανοϊκός [ελλ. > γαλλ. paranoïaque > τουρκ.].
parantez = παρένθεση [μετγν. ελλ. > γαλλ. paranthèse > τουρκ.].
parapsikoloji = παραψυχολογία [ελλ. > αγγλ. parapsychlogy > τουρκ.].
parasempatik = παρασυμπαθητικό [ελλ. > γαλλ. parasympathique > τουρκ.].
parazit = παράσιτο [αρχ. ελλ. > γαλλ. parasite > τουρκ.].
parazitoloji = παρασιτολογία [ελλ. > γαλλ. parasitologie > τουρκ.].
parodi = παρωδία [αρχ. ελλ. > γαλλ. parodie > τουρκ.].
parşömen = περγαμηνή [μετγν. ελλ. > γαλλ. parchemin > τουρκ.].
partenogenez = παρθενογένεση [ελλ. > γαλλ. parthénogenèse > τουρκ.].
paspal = πασπάλη, αλεύρι με πίτουρο [αρχ. ελλ. πασπάλη > τουρκ.].
pasta = πάστα, είδος γλυκίσματος [αντιδ. μετγν. ελλ. πάστη (= ζύμη) > μετγν. λατ. pasta > ιταλ. pasta > τουρκ., νεοελλ.].
pastra = πάστρα (χαρτοπαιγν.) [μεσν. ελλ. > τουρκ.].
patetik = παθητικός [αρχ. ελλ. > γαλλ. pathétique > τουρκ.].
pati = τα εμπρόσθια πόδια των ζώων, π.χ. γάτας κ.λπ. || το πόδι του μικρού παιδιού [αρχ. ελλ. πατώ > τουρκ.].
patik = πατίκι, παντούφλα [αρχ. ελλ. πατώ + -ίκι > νεοελλ. πατίκι > τουρκ.].
patojen = παθογόνος [νεοελλ. > γαλλ. pathogène > τουρκ.].
patoloji = παθολογία [ελλ. > γαλλ. pathologie > τουρκ.].
patolojik = παθολογικός [μετγν. ελλ. > γαλλ. pathologique > τουρκ.].
patrik = πατριάρχης [μετγν. ελλ. > τουρκ.].
patrikhane = πατριαρχείο [μετγν. ελλ. πατριάρχης + περσ. hane > τουρκ.].
pavurya = καρκίνος (αστρ.) [αρχ. ελλ. πάγουρος > τουρκ.].
paydos = διακοπή εργασίας [μεσν. ελλ. φαγητόν (ο σκοπός μάλλον της διακοπής) > τουρκ. Κατ' άλλη άποψη αρχ. ελλ. παύσις > τουρκ. Σύμφωνα με το online λεξικό του Ιδρύματος τουρκικής γλώσσας η λέξη είναι ελληνική].
payton = παϊτόνι, άμαξα [αρχ. ελλ. Φαέθων > γαλλ. phaéton > τουρκ. payton, fayton, βλ. λέξη].
pedagog = παιδαγωγός [αρχ. ελλ. > γαλλ. pédagogue > τουρκ.].
pedagoji = παιδαγωγική [αρχ. ελλ. > γαλλ. pédagogie > τουρκ.].
pedagojik = παιδαγωγικός [αρχ. ελλ. > γαλλ. pédagogique > τουρκ.].
pedavra = λεπτό σανίδι [αρχ. ελλ. πέτευρον > μεσν. ελλ. πέταυρον > τουρκ.].
pediatri = παιδιατρική [ελλ. > γαλλ. pédiatrie > τουρκ.].
pedoloji = παιδολογία [ελλ. > γαλλ. paidologie > τουρκ.] || πεδολογία, εδαφολογία [αρχ. ελλ. πέδον > γαλλ. pédologie > τουρκ.].
peksimet = παξιμάδι [μετγν. ελλ. παξαμάδιον > μεσν. ελλ. παξιμάδιον > νεοελλ. παξιμάδι > τουρκ.].
pelikan = πελεκάνος [αρχ. ελλ. πελεκάν > γαλλ. pélican > τουρκ.].
pelte = πελτές [αντιδ. μετγν. ελλ. πολτός > περσ. > τουρκ. > νεοελλ.].
pentatlon = πένταθλο [αρχ. ελλ. πένταθλον > γαλλ. pentathlon > τουρκ.].
pepsin = πεψίνη [αντιδ. αρχ. ελλ. πέψις > γαλλ. pepsine > τουρκ., νεοελλ.].
pepton = πεπτόνη [αντιδ. αρχ. ελλ. πεπτόν > γαλλ. peptone > τουρκ., νεοελλ.].
pereme = μικρό πλοίο [μετγν. ελλ. πέραμα (= πέρασμα) > τουρκ.].
perese = νήμα της στάθμης || κατάσταση [νεοελλ. περασιά (= ευθυγράμμιση) > τουρκ.].
peripatetizm = η φιλοσοφία του Αριστοτέλη [ελλ. > γαλλ. péripatétisme > τουρκ.].
periskop = περισκόπιο [ελλ. > γαλλ. périscope > τουρκ.].
periton = περιτόναιο [αρχ. ελλ. > γαλλ. péritoine > τουρκ.].
peritonit = περιτονίτιδα [ελλ. > γαλλ. péritonite > τουρκ.].
periyodik = περιοδικός [μετγν. ελλ. > périodique > τουρκ.].
perki = πέρκα (ιχθ.) [αρχ. ελλ. πέρκη > τουρκ.].
permeçe = είδος λεπτού σκοινιού του πλοίου [αρχ. ελλ. πρυμνήσιον > νεοελλ. πρυμάτσα > τουρκ.].
peroksit = υπεροξίδιο [λατ. per + ελλ. οξίδιο> γαλλ. peroxyde > τουρκ.].
peronospora = περονόσπορος [ελλ. > τουρκ.].
pestil = ξερά φρούτα σε φύλλα [μετγν. ελλ. πάστιλλος > τουρκ.].
petrografi = πετρογραφία [ελλ. > γαλλ. pétrographie > τουρκ.].
petrol = πετρέλαιο [αρχ. ελλ. πέτρα + έλαιον > γαλλ. pétrole > τουρκ.].
pıhtı = πηχτός [αρχ. ελλ. πηκτός > περσ. > τουρκ.].
pırasa = πράσο [αρχ. ελλ. πράσον > τουρκ.].
pırnal = πουρνάρι [μεσν. ελλ. πιρνάριον > τουρκ.].
pırpırı, pirpiri = πέρπυρο, χρυσό βυζαντινό νόμισμα [αρχ. ελλ. υπέρπυρος > μεσν. ελλ. υπέρπυρον > τουρκ.].
pide = πίτα [αντιδ. αρχ. ελλ. πηκτή > λατ. picta > ιταλ. pitta > νεοελλ. πίτα > τουρκ.].
pilâki = βλ. pilaki
pilaki = πλακί φαγητό [αρχ. ελλ. πλακίον > τουρκ.].
pilot = πιλότος [αντιδ. πιθ. αρχ. ελλ. πηδόν > ιταλ. piloto, γαλλ. pilote > τουρκ., νεοελλ.].
pines = πίνα, είδος όστρακου [αρχ. ελλ. πίνα > τουρκ.].
piramidal = πυραμιδοειδής [αρχ. ελλ. πυραμίς + γαλλ. -al > γαλλ. pyramidal > τουρκ.].
piramit = πυραμίδα [αρχ. ελλ. > γαλλ. pyramide > τουρκ.].
pirina = πυρήνα (καύσιμος ύλη) [νεοελλ. > τουρκ.].
piroksen = πυρόξενο (γεωλ.) [ελλ. > γαλλ. pyroxène > τουρκ.].
pirosfer = πυρόσφαιρα [ελλ. > γαλλ. pyrosphère > τουρκ.].
pirpiri = βλ. pırpırı
piskopos = επίσκοπος [αρχ. ελλ. > τουρκ.].
piton = πύθωνας [αρχ. ελλ. Πύθων > γαλλ. python > τουρκ.].
piyale = φιάλη, ποτήρι [αρχ. ελλ. φιάλη > περσ.> τουρκ.].
piyata = πλατύ και μεγάλο πιάτο φαγητού [αντιδ. αρχ. ελλ. πλατύς > λατ. *plattus > ιταλ. piatto > νεοελλ., τουρκ.].
pizolit = πισσόλιθος (γεωλ.) [ελλ. > γαλλ. pisolithe > τουρκ.].
plak = πλάκα, δίσκος [αρχ. ελλ. πλάξ > γαλλ. plaque > τουρκ.].
plaka = πινακίδα κυκλοφορίας τροχοφόρων || μεταλλικό φύλλο [αρχ. ελλ. πλάξ > ιταλ. placca > τουρκ.].
planet = πλανήτης [αρχ. ελλ. > γαλλ. planète > τουρκ.].
plânkton = βλ. plankton
plankton = πλαγκτόν [αντιδ. αρχ. ελλ. πλαγκτόν > αγγλ., γερμ. plankton > τουρκ., νεοελλ.].
plâstik = βλ. plastik
plastik = πλαστικό, πλαστικός [αρχ. ελλ. > γαλλ. plastique > τουρκ.].
platin = πλατίνα [αντιδ. αρχ. ελλ. πλατύς > λατ. *plattus > ισπ. platina (= ασήμι) > νεοελλ., τουρκ.].
plâtonik = βλ. platonik
platonik = πλατωνικός [μετγν. ελλ. > γαλλ. platonique > τουρκ.].
plâzma = βλ. plazma
plazma = πλάσμα (ιατρ.) [αρχ. ελλ. > γαλλ. plasma > τουρκ.].
plutokrasi = βλ. plütokrasi
plütokrasi = πλουτοκρατία [αρχ. ελλ. > γαλλ. ploutocratie > τουρκ.].
Plüton = Πλούτων [αρχ. ελλ. > τουρκ.].
polemik = πολεμική [αρχ. ελλ. > γαλλ. polémique > τουρκ.].
poliandri = πολυανδρία [μετγν. ελλ. > γαλλ. polyandrie > τουρκ.].
polifoni = πολυφωνία [μετγν. ελλ. > γαλλ. polyphonie > τουρκ.].
poligam = πολύγαμος [μετγν. ελλ. > γαλλ. polygame > τουρκ.].
poligami = πολυγαμία [μετγν. ελλ. > γαλλ. polygamie > τουρκ.].
poligon = πολύγωνο [αρχ. ελλ. > γαλλ. polygone > τουρκ.].
poliklinik = πολυκλινική [ελλ. > γαλλ. policlinique > τουρκ.].
polimeri = πολυμέρεια [μετγν. ελλ. > γαλλ. polymérie > τουρκ.].
polip = πολύποδας [αρχ. ελλ. πολύπους > γαλλ. polype > τουρκ.].
polis = αστυνομία [αρχ. ελλ. πόλις > γαλλ. police > τουρκ.].
politeist = πολυθεϊστής [ελλ. > γαλλ. polythéiste > τουρκ.].
politeizm = πολυθεϊσμός [μετγν. ελλ. > γαλλ. polythéisme > τουρκ.].
politik = πολιτικός (επιθ.) [αρχ. ελλ. > γαλλ. politique > τουρκ.].
politika = πολιτική (ουσ.) [αρχ. ελλ. > ιταλ. politica > τουρκ.].
politikacı = πολιτικός (ουσ.) [αρχ. ελλ. πολιτική > ιταλ. politica + τουρκ. -cı > τουρκ.].
porfir = πορφυρίτης [ελλ. > γαλλ. porphyre > τουρκ.].
pornografi = πορνογραφία [αντιδ. μετγν. ελλ. > γαλλ. pornographie > τουρκ., νεοελλ.].
poyraz = βοριάς [αρχ. ελλ. βορέας > τουρκ. poyraz, με αντιμετάθεση].
poz = πόζα [αντιδ. μετγν. ελλ. παύσις > λατ. pausa > γαλλ. pose > τουρκ., νεοελλ.].
pragmatik = πραγματικός [μετγν. ελλ. > γαλλ. pragmatique > τουρκ.].
pragmatist = πραγματιστής [ελλ. > γαλλ. pragmatiste > τουρκ.].
pragmatizm = πραγματισμός [ελλ. > γαλλ. pragmatisme > τουρκ.].
pratik = πρακτικός [αρχ. ελλ. > γαλλ. pratique > τουρκ.].
prehistorik = προϊστορικός [ελλ. > γαλλ. préhistorique > τουρκ.].
prehistorya = προϊστορία [αρχ. ελλ. ιστορία > λατ. *praehistoria > τουρκ.].
presbit = πρεσβύωπας [ελλ. > γαλλ. presbyte > τουρκ.].
prizma = πρίσμα [αρχ. ελλ. > τουρκ.].
problem = πρόβλημα [αρχ. ελλ. > γαλλ. problème > τουρκ.].
program = πρόγραμμα [αρχ. ελλ. > γαλλ. programme > τουρκ.].
prolog = πρόλογος [αρχ. ελλ. > γαλλ. prologue > τουρκ.].
prostat = προστάτης (ανατ.) [αρχ. ελλ. > γαλλ. prostate > τουρκ.].
prostela = μπροστέλα [μεσν. ελλ. εμπροστά + -έλα > εμπροστέλα > μπροστέλα > τουρκ. Κατ' άλλη άποψη σλαβ. prestela > νεοελλ. μπροστέλα, με παρετυμολ. επίδραση του εμπρός. Σύμφωνα με το online λεξικό του Ιδρύματος τουρκικής γλώσσας η λέξη είναι ελληνική].
protein = πρωτεΐνη [αντιδ. μετγν. ελλ. πρώτειος > γαλλ. protéine > τουρκ., νεοελλ.].
protez = τεχνητό μέλος του σώματος || πρόθεμα (γλωσ.) [αρχ. ελλ. πρόθεσις > γαλλ. prothèse > τουρκ.].
protokol = πρωτόκολλο [μετγν. ελλ. πρωτόκολλον > γαλλ. protocole > τουρκ.].
proton = πρωτόνιο [αντιδ. αρχ. ελλ. πρώτον > γαλλ. proton > τουρκ., νεοελλ.].
protoplâzma = βλ. protoplazma
protoplazma = πρωτόπλασμα [ελλ. > γαλλ. protoplasma > τουρκ.].
prototip = πρωτότυπος [μετγν. ελλ. > γαλλ. prototype > τουρκ.].
prozodi = προσωδία [αρχ. ελλ. > γαλλ. prosodie > τουρκ.].
pruva = πλώρη [αρχ. ελλ. πρώρα > ιταλ. prua > τουρκ.].
psikanaliz = ψυχανάλυση [ελλ. > γαλλ. psychanalyse > τουρκ.].
psikasteni = ψυχασθένεια [ελλ. > γαλλ. psychasthénie > τουρκ.].
psikiyatr = ψυχίατρος [ελλ. > γαλλ. psychiatre > τουρκ.].
psikiyatri = ψυχιατρική [ελλ. > γαλλ. psychiatrie > τουρκ.].
psikolog = ψυχολόγος [ελλ. > γαλλ. psychologue > τουρκ.].
psikoloji = ψυχολογία [ελλ. > γαλλ. psychologie > τουρκ.].
psikolojik = ψυχολογικός [ελλ. > γαλλ. psychologique > τουρκ.].
psikolojizm = ψυχολογισμός [ελλ. > γαλλ. psycologisme > τουρκ.].
psikometri = ψυχομετρία [ελλ. > γαλλ. psychomètrie > τουρκ.].
psikopati = ψυχοπάθεια [ελλ. > γαλλ. psychopathie > τουρκ.].
psikoz = ψύχωση [μετγν. ελλ. > γαλλ. psychose > τουρκ.].
psişik = ψυχικός [αρχ. ελλ. > γαλλ. psychique > τουρκ.].
peroksit = υπεροξίδιο [λατ. per + ελλ. οξίδιο> γαλλ. peroxyde > τουρκ.].
peronospora = περονόσπορος [ελλ. > τουρκ.].
pestil = ξερά φρούτα σε φύλλα [μετγν. ελλ. πάστιλλος > τουρκ.].
petrografi = πετρογραφία [ελλ. > γαλλ. pétrographie > τουρκ.].
petrol = πετρέλαιο [αρχ. ελλ. πέτρα + έλαιον > γαλλ. pétrole > τουρκ.].
pıhtı = πηχτός [αρχ. ελλ. πηκτός > περσ. > τουρκ.].
pırasa = πράσο [αρχ. ελλ. πράσον > τουρκ.].
pırnal = πουρνάρι [μεσν. ελλ. πιρνάριον > τουρκ.].
pırpırı, pirpiri = πέρπυρο, χρυσό βυζαντινό νόμισμα [αρχ. ελλ. υπέρπυρος > μεσν. ελλ. υπέρπυρον > τουρκ.].
pide = πίτα [αντιδ. αρχ. ελλ. πηκτή > λατ. picta > ιταλ. pitta > νεοελλ. πίτα > τουρκ.].
pilâki = βλ. pilaki
pilaki = πλακί φαγητό [αρχ. ελλ. πλακίον > τουρκ.].
pilot = πιλότος [αντιδ. πιθ. αρχ. ελλ. πηδόν > ιταλ. piloto, γαλλ. pilote > τουρκ., νεοελλ.].
pines = πίνα, είδος όστρακου [αρχ. ελλ. πίνα > τουρκ.].
piramidal = πυραμιδοειδής [αρχ. ελλ. πυραμίς + γαλλ. -al > γαλλ. pyramidal > τουρκ.].
piramit = πυραμίδα [αρχ. ελλ. > γαλλ. pyramide > τουρκ.].
pirina = πυρήνα (καύσιμος ύλη) [νεοελλ. > τουρκ.].
piroksen = πυρόξενο (γεωλ.) [ελλ. > γαλλ. pyroxène > τουρκ.].
pirosfer = πυρόσφαιρα [ελλ. > γαλλ. pyrosphère > τουρκ.].
pirpiri = βλ. pırpırı
piskopos = επίσκοπος [αρχ. ελλ. > τουρκ.].
piton = πύθωνας [αρχ. ελλ. Πύθων > γαλλ. python > τουρκ.].
piyale = φιάλη, ποτήρι [αρχ. ελλ. φιάλη > περσ.> τουρκ.].
piyata = πλατύ και μεγάλο πιάτο φαγητού [αντιδ. αρχ. ελλ. πλατύς > λατ. *plattus > ιταλ. piatto > νεοελλ., τουρκ.].
pizolit = πισσόλιθος (γεωλ.) [ελλ. > γαλλ. pisolithe > τουρκ.].
plak = πλάκα, δίσκος [αρχ. ελλ. πλάξ > γαλλ. plaque > τουρκ.].
plaka = πινακίδα κυκλοφορίας τροχοφόρων || μεταλλικό φύλλο [αρχ. ελλ. πλάξ > ιταλ. placca > τουρκ.].
planet = πλανήτης [αρχ. ελλ. > γαλλ. planète > τουρκ.].
plânkton = βλ. plankton
plankton = πλαγκτόν [αντιδ. αρχ. ελλ. πλαγκτόν > αγγλ., γερμ. plankton > τουρκ., νεοελλ.].
plâstik = βλ. plastik
plastik = πλαστικό, πλαστικός [αρχ. ελλ. > γαλλ. plastique > τουρκ.].
platin = πλατίνα [αντιδ. αρχ. ελλ. πλατύς > λατ. *plattus > ισπ. platina (= ασήμι) > νεοελλ., τουρκ.].
plâtonik = βλ. platonik
platonik = πλατωνικός [μετγν. ελλ. > γαλλ. platonique > τουρκ.].
plâzma = βλ. plazma
plazma = πλάσμα (ιατρ.) [αρχ. ελλ. > γαλλ. plasma > τουρκ.].
plutokrasi = βλ. plütokrasi
plütokrasi = πλουτοκρατία [αρχ. ελλ. > γαλλ. ploutocratie > τουρκ.].
Plüton = Πλούτων [αρχ. ελλ. > τουρκ.].
polemik = πολεμική [αρχ. ελλ. > γαλλ. polémique > τουρκ.].
poliandri = πολυανδρία [μετγν. ελλ. > γαλλ. polyandrie > τουρκ.].
polifoni = πολυφωνία [μετγν. ελλ. > γαλλ. polyphonie > τουρκ.].
poligam = πολύγαμος [μετγν. ελλ. > γαλλ. polygame > τουρκ.].
poligami = πολυγαμία [μετγν. ελλ. > γαλλ. polygamie > τουρκ.].
poligon = πολύγωνο [αρχ. ελλ. > γαλλ. polygone > τουρκ.].
poliklinik = πολυκλινική [ελλ. > γαλλ. policlinique > τουρκ.].
polimeri = πολυμέρεια [μετγν. ελλ. > γαλλ. polymérie > τουρκ.].
polip = πολύποδας [αρχ. ελλ. πολύπους > γαλλ. polype > τουρκ.].
polis = αστυνομία [αρχ. ελλ. πόλις > γαλλ. police > τουρκ.].
politeist = πολυθεϊστής [ελλ. > γαλλ. polythéiste > τουρκ.].
politeizm = πολυθεϊσμός [μετγν. ελλ. > γαλλ. polythéisme > τουρκ.].
politik = πολιτικός (επιθ.) [αρχ. ελλ. > γαλλ. politique > τουρκ.].
politika = πολιτική (ουσ.) [αρχ. ελλ. > ιταλ. politica > τουρκ.].
politikacı = πολιτικός (ουσ.) [αρχ. ελλ. πολιτική > ιταλ. politica + τουρκ. -cı > τουρκ.].
porfir = πορφυρίτης [ελλ. > γαλλ. porphyre > τουρκ.].
pornografi = πορνογραφία [αντιδ. μετγν. ελλ. > γαλλ. pornographie > τουρκ., νεοελλ.].
poyraz = βοριάς [αρχ. ελλ. βορέας > τουρκ. poyraz, με αντιμετάθεση].
poz = πόζα [αντιδ. μετγν. ελλ. παύσις > λατ. pausa > γαλλ. pose > τουρκ., νεοελλ.].
pragmatik = πραγματικός [μετγν. ελλ. > γαλλ. pragmatique > τουρκ.].
pragmatist = πραγματιστής [ελλ. > γαλλ. pragmatiste > τουρκ.].
pragmatizm = πραγματισμός [ελλ. > γαλλ. pragmatisme > τουρκ.].
pratik = πρακτικός [αρχ. ελλ. > γαλλ. pratique > τουρκ.].
prehistorik = προϊστορικός [ελλ. > γαλλ. préhistorique > τουρκ.].
prehistorya = προϊστορία [αρχ. ελλ. ιστορία > λατ. *praehistoria > τουρκ.].
presbit = πρεσβύωπας [ελλ. > γαλλ. presbyte > τουρκ.].
prizma = πρίσμα [αρχ. ελλ. > τουρκ.].
problem = πρόβλημα [αρχ. ελλ. > γαλλ. problème > τουρκ.].
program = πρόγραμμα [αρχ. ελλ. > γαλλ. programme > τουρκ.].
prolog = πρόλογος [αρχ. ελλ. > γαλλ. prologue > τουρκ.].
prostat = προστάτης (ανατ.) [αρχ. ελλ. > γαλλ. prostate > τουρκ.].
prostela = μπροστέλα [μεσν. ελλ. εμπροστά + -έλα > εμπροστέλα > μπροστέλα > τουρκ. Κατ' άλλη άποψη σλαβ. prestela > νεοελλ. μπροστέλα, με παρετυμολ. επίδραση του εμπρός. Σύμφωνα με το online λεξικό του Ιδρύματος τουρκικής γλώσσας η λέξη είναι ελληνική].
protein = πρωτεΐνη [αντιδ. μετγν. ελλ. πρώτειος > γαλλ. protéine > τουρκ., νεοελλ.].
protez = τεχνητό μέλος του σώματος || πρόθεμα (γλωσ.) [αρχ. ελλ. πρόθεσις > γαλλ. prothèse > τουρκ.].
protokol = πρωτόκολλο [μετγν. ελλ. πρωτόκολλον > γαλλ. protocole > τουρκ.].
proton = πρωτόνιο [αντιδ. αρχ. ελλ. πρώτον > γαλλ. proton > τουρκ., νεοελλ.].
protoplâzma = βλ. protoplazma
protoplazma = πρωτόπλασμα [ελλ. > γαλλ. protoplasma > τουρκ.].
prototip = πρωτότυπος [μετγν. ελλ. > γαλλ. prototype > τουρκ.].
prozodi = προσωδία [αρχ. ελλ. > γαλλ. prosodie > τουρκ.].
pruva = πλώρη [αρχ. ελλ. πρώρα > ιταλ. prua > τουρκ.].
psikanaliz = ψυχανάλυση [ελλ. > γαλλ. psychanalyse > τουρκ.].
psikasteni = ψυχασθένεια [ελλ. > γαλλ. psychasthénie > τουρκ.].
psikiyatr = ψυχίατρος [ελλ. > γαλλ. psychiatre > τουρκ.].
psikiyatri = ψυχιατρική [ελλ. > γαλλ. psychiatrie > τουρκ.].
psikolog = ψυχολόγος [ελλ. > γαλλ. psychologue > τουρκ.].
psikoloji = ψυχολογία [ελλ. > γαλλ. psychologie > τουρκ.].
psikolojik = ψυχολογικός [ελλ. > γαλλ. psychologique > τουρκ.].
psikolojizm = ψυχολογισμός [ελλ. > γαλλ. psycologisme > τουρκ.].
psikometri = ψυχομετρία [ελλ. > γαλλ. psychomètrie > τουρκ.].
psikopati = ψυχοπάθεια [ελλ. > γαλλ. psychopathie > τουρκ.].
psikoz = ψύχωση [μετγν. ελλ. > γαλλ. psychose > τουρκ.].
psişik = ψυχικός [αρχ. ελλ. > γαλλ. psychique > τουρκ.].
R : ρε
rafadan, rafıdan = μελάτο αβγό, ρουφηχτό αβγό [μετγν. ελλ. ροφητόν > τουρκ.].
rapsodi = ραψωδία [αρχ. ελλ. > γαλλ. rhapsodie > τουρκ.].
raşitik = ραχιτικός [ελλ. > γαλλ. rachitique > τουρκ.].
raşitizm = ραχιτισμός, ραχίτιδα [μετγν. ελλ. > γαλλ. rachitisme > τουρκ.].
reçina = ρετσίνα, είδος ελληνικού κρασιού [αρχ. ελλ. ρητίνη, μετγν. λατ. resina > νεοελλ. ρετσίνα > τουρκ.].
reosta = ρεοστάτης (φυσ.) [ελλ. > γαλλ. rhéostat > τουρκ.].
retorik = ρητορική [αρχ. ελλ. > γαλλ. rhétorique > τουρκ.].
ritim = ρυθμός [αρχ. ελλ. > γαλλ. rythme > τουρκ.].
romatizma = ρευματισμός [αντιδ. αρχ. ελλ. ρευματισμός > γαλλ. rhumatisme > τουρκ., νεοελλ.].
rapsodi = ραψωδία [αρχ. ελλ. > γαλλ. rhapsodie > τουρκ.].
raşitik = ραχιτικός [ελλ. > γαλλ. rachitique > τουρκ.].
raşitizm = ραχιτισμός, ραχίτιδα [μετγν. ελλ. > γαλλ. rachitisme > τουρκ.].
reçina = ρετσίνα, είδος ελληνικού κρασιού [αρχ. ελλ. ρητίνη, μετγν. λατ. resina > νεοελλ. ρετσίνα > τουρκ.].
reosta = ρεοστάτης (φυσ.) [ελλ. > γαλλ. rhéostat > τουρκ.].
retorik = ρητορική [αρχ. ελλ. > γαλλ. rhétorique > τουρκ.].
ritim = ρυθμός [αρχ. ελλ. > γαλλ. rythme > τουρκ.].
romatizma = ρευματισμός [αντιδ. αρχ. ελλ. ρευματισμός > γαλλ. rhumatisme > τουρκ., νεοελλ.].
S : σε
safir = ζαφείρι [αντιδ. μετγν. ελλ. σάπφειρος > λατ. sapphirus > γαλλ. saphir > τουρκ., νεοελλ.].
safsata = σόφισμα [μετγν. ελλ. σοφιστεία > αραβ. > τουρκ.].
sahne = σκηνή [αρχ. ελλ. σκηνή > αραβ. > τουρκ.].
sako = πανωφόρι [αρχ. ελλ. σάκκος, σημιτικό δάνειο > λατ. saccus > ιταλ. sacco > τουρκ.].
salamandra = είδος σαύρας [αρχ. ελλ. σαλαμάνδρα > τουρκ.] || είδος θερμάστρας [αρχ. ελλ. σαλαμάνδρα > γαλλ. salamandre > τουρκ.].
saloz = αυτός που του έχει σαλέψει ο νους [αρχ. ελλ. σάλος (= τρικυμία, σεισμός) > μεσν. ελλ. σαλός > τουρκ.].
salya = σάλιο [αρχ. ελλ. σίαλος > μεσν. ελλ. σάλιο > τουρκ.].
salyangoz = σαλιγκάρι, σάλιαγκας, σαλιάγκος [μεσν. ελλ. σαλίγκας > τουρκ.].
sandal = σάνταλο, είδος φυτού [μετγν. ελλ. σάνταλον, αγν. ετύμου > αραβ. > τουρκ.] || βάρκα [αρχ. ελλ. σανδάλιον, υποκορ. του σάνδαλον, αγν. ετύμου > τουρκ.] || σανδάλι, πέδιλο [αρχ. ελλ. σανδάλιον, υποκορ. του σάνδαλον, αγν. ετύμου > γαλλ. sandale > τουρκ.].
saprofit = σαπρόφυτο [ελλ. > γαλλ. saprophyte > τουρκ.].
safsata = σόφισμα [μετγν. ελλ. σοφιστεία > αραβ. > τουρκ.].
sahne = σκηνή [αρχ. ελλ. σκηνή > αραβ. > τουρκ.].
sako = πανωφόρι [αρχ. ελλ. σάκκος, σημιτικό δάνειο > λατ. saccus > ιταλ. sacco > τουρκ.].
salamandra = είδος σαύρας [αρχ. ελλ. σαλαμάνδρα > τουρκ.] || είδος θερμάστρας [αρχ. ελλ. σαλαμάνδρα > γαλλ. salamandre > τουρκ.].
saloz = αυτός που του έχει σαλέψει ο νους [αρχ. ελλ. σάλος (= τρικυμία, σεισμός) > μεσν. ελλ. σαλός > τουρκ.].
salya = σάλιο [αρχ. ελλ. σίαλος > μεσν. ελλ. σάλιο > τουρκ.].
salyangoz = σαλιγκάρι, σάλιαγκας, σαλιάγκος [μεσν. ελλ. σαλίγκας > τουρκ.].
sandal = σάνταλο, είδος φυτού [μετγν. ελλ. σάνταλον, αγν. ετύμου > αραβ. > τουρκ.] || βάρκα [αρχ. ελλ. σανδάλιον, υποκορ. του σάνδαλον, αγν. ετύμου > τουρκ.] || σανδάλι, πέδιλο [αρχ. ελλ. σανδάλιον, υποκορ. του σάνδαλον, αγν. ετύμου > γαλλ. sandale > τουρκ.].
saprofit = σαπρόφυτο [ελλ. > γαλλ. saprophyte > τουρκ.].
sardun = είδος σκοινιού των ψαράδων [αρχ. ελλ. σαρδόνιον (= χλευαστικό γέλιο) > νεοελλ. σαρδόνι (= χοντρό και στενό σε πλάτος δίχτυ) > τουρκ.].
sarkom = σάρκωμα [μετγν. ελλ. > γαλλ. sarcome > τουρκ.].
sarpa = σάρπα (ιχθ.) [αρχ. ελλ. σάλπη > νεοελλ. σάρπα > τουρκ.].
sedir = κέδρος [αρχ. ελλ. > γαλλ. cèdre > τουρκ.].
semafor = σηματοφόρος [ελλ. > γαλλ. sémaphore > τουρκ.].
semantik = σημαντική, σημασιολογία [αρχ. ελλ. σημαντική > γαλλ. sémantique > τουρκ.].
sembol = σύμβολο [αρχ. ελλ. > γαλλ. symbole > τουρκ.].
sembolizm = συμβολισμός [ελλ. > γαλλ. symbolisme > τουρκ.].
semer = σαμάρι [μετγν. ελλ. σαγμάριον > μεσν. ελλ. σαμάρι > τουρκ.].
semiyoloji = σημειολογία [ελλ. > γαλλ. sémiologie > τουρκ.].
semiyolojik = σημειολογικός [ελλ. > γαλλ. sémiologique > τουρκ.].
sempati = συμπάθεια [αρχ. ελλ. > γαλλ. sympathie > τουρκ.].
sempatik = συμπαθητικός [μετγν. ελλ. > γαλλ. sympatique > τουρκ.].
sempozyum = συμπόσιο [αρχ. ελλ. > γαλλ. symposium > τουρκ.].
semptom = σύμπτωμα [αρχ. ελλ. > γαλλ. symptome > τουρκ.].
sarkom = σάρκωμα [μετγν. ελλ. > γαλλ. sarcome > τουρκ.].
sarpa = σάρπα (ιχθ.) [αρχ. ελλ. σάλπη > νεοελλ. σάρπα > τουρκ.].
sedir = κέδρος [αρχ. ελλ. > γαλλ. cèdre > τουρκ.].
semafor = σηματοφόρος [ελλ. > γαλλ. sémaphore > τουρκ.].
semantik = σημαντική, σημασιολογία [αρχ. ελλ. σημαντική > γαλλ. sémantique > τουρκ.].
sembol = σύμβολο [αρχ. ελλ. > γαλλ. symbole > τουρκ.].
sembolizm = συμβολισμός [ελλ. > γαλλ. symbolisme > τουρκ.].
semer = σαμάρι [μετγν. ελλ. σαγμάριον > μεσν. ελλ. σαμάρι > τουρκ.].
semiyoloji = σημειολογία [ελλ. > γαλλ. sémiologie > τουρκ.].
semiyolojik = σημειολογικός [ελλ. > γαλλ. sémiologique > τουρκ.].
sempati = συμπάθεια [αρχ. ελλ. > γαλλ. sympathie > τουρκ.].
sempatik = συμπαθητικός [μετγν. ελλ. > γαλλ. sympatique > τουρκ.].
sempozyum = συμπόσιο [αρχ. ελλ. > γαλλ. symposium > τουρκ.].
semptom = σύμπτωμα [αρχ. ελλ. > γαλλ. symptome > τουρκ.].
senaryo = σενάριο [αντιδ. αρχ. ελλ. σκηνή > λατ. scenarium, υποκορ. του scena > γαλλ. scénario, ιταλ. scenário > νεολλ., τουρκ.].
sendik = σύνδικος [αρχ. ελλ. > γαλλ. syndic > τουρκ.].
sendika = συνδικάτο [αντιδ. αρχ. ελλ. σύνδικος > γαλλ. syndicat > τουρκ., νεοελλ.].
sendrom = σύνδρομο [αρχ. ελλ. σύνδρομος > γαλλ. syndrome > τουρκ.].
senfoni = συμφωνία (μουσ.) [αρχ. ελλ. > γαλλ. symphonie > τουρκ.].
senkretizm = συγκρητισμός [μετγν. ελλ. > γαλλ. syncrétisme > τουρκ.].
senkron = σύγχρονος [μετγν. ελλ. > γαλλ. synchrone > τουρκ.].
senkronik = συγχρονικός [ελλ. > γαλλ. synchronique > τουρκ.].
sentagma = σύνταγμα (γλωσ.) [αρχ. ελλ. > γαλλ. syntagme > τουρκ.].
sentaks = σύνταξη (γλωσ.) [αρχ. ελλ. > γαλλ. syntaxe > τουρκ.].
sentetik = συνθετικό [αρχ. ελλ. > γαλλ. synthétique > τουρκ.].
sentez = σύνθεση [αρχ. ελλ. > γαλλ. synthèse > τουρκ.].
septik = σκεπτικιστής [ελλ. > γαλλ. sceptique > τουρκ.].
septisizm = σκεπτικισμός [ελλ. > γαλλ. scepticisme > τουρκ.].
sepya = μελάνι σουπιάς και ζωγραφιά από μελάνι σουπιάς [αρχ. ελλ. σηπία > λατ. sepia > ιταλ. seppia > τουρκ.].
seramik = κεραμικός, κεραμικό [αρχ. ελλ. κέραμος > αρχ. ελλ. κεραμικός > γαλλ. céramique > τουρκ.].
sfenks = σφίγγα [αρχ. ελλ. σφίγξ > γαλλ. sphinx > τουρκ.].
sınır = σύνορο [νεοελλ. σύνορο, ουδ. του αρχ. ελλ. σύνορος > τουρκ.].
sınırdaş = αυτοί που έχουν κοινά σύνορα [νεοελλ. σύνορο, ουδ. του αρχ. ελλ. σύνορος + τουρκ. -daş > τουρκ.].
sınırlı = οριοθετημένος || οριακός [νεοελλ. σύνορο, ουδ. του αρχ. ελλ. σύνορος + τουρκ. -lı > τουρκ.].
sıra = σειρά [αρχ. ελλ. > τουρκ.].
sırma = λεπτό ασημένιο σύρμα [αρχ. ελλ. σύρμα > τουρκ.].
sırmakeş = ο κατασκευαστής σύρματος [αρχ. ελλ. σύρμα + περσ. -keş > τουρκ.].
sırmalı = συρματόπλεκτος [αρχ. ελλ. σύρμα + τουρκ. -lı > τουρκ.].
sideroz = ανθρακικός σίδηρος [αρχ. ελλ. σίδηρος > γαλλ. sidérose > τουρκ.].
sifon = σίφων [αρχ. ελλ. > γαλλ. siphon > τουρκ.].
siklamen = κυκλάμινο [μετγν. ελλ. κυκλάμινος > γαλλ. cyclamen > τουρκ.].
siklon = κυκλώνας [αντιδ. αρχ. ελλ. κύκλος > γαλλ. cyclone > τουρκ., νεοελλ.].
silindir = κύλινδρος [αρχ. ελλ. > γαλλ. cylindre > τουρκ.].
silindiraj = κυλίνδρωση [αρχ. ελλ. κύλινδρος + γαλλ. -age > γαλλ. cylindrage > τουρκ.].
silindirsel = κυλινδρικός [αρχ. ελλ. κύλινδρος > γαλλ. cylindre + τουρκ. -sel > τουρκ.].
simetri = συμμετρία [αρχ. ελλ. > γαλλ. symétrie > τουρκ.].
simetrik = συμμετρικός [μετγν. ελλ. > γαλλ. symétrique > τουρκ.].
simetrisiz = ασύμμετρος [αρχ. ελλ. συμμετρία + τουρκ. -siz > τουρκ.].
simit = σιμίτι, κουλλούρι [αντιδ. αρχ. ελλ. σεμίδαλις > αραβ. > τουρκ. > νεοελλ. σιμίτι].
sinagog = συναγωγή [αρχ. ελλ. > τουρκ.].
sinarit = συναγρίδα [αρχ. ελλ. συναγρίς > τουρκ.].
sinema = κινηματογράφος [αντιδ. αρχ. ελλ. κίνημα + γράφω > γαλλ. cinématographe και συντετμ. cinéma > τουρκ., νεοελλ. σινεμά].
sinematik = κινηματική [ελλ. > γαλλ. cinématique > τουρκ.].
sinematograf = κινηματογράφος [ελλ. > γαλλ. cinématographe > τουρκ.].
sinematografik = κινηματογραφικός [ελλ. > γαλλ. cinématographique > τουρκ.].
sinerji = συνεργασία [μετγν. ελλ. > γαλλ. synergie > τουρκ.].
sinestezi = συναισθησία [ελλ. > γαλλ. synésthésie > τουρκ.].
sini = σινί, μεγάλο χάλκινο ταψί [μετγν. ελλ. σινίον > περσ. > τουρκ.].
sinik = κυνικός (φιλοσ.) [αρχ. ελλ. > γαλλ. cynique > τουρκ.].
sinizm, kinizm = κυνισμός (φιλοσ.) [μετγν. ελλ. > γαλλ. cynisme > τουρκ.].
sinonim = συνώνυμος [αρχ. ελλ. > γαλλ. synonyme > τουρκ.].
siroz = κίρρωση ήπατος [ελλ. > γαλλ. cirrhose > τουρκ.].
sirtaki = συρτάκι [αρχ. ελλ. συρτός > νεοελλ. συρτάκι > τουρκ.].
sirto = συρτός χορός [αρχ. ελλ. συρτός > τουρκ.].
sismik = σεισμικός [νεοελλ. > γαλλ. sismique > τουρκ.].
sismograf = σεισμογράφος [ελλ. > γαλλ. sismographe > τουρκ.].
sismolog = σεισμολόγος [ελλ. > γαλλ. sismologue > τουρκ.].
sismoloji = σεισμολογία [ελλ. > γαλλ. sismologie > τουρκ.].
sistem = σύστημα [αρχ. ελλ. > γαλλ. système > τουρκ.].
sistematik = συστηματικός [μετγν. ελλ. > γαλλ. systématique > τουρκ.].
sistire = ξύστρα [αρχ. ελλ. > τουρκ.].
sistit = κυστίτιδα [ελλ. > γαλλ. cystite > τουρκ.].
sistol = συστολή της καρδιάς [μετγν. ελλ. συστολή > γαλλ. systole > τουρκ.].
siyatik = ισχιαλγία [ελλ. > γαλλ. sciatique > τουρκ.].
skandal = σκάνδαλο [μετγν. ελλ. > γαλλ. scandale > τουρκ.].
skleroz = σκλήρυνση [νεοελλ. > γαλλ. sclérose > τουρκ.].
skolastik = σχολαστικός [αρχ. ελλ. > γαλλ. scolastique > τουρκ.].
sofist = σοφιστής [αρχ. ελλ. > αγγλ. sophist > τουρκ.].
sofistike = αφύσικος || νοθευμένος [αντιδ. αρχ. ελλ. σοφιστικός > μεσν. λατ. sophisticus > γαλλ. sophistiqué > νεοελλ. σοφιστικέ, τουρκ.].
sofizm = σόφισμα [αρχ. ελλ. > γαλλ. sophisme > τουρκ.].
somata = σουμάδα, αναψυκτικό από γαλάκτωμα αμυγδάλου [πιθ. ινδ. σόμα (= είδος ποτού, θεϊκό ελιξίριο) + -άδα > νεοελλ. σουμάδα > τουρκ. ή *σουμάδι (= σημάδι, δηλαδή ένα συμβολικό δώρο του γαμπρού προς τη νύφη, μετά το οποίο ακολουθούσε αμέσως ένα κέρασμα με το ποτό σουμάδα) > σουμάδα. Σύμφωνα με το online λεξικό του Ιδρύματος τουρκικής γλώσσας η λέξη είναι ελληνική].
somun = στρογγυλό φουσκωτό ψωμί, καρβέλι [μεσν. ελλ. ψωμί(ν), υποκορ. του αρχ. ελλ. ψωμός (= κομμάτι ψωμιού) > τουρκ.].
sorit = σωρείτης [μετγν. ελλ. > γαλλ. sorite > τουρκ.].
spastik = σπαστικός [ελλ. > γαλλ. spastique > τουρκ.].
spazm = σπασμός [αρχ. ελλ. > γαλλ. spasme > τουρκ.].
sperma = σπέρμα [αρχ. ελλ. > γαλλ. sperme > τουρκ.].
spor = σπόριο [αρχ. ελλ. σπόρος > γαλλ. spore > τουρκ.].
stadya = σταδία [αρχ. ελλ. στάδιος > γαλλ. stadia > τουρκ.].
stadyum = στάδιο [αρχ. ελλ. > λατ. stadium > τουρκ.].
stalagmit = σταλαγμίτης [ελλ. > γαλλ. stalagmite > τουρκ.].
stalaktit = σταλακτίτης [ελλ. > γαλλ. stalactite > τουρκ.].
statik = στατικός, στατική [αρχ. ελλ. > γαλλ. statique > τουρκ.].
stenografi = στενογραφία [ελλ. > γαλλ. sténographie > τουρκ.].
stenotip = μηχανή στενογραφίας, "στενοτυπία" [ελλ. > γαλλ. sténotype > τουρκ.].
stereofonik = στερεοφωνικός [ελλ. > γαλλ. stéréophonique > τουρκ.].
stereografi = στερεογραφία [ελλ. > γαλλ. stéréographie > τουρκ.].
stereoskop = στερεοσκόπιο [ελλ. > γαλλ. stéréoscope > τουρκ.].
stereotipi = στερεοτυπία [ελλ. > γαλλ. stéréotypie > τουρκ.].
stetoskop = στηθοσκόπιο [ελλ. > γαλλ. stéthoscope > τουρκ.].
stoacılık = στωικισμός [αρχ. ελλ στοά + τουρκ. -cılık > τουρκ.].
strateji = στρατηγική [αρχ. ελλ. > γαλλ. stratégie > τουρκ.].
streptokok = στρεπτόκοκκος [ελλ. > γαλλ. streptocoque > τουρκ.].
striknin = στρυχνίνη [αντιδ. μετγν. ελλ. στρύχνος > γαλλ. strychnine > τουρκ., νεοελλ.].
susam = σουσάμι [αρχ. ελλ. σήσαμον, σημιτικό δάνειο > νεοελλ. σουσάμι > τουρκ.].
sübye = σουπιά [αρχ. ελλ. σηπία > νεοελλ. σουπιά > τουρκ.].
süline = σωλήνα, θαλάσσιο μαλάκιο [αρχ. ελλ. σωλήν > τουρκ.].
sünger = σφουγγάρι [μετγν. ελλ. σπογγάριον, υποκορ. του αρχ. ελλ. σπόγγος > νεοελλ. σφουγγάρι > τουρκ.].
sürü = κοπάδι, σωρός [αρχ. ελλ. > τουρκ.].
sendik = σύνδικος [αρχ. ελλ. > γαλλ. syndic > τουρκ.].
sendika = συνδικάτο [αντιδ. αρχ. ελλ. σύνδικος > γαλλ. syndicat > τουρκ., νεοελλ.].
sendrom = σύνδρομο [αρχ. ελλ. σύνδρομος > γαλλ. syndrome > τουρκ.].
senfoni = συμφωνία (μουσ.) [αρχ. ελλ. > γαλλ. symphonie > τουρκ.].
senkretizm = συγκρητισμός [μετγν. ελλ. > γαλλ. syncrétisme > τουρκ.].
senkron = σύγχρονος [μετγν. ελλ. > γαλλ. synchrone > τουρκ.].
senkronik = συγχρονικός [ελλ. > γαλλ. synchronique > τουρκ.].
sentagma = σύνταγμα (γλωσ.) [αρχ. ελλ. > γαλλ. syntagme > τουρκ.].
sentaks = σύνταξη (γλωσ.) [αρχ. ελλ. > γαλλ. syntaxe > τουρκ.].
sentetik = συνθετικό [αρχ. ελλ. > γαλλ. synthétique > τουρκ.].
sentez = σύνθεση [αρχ. ελλ. > γαλλ. synthèse > τουρκ.].
septik = σκεπτικιστής [ελλ. > γαλλ. sceptique > τουρκ.].
septisizm = σκεπτικισμός [ελλ. > γαλλ. scepticisme > τουρκ.].
sepya = μελάνι σουπιάς και ζωγραφιά από μελάνι σουπιάς [αρχ. ελλ. σηπία > λατ. sepia > ιταλ. seppia > τουρκ.].
seramik = κεραμικός, κεραμικό [αρχ. ελλ. κέραμος > αρχ. ελλ. κεραμικός > γαλλ. céramique > τουρκ.].
sfenks = σφίγγα [αρχ. ελλ. σφίγξ > γαλλ. sphinx > τουρκ.].
sınır = σύνορο [νεοελλ. σύνορο, ουδ. του αρχ. ελλ. σύνορος > τουρκ.].
sınırdaş = αυτοί που έχουν κοινά σύνορα [νεοελλ. σύνορο, ουδ. του αρχ. ελλ. σύνορος + τουρκ. -daş > τουρκ.].
sınırlı = οριοθετημένος || οριακός [νεοελλ. σύνορο, ουδ. του αρχ. ελλ. σύνορος + τουρκ. -lı > τουρκ.].
sıra = σειρά [αρχ. ελλ. > τουρκ.].
sırma = λεπτό ασημένιο σύρμα [αρχ. ελλ. σύρμα > τουρκ.].
sırmakeş = ο κατασκευαστής σύρματος [αρχ. ελλ. σύρμα + περσ. -keş > τουρκ.].
sırmalı = συρματόπλεκτος [αρχ. ελλ. σύρμα + τουρκ. -lı > τουρκ.].
sideroz = ανθρακικός σίδηρος [αρχ. ελλ. σίδηρος > γαλλ. sidérose > τουρκ.].
sifon = σίφων [αρχ. ελλ. > γαλλ. siphon > τουρκ.].
siklamen = κυκλάμινο [μετγν. ελλ. κυκλάμινος > γαλλ. cyclamen > τουρκ.].
siklon = κυκλώνας [αντιδ. αρχ. ελλ. κύκλος > γαλλ. cyclone > τουρκ., νεοελλ.].
silindir = κύλινδρος [αρχ. ελλ. > γαλλ. cylindre > τουρκ.].
silindiraj = κυλίνδρωση [αρχ. ελλ. κύλινδρος + γαλλ. -age > γαλλ. cylindrage > τουρκ.].
silindirsel = κυλινδρικός [αρχ. ελλ. κύλινδρος > γαλλ. cylindre + τουρκ. -sel > τουρκ.].
simetri = συμμετρία [αρχ. ελλ. > γαλλ. symétrie > τουρκ.].
simetrik = συμμετρικός [μετγν. ελλ. > γαλλ. symétrique > τουρκ.].
simetrisiz = ασύμμετρος [αρχ. ελλ. συμμετρία + τουρκ. -siz > τουρκ.].
simit = σιμίτι, κουλλούρι [αντιδ. αρχ. ελλ. σεμίδαλις > αραβ. > τουρκ. > νεοελλ. σιμίτι].
sinagog = συναγωγή [αρχ. ελλ. > τουρκ.].
sinarit = συναγρίδα [αρχ. ελλ. συναγρίς > τουρκ.].
sinema = κινηματογράφος [αντιδ. αρχ. ελλ. κίνημα + γράφω > γαλλ. cinématographe και συντετμ. cinéma > τουρκ., νεοελλ. σινεμά].
sinematik = κινηματική [ελλ. > γαλλ. cinématique > τουρκ.].
sinematograf = κινηματογράφος [ελλ. > γαλλ. cinématographe > τουρκ.].
sinematografik = κινηματογραφικός [ελλ. > γαλλ. cinématographique > τουρκ.].
sinerji = συνεργασία [μετγν. ελλ. > γαλλ. synergie > τουρκ.].
sinestezi = συναισθησία [ελλ. > γαλλ. synésthésie > τουρκ.].
sini = σινί, μεγάλο χάλκινο ταψί [μετγν. ελλ. σινίον > περσ. > τουρκ.].
sinik = κυνικός (φιλοσ.) [αρχ. ελλ. > γαλλ. cynique > τουρκ.].
sinizm, kinizm = κυνισμός (φιλοσ.) [μετγν. ελλ. > γαλλ. cynisme > τουρκ.].
sinonim = συνώνυμος [αρχ. ελλ. > γαλλ. synonyme > τουρκ.].
siroz = κίρρωση ήπατος [ελλ. > γαλλ. cirrhose > τουρκ.].
sirtaki = συρτάκι [αρχ. ελλ. συρτός > νεοελλ. συρτάκι > τουρκ.].
sirto = συρτός χορός [αρχ. ελλ. συρτός > τουρκ.].
sismik = σεισμικός [νεοελλ. > γαλλ. sismique > τουρκ.].
sismograf = σεισμογράφος [ελλ. > γαλλ. sismographe > τουρκ.].
sismolog = σεισμολόγος [ελλ. > γαλλ. sismologue > τουρκ.].
sismoloji = σεισμολογία [ελλ. > γαλλ. sismologie > τουρκ.].
sistem = σύστημα [αρχ. ελλ. > γαλλ. système > τουρκ.].
sistematik = συστηματικός [μετγν. ελλ. > γαλλ. systématique > τουρκ.].
sistire = ξύστρα [αρχ. ελλ. > τουρκ.].
sistit = κυστίτιδα [ελλ. > γαλλ. cystite > τουρκ.].
sistol = συστολή της καρδιάς [μετγν. ελλ. συστολή > γαλλ. systole > τουρκ.].
siyatik = ισχιαλγία [ελλ. > γαλλ. sciatique > τουρκ.].
skandal = σκάνδαλο [μετγν. ελλ. > γαλλ. scandale > τουρκ.].
skleroz = σκλήρυνση [νεοελλ. > γαλλ. sclérose > τουρκ.].
skolastik = σχολαστικός [αρχ. ελλ. > γαλλ. scolastique > τουρκ.].
sofist = σοφιστής [αρχ. ελλ. > αγγλ. sophist > τουρκ.].
sofistike = αφύσικος || νοθευμένος [αντιδ. αρχ. ελλ. σοφιστικός > μεσν. λατ. sophisticus > γαλλ. sophistiqué > νεοελλ. σοφιστικέ, τουρκ.].
sofizm = σόφισμα [αρχ. ελλ. > γαλλ. sophisme > τουρκ.].
somata = σουμάδα, αναψυκτικό από γαλάκτωμα αμυγδάλου [πιθ. ινδ. σόμα (= είδος ποτού, θεϊκό ελιξίριο) + -άδα > νεοελλ. σουμάδα > τουρκ. ή *σουμάδι (= σημάδι, δηλαδή ένα συμβολικό δώρο του γαμπρού προς τη νύφη, μετά το οποίο ακολουθούσε αμέσως ένα κέρασμα με το ποτό σουμάδα) > σουμάδα. Σύμφωνα με το online λεξικό του Ιδρύματος τουρκικής γλώσσας η λέξη είναι ελληνική].
somun = στρογγυλό φουσκωτό ψωμί, καρβέλι [μεσν. ελλ. ψωμί(ν), υποκορ. του αρχ. ελλ. ψωμός (= κομμάτι ψωμιού) > τουρκ.].
sorit = σωρείτης [μετγν. ελλ. > γαλλ. sorite > τουρκ.].
spastik = σπαστικός [ελλ. > γαλλ. spastique > τουρκ.].
spazm = σπασμός [αρχ. ελλ. > γαλλ. spasme > τουρκ.].
sperma = σπέρμα [αρχ. ελλ. > γαλλ. sperme > τουρκ.].
spor = σπόριο [αρχ. ελλ. σπόρος > γαλλ. spore > τουρκ.].
stadya = σταδία [αρχ. ελλ. στάδιος > γαλλ. stadia > τουρκ.].
stadyum = στάδιο [αρχ. ελλ. > λατ. stadium > τουρκ.].
stalagmit = σταλαγμίτης [ελλ. > γαλλ. stalagmite > τουρκ.].
stalaktit = σταλακτίτης [ελλ. > γαλλ. stalactite > τουρκ.].
statik = στατικός, στατική [αρχ. ελλ. > γαλλ. statique > τουρκ.].
stenografi = στενογραφία [ελλ. > γαλλ. sténographie > τουρκ.].
stenotip = μηχανή στενογραφίας, "στενοτυπία" [ελλ. > γαλλ. sténotype > τουρκ.].
stereofonik = στερεοφωνικός [ελλ. > γαλλ. stéréophonique > τουρκ.].
stereografi = στερεογραφία [ελλ. > γαλλ. stéréographie > τουρκ.].
stereoskop = στερεοσκόπιο [ελλ. > γαλλ. stéréoscope > τουρκ.].
stereotipi = στερεοτυπία [ελλ. > γαλλ. stéréotypie > τουρκ.].
stetoskop = στηθοσκόπιο [ελλ. > γαλλ. stéthoscope > τουρκ.].
stoacılık = στωικισμός [αρχ. ελλ στοά + τουρκ. -cılık > τουρκ.].
strateji = στρατηγική [αρχ. ελλ. > γαλλ. stratégie > τουρκ.].
streptokok = στρεπτόκοκκος [ελλ. > γαλλ. streptocoque > τουρκ.].
striknin = στρυχνίνη [αντιδ. μετγν. ελλ. στρύχνος > γαλλ. strychnine > τουρκ., νεοελλ.].
susam = σουσάμι [αρχ. ελλ. σήσαμον, σημιτικό δάνειο > νεοελλ. σουσάμι > τουρκ.].
sübye = σουπιά [αρχ. ελλ. σηπία > νεοελλ. σουπιά > τουρκ.].
süline = σωλήνα, θαλάσσιο μαλάκιο [αρχ. ελλ. σωλήν > τουρκ.].
sünger = σφουγγάρι [μετγν. ελλ. σπογγάριον, υποκορ. του αρχ. ελλ. σπόγγος > νεοελλ. σφουγγάρι > τουρκ.].
sürü = κοπάδι, σωρός [αρχ. ελλ. > τουρκ.].
Ş : σε παχύ
şamandıra = σημαδούρα [νεοελλ. > τουρκ.].
şapşal = ανόητος || άκομψη εμφάνιση [αρχ. ελλ. σήψις > *σηψαλός > νεοελλ. σάψαλος > τουρκ.].
şayak = σαγιάκι, χοντρό μάλλινο ύφασμα [μεσν. ελλ. σαγίον, υποκορ. του μετγν. ελλ. σάγος (= χοντρός μανδύας) > νεοελλ. σαγιάκι > τουρκ. Κατ' άλλη άποψη το σαγιάκι είναι τουρκική λέξη. Ελληνική η λέξη σύμφωνα με το online λεξικό του Ιδρύματος τουρκικής γλώσσας].
şema = σχήμα, σχέδιο, διάγραμμα [αρχ. ελλ. > γαλλ. schéma > τουρκ.].
şırınga = σύριγγα [αρχ. ελλ. σύριγξ > ιταλ. siringa > τουρκ.].
şimiotaksi = χημειοτακτισμός [ελλ. > γαλλ. chimiotaxie > τουρκ.].
şimiotropizm = χημειοτροπισμός [ελλ. > γαλλ. chimiotropisme > τουρκ.].
şinik = σοινίκι, μέτρο δημητριακών [μετγν. ελλ. χοινίκιον, υποκορ. του αρχ. ελλ. χοίνιξ > νεοελλ. σοινίκι > τουρκ.].
şist = σχιστόλιθος [ελλ. > γαλλ. schiste > τουρκ.].
şizofreni = σχιζοφρένεια [ελλ. > γαλλ. schizophrénie > τουρκ.].
şapşal = ανόητος || άκομψη εμφάνιση [αρχ. ελλ. σήψις > *σηψαλός > νεοελλ. σάψαλος > τουρκ.].
şayak = σαγιάκι, χοντρό μάλλινο ύφασμα [μεσν. ελλ. σαγίον, υποκορ. του μετγν. ελλ. σάγος (= χοντρός μανδύας) > νεοελλ. σαγιάκι > τουρκ. Κατ' άλλη άποψη το σαγιάκι είναι τουρκική λέξη. Ελληνική η λέξη σύμφωνα με το online λεξικό του Ιδρύματος τουρκικής γλώσσας].
şema = σχήμα, σχέδιο, διάγραμμα [αρχ. ελλ. > γαλλ. schéma > τουρκ.].
şırınga = σύριγγα [αρχ. ελλ. σύριγξ > ιταλ. siringa > τουρκ.].
şimiotaksi = χημειοτακτισμός [ελλ. > γαλλ. chimiotaxie > τουρκ.].
şimiotropizm = χημειοτροπισμός [ελλ. > γαλλ. chimiotropisme > τουρκ.].
şinik = σοινίκι, μέτρο δημητριακών [μετγν. ελλ. χοινίκιον, υποκορ. του αρχ. ελλ. χοίνιξ > νεοελλ. σοινίκι > τουρκ.].
şist = σχιστόλιθος [ελλ. > γαλλ. schiste > τουρκ.].
şizofreni = σχιζοφρένεια [ελλ. > γαλλ. schizophrénie > τουρκ.].
T : τε
takimetre = ταχύμετρο [ελλ. > γαλλ. tachymètre > τουρκ.].
takograf = ταχογράφος [ελλ. > αγγλ. tachograph > τουρκ.].
takometre = ταχύμετρο [ελλ. > αγγλ. tachometer > τουρκ.].
taksi = ταξί, αγοραίο [αρχ. ελλ. τάξις + μέτρον > γαλλ. taximètre, συντετμ. taxie > τουρκ.].
taksimetre = ταξίμετρο [αρχ. ελλ. τάξις + μέτρον > γαλλ. taximètre > τουρκ.].
taksonomi = ταξινομία [ελλ. > γαλλ. taxonomie > τουρκ.].
taktik = τακτική [αρχ. ελλ. > γαλλ. tactique > τουρκ.].
takograf = ταχογράφος [ελλ. > αγγλ. tachograph > τουρκ.].
takometre = ταχύμετρο [ελλ. > αγγλ. tachometer > τουρκ.].
taksi = ταξί, αγοραίο [αρχ. ελλ. τάξις + μέτρον > γαλλ. taximètre, συντετμ. taxie > τουρκ.].
taksimetre = ταξίμετρο [αρχ. ελλ. τάξις + μέτρον > γαλλ. taximètre > τουρκ.].
taksonomi = ταξινομία [ελλ. > γαλλ. taxonomie > τουρκ.].
taktik = τακτική [αρχ. ελλ. > γαλλ. tactique > τουρκ.].
talaz = τρικυμία [αρχ. ελλ. θάλασσα > νεοελλ. θάλασσα (= θαλασσοταραχή, φουρτούνα) > τουρκ.].
tarhana = τραχανάς [μετγν. ελλ. τραγανός > περσ. > τουρκ. Κατ' άλλη άποψη περσ. > τουρκ. > νεοελλ.].
taşikardi = ταχυκαρδία [ελλ. > γαλλ. tachycardie > τουρκ.].
tayfun = τυφώνας [αρχ. ελλ. > αγγλ. typhoon > τουρκ.].
tayın = σιτηρέσιο, μερίδα τροφής [αρχ. ελλ. ταγήν, αιτ. του ταγή > αραβ.> τουρκ.].
teizm = θεϊσμός [ελλ. > γαλλ. théisme > τουρκ.].
teknik = τεχνική, τεχνικός [αρχ. ελλ. > γαλλ. technique > τουρκ.].
tekniker = τεχνικός [αρχ. ελλ. > γερμ. techniker > τουρκ.].
teknisyen = τεχνικός [αρχ. ελλ. > γαλλ. technicien > τουρκ.].
teknokrasi = τεχνοκρατία [ελλ. > αγγλ. technocracy > τουρκ.].
teknokrat = τεχνοκράτης [ελλ. > γαλλ. technocrate > τουρκ.].
teknoloji = τεχνολογία [αντιδ. μετγν. ελλ. > γαλλ. technologie > τουρκ., νεοελλ.].
teknolojik = τεχνολογικός [ελλ. > γαλλ. technologique > τουρκ.].
tektonik = τεκτονική [αρχ. ελλ. > γαλλ. tectonique > τουρκ.].
telefon = τηλέφωνο [ελλ. > γαλλ. téléphone > τουρκ.].
telefotografi = τηλεφωτογραφία [ελλ. > γαλλ. téléphotographie > τουρκ.].
telekinezi = τηλεκινησία [ελλ. > γαλλ. télékinésie > τουρκ.].
teleoloji = τελεολογία [ελλ. > γαλλ. téléologie > τουρκ.].
teleolojik = τελεολογικός [ελλ. > γαλλ. téléologique > τουρκ.].
telepati = τηλεπάθεια [ελλ. > γαλλ. télépathie > τουρκ.].
telepatik = τηλεπαθητικός [ελλ. > γαλλ. télépathique > τουρκ.].
teleskobik = τηλεσκοπικός [ελλ. > γαλλ. téléscopique > τουρκ.].
teleskop = τηλεσκόπιο [ελλ. > γαλλ. téléscope > τουρκ.].
tarhana = τραχανάς [μετγν. ελλ. τραγανός > περσ. > τουρκ. Κατ' άλλη άποψη περσ. > τουρκ. > νεοελλ.].
taşikardi = ταχυκαρδία [ελλ. > γαλλ. tachycardie > τουρκ.].
tayfun = τυφώνας [αρχ. ελλ. > αγγλ. typhoon > τουρκ.].
tayın = σιτηρέσιο, μερίδα τροφής [αρχ. ελλ. ταγήν, αιτ. του ταγή > αραβ.> τουρκ.].
teizm = θεϊσμός [ελλ. > γαλλ. théisme > τουρκ.].
teknik = τεχνική, τεχνικός [αρχ. ελλ. > γαλλ. technique > τουρκ.].
tekniker = τεχνικός [αρχ. ελλ. > γερμ. techniker > τουρκ.].
teknisyen = τεχνικός [αρχ. ελλ. > γαλλ. technicien > τουρκ.].
teknokrasi = τεχνοκρατία [ελλ. > αγγλ. technocracy > τουρκ.].
teknokrat = τεχνοκράτης [ελλ. > γαλλ. technocrate > τουρκ.].
teknoloji = τεχνολογία [αντιδ. μετγν. ελλ. > γαλλ. technologie > τουρκ., νεοελλ.].
teknolojik = τεχνολογικός [ελλ. > γαλλ. technologique > τουρκ.].
tektonik = τεκτονική [αρχ. ελλ. > γαλλ. tectonique > τουρκ.].
telefon = τηλέφωνο [ελλ. > γαλλ. téléphone > τουρκ.].
telefotografi = τηλεφωτογραφία [ελλ. > γαλλ. téléphotographie > τουρκ.].
telekinezi = τηλεκινησία [ελλ. > γαλλ. télékinésie > τουρκ.].
teleoloji = τελεολογία [ελλ. > γαλλ. téléologie > τουρκ.].
teleolojik = τελεολογικός [ελλ. > γαλλ. téléologique > τουρκ.].
telepati = τηλεπάθεια [ελλ. > γαλλ. télépathie > τουρκ.].
telepatik = τηλεπαθητικός [ελλ. > γαλλ. télépathique > τουρκ.].
teleskobik = τηλεσκοπικός [ελλ. > γαλλ. téléscopique > τουρκ.].
teleskop = τηλεσκόπιο [ελλ. > γαλλ. téléscope > τουρκ.].
telfin = κομμάτι του ψαριού τορίκι, που προορίζεται για λακέρδα [μετγν. ελλ. δελφίν (δελφίνι || ναυτικό εργαλείο) > τουρκ.].
telgraf = τηλέγραφος [ελλ. > γαλλ. télégraphe > τουρκ.].
tem, tema = θέμα [αρχ. ελλ. θέμα > γαλλ. thème > τουρκ.].
tematik = θεματικός [μετγν. ελλ. > γαλλ. thématique > τουρκ.].
temel = θεμέλιο [αρχ. ελλ. θεμέλιος > τουρκ.].
temelli = μόνιμος, σταθερός [αρχ. ελλ. θεμέλιος + τουρκ. -li > τουρκ.].
tenya = ταινία, παρασιτικό σκουλήκι [αρχ. ελλ. ταινία > τουρκ.].
teogoni = θεογονία [αρχ. ελλ. > γαλλ. théogonie > τουρκ.].
teokrasi = θεοκρατία [μετγν. ελλ. > γαλλ. théocratie > τουρκ.].
teokratik = θεοκρατικός [ελλ. > γαλλ. théocratique > τουρκ.].
teoloji = θεολογία [αρχ. ελλ. > γαλλ. théologie > τουρκ.].
teolojik = θεολογικός [αρχ. ελλ. > γαλλ. théologique > τουρκ.].
teorem = θεώρημα [αρχ. ελλ. > γαλλ. théorème > τουρκ.].
teori = θεωρία [αρχ. ελλ. > γαλλ. théorie > τουρκ.].
teorik = θεωρητικός [αρχ. ελλ. > γαλλ. théorique > τουρκ.].
terapi = θεραπεία [αρχ. ελλ. > γαλλ. thérapie > τουρκ.].
terementi = τρεμεντίνα, τερεβινθίνη [νεοελλ. τρεμεντίνα > τουρκ.].
termal = θερμό ιαματικό νερό [αρχ. ελλ. θερμός > γαλλ. thermal > τουρκ.].
termik = θερμικός [ελλ. > γαλλ. thermique > τουρκ.].
termodinamik = θερμοδυναμική [ελλ. > γαλλ. thermodynamique > τουρκ.].
termoelektrik = θερμοηλεκτρικός [ελλ. > γαλλ. thermoéléctrique > τουρκ.].
termograf = θερμογράφος [ελλ. > γαλλ. thermographe > τουρκ.].
termokimya = θερμοχημεία [ελλ. > τουρκ.].
termometre = θερμόμετρο [ελλ. > γαλλ. thermomètre > τουρκ.].
termos = θερμός (ειδικό δοχείο) [αντιδ. αρχ. ελλ. θερμός > αγγλ., γαλλ. thermos > τουρκ., νεοελλ.].
termosifon = θερμοσίφωνας [ελλ. > γαλλ. thermosiphone > τουρκ.].
termostat = θερμοστάτης [ελλ. > γαλλ. thermostat > τουρκ.].
tetanos = τέτανος [αρχ. ελλ. > γαλλ. tétanos > τουρκ.].
tez = εργασία υποβαλλόμενη σε εκπαιδευτικό ίδρυμα [αρχ. ελλ. θέσις > γαλλ. thèse > τουρκ.].
tılsım = υπερφυσική, μαγική δύναμη [μεσν. ελλ. τέλεσμα (= τελετή, μυστήριο) > αραβ. > τουρκ.].
tırpan = δρεπάνι [μετγν. ελλ. δρεπάνιον, υποκορ. του αρχ. ελλ. δρέπανον > τουρκ.].
tifo = τύφος [αρχ. ελλ. > τουρκ.].
tifüs = τύφος [αρχ. ελλ. > γαλλ. typhus > τουρκ.].
tip = είδος || πρότυπο [αρχ. ελλ. τύπος > γαλλ. type > τουρκ.].
tipografi = τυπογραφία [νεοελλ. > γαλλ. typographie > τουρκ.].
tipografya = τυπογραφία [νεοελλ. > τουρκ.].
tipoloji = τυπολογία [ελλ. > γαλλ. typologie > τουρκ.].
tiran = τύραννος, αυταρχικός [αρχ. ελλ. τύραννος > γαλλ. tyran > τουρκ.].
tirfil = τριφύλλι [μετγν. ελλ. τριφύλλιον > νεοελλ. > τουρκ.].
tirhandil = τρεχαντήρι [μετγν. ελλ. τροχαντήριον, υποκορ. του τροχαντήρ, με παρετυμολ. επίδραση του τρέχω > νεοελλ. τρεχαντήρι > τουρκ.].
tirhos = σαρδέλα [αρχ. ελλ. τριχία > τουρκ.].
tiryaki = θεριακλής, ο εξαρτημένος από διάφορες ουσίες [πιθ. μετγν. ελλ. θηριακή > περσ. > τουρκ. Κατ' άλλη άποψη και η λέξη θηριακή προέρχεται από την περσική].
titan = τιτάνας [αρχ. ελλ. Τιτάν > γαλλ. titan > τουρκ.].
tiyatro = θέατρο [αρχ. ελλ. > ιταλ. teatro > τουρκ.].
toksikoloji = τοξικολογία [ελλ. > γαλλ. toxicologie > τουρκ.].
toksikoman = τοξικομανής [ελλ. > γαλλ. toxicomane > τουρκ.].
toksin = τοξίνη [ελλ. > γαλλ. toxine > τουρκ.].
tomar = τομάρι || σωρός [αρχ. ελλ. τόμος > μετγν. ελλ. τομάριον > αραβ. > τουρκ.].
tomografi = τομογραφία [ελλ. > γαλλ. tomographie > τουρκ.].
ton = τόνος (μουσ., γραμμ.) [αρχ. ελλ. > γαλλ. ton > τουρκ.] || είδος ψαριού, τόνος [αρχ. ελλ. θύννος > λατ. tunnus > ιταλ. tonno, γαλλ. thon > νεοελλ. τόνος > τουρκ.].
tonik = τονικός [αρχ. ελλ. > γαλλ. tonique > τουρκ.].
tonoz = θόλος [αρχ. ελλ. θόλος > τουρκ., με παραφθορά].
topaz = τοπάζι [μετγν. ελλ. τοπάζιον, αγν. ετύμου > γαλλ. topaze > τουρκ.].
topografya = βλ. topoğrafya
topoğrafya = τοπογραφία [μετγν. ελλ. > γαλλ. topographie, ιταλ. topografia > τουρκ.].
toponimi = τοπωνυμία [ελλ. > γαλλ. toponymie > τουρκ.].
torik = τορίκι, είδος παλαμίδας [αντιδ. πιθ. αρχ. ελλ. ταρίχη, πληθ. του τάριχος (= ταριχευμένο, παστό) αγν. ετύμου > τουρκ. > νεοελλ. τορίκι ή ρίκι (νομίζοντας ότι η συλλαβή < το > αποτελεί άρθρο!). Επειδή συνήθιζαν να παστώνουν και να κάνουν λακέρδα ένα συγκεκριμένο είδος παλαμίδας, φαίνεται ότι ονομάστηκε και η παλαμίδα τάριχος. Κατ' άλλη άποψη τουρκ. > νεοελλ. Ελληνική η λέξη σύμφωνα με το online λεξικό του Ιδρύματος τουρκικής γλώσσας].
torna = τόρνος [αρχ. ελλ. > ιταλ. tórnio > τουρκ.].
tragedya = τραγωδία [αρχ. ελλ. > τουρκ.].
trahom = τράχωμα [μετγν. ελλ. > γαλλ. trachome > τουρκ.].
trajedi = τραγωδία [αρχ. ελλ. > γαλλ. tragédie > τουρκ.].
trajik = τραγικός [αρχ. ελλ. > γαλλ. tragique > τουρκ.].
trakunya = δράκαινα (ιχθ.) [αρχ. ελλ. > τουρκ.].
trapez = τραπέζι γυμναστικής [αρχ. ελλ. τραπέζιον > γαλλ. trapèse > τουρκ.].
travma = τραύμα [αρχ. ελλ. > ιταλ. tráuma > τουρκ.].
travmatoloji = τραυματολογία [ελλ. > γαλλ. traumatologie > τουρκ.].
trigonometri = τριγωνομετρία [ελλ. > γαλλ. trigonomètrie > τουρκ.].
trigonometrik = τριγωνομετρικός [ελλ. > γαλλ. trigonométrique > τουρκ.].
triloji = τριλογία [αρχ. ελλ. > γαλλ. trilogie > τουρκ.].
triptik = πιστοποιητικό εξόδου λεωφορείου από τα σύνορα [τρίπτυχον, ουδ. του αρχ. ελλ. τρίπτυχος > γαλλ. triptyque > τουρκ.].
tropika = τροπικός [αρχ. ελλ. > ιταλ. tropico > τουρκ.].
tropizm = τροπισμός [ελλ. > γαλλ. tropisme > τουρκ.].
troposfer = τροπόσφαιρα [ελλ. > γαλλ. troposphère > τουρκ.].
tulum = τουλούμι, γκάιντα [αντιδ. αρχ. ελλ. τύλη / μετγν. ελλ. τύλος (= εξόγκωμα, κάλος || σαμάρι αχθοφόρου) > τουρκ. > νεοελλ. τουλούμι. Κατ' άλλη άποψη η λέξη είναι τουρκική].
turfanda = τροφαντός, πρώιμος [αρχ. ελλ. πρώτος + -φαντός > *πρωτοφαντός > νεοελλ. τροφαντός > τουρκ. Κατ' άλλη άποψη περσ. > τουρκ. > νεοελλ.].
telgraf = τηλέγραφος [ελλ. > γαλλ. télégraphe > τουρκ.].
tem, tema = θέμα [αρχ. ελλ. θέμα > γαλλ. thème > τουρκ.].
tematik = θεματικός [μετγν. ελλ. > γαλλ. thématique > τουρκ.].
temel = θεμέλιο [αρχ. ελλ. θεμέλιος > τουρκ.].
temelli = μόνιμος, σταθερός [αρχ. ελλ. θεμέλιος + τουρκ. -li > τουρκ.].
tenya = ταινία, παρασιτικό σκουλήκι [αρχ. ελλ. ταινία > τουρκ.].
teogoni = θεογονία [αρχ. ελλ. > γαλλ. théogonie > τουρκ.].
teokrasi = θεοκρατία [μετγν. ελλ. > γαλλ. théocratie > τουρκ.].
teokratik = θεοκρατικός [ελλ. > γαλλ. théocratique > τουρκ.].
teoloji = θεολογία [αρχ. ελλ. > γαλλ. théologie > τουρκ.].
teolojik = θεολογικός [αρχ. ελλ. > γαλλ. théologique > τουρκ.].
teorem = θεώρημα [αρχ. ελλ. > γαλλ. théorème > τουρκ.].
teori = θεωρία [αρχ. ελλ. > γαλλ. théorie > τουρκ.].
teorik = θεωρητικός [αρχ. ελλ. > γαλλ. théorique > τουρκ.].
terapi = θεραπεία [αρχ. ελλ. > γαλλ. thérapie > τουρκ.].
terementi = τρεμεντίνα, τερεβινθίνη [νεοελλ. τρεμεντίνα > τουρκ.].
termal = θερμό ιαματικό νερό [αρχ. ελλ. θερμός > γαλλ. thermal > τουρκ.].
termik = θερμικός [ελλ. > γαλλ. thermique > τουρκ.].
termodinamik = θερμοδυναμική [ελλ. > γαλλ. thermodynamique > τουρκ.].
termoelektrik = θερμοηλεκτρικός [ελλ. > γαλλ. thermoéléctrique > τουρκ.].
termograf = θερμογράφος [ελλ. > γαλλ. thermographe > τουρκ.].
termokimya = θερμοχημεία [ελλ. > τουρκ.].
termometre = θερμόμετρο [ελλ. > γαλλ. thermomètre > τουρκ.].
termos = θερμός (ειδικό δοχείο) [αντιδ. αρχ. ελλ. θερμός > αγγλ., γαλλ. thermos > τουρκ., νεοελλ.].
termosifon = θερμοσίφωνας [ελλ. > γαλλ. thermosiphone > τουρκ.].
termostat = θερμοστάτης [ελλ. > γαλλ. thermostat > τουρκ.].
tetanos = τέτανος [αρχ. ελλ. > γαλλ. tétanos > τουρκ.].
tez = εργασία υποβαλλόμενη σε εκπαιδευτικό ίδρυμα [αρχ. ελλ. θέσις > γαλλ. thèse > τουρκ.].
tılsım = υπερφυσική, μαγική δύναμη [μεσν. ελλ. τέλεσμα (= τελετή, μυστήριο) > αραβ. > τουρκ.].
tırpan = δρεπάνι [μετγν. ελλ. δρεπάνιον, υποκορ. του αρχ. ελλ. δρέπανον > τουρκ.].
tifo = τύφος [αρχ. ελλ. > τουρκ.].
tifüs = τύφος [αρχ. ελλ. > γαλλ. typhus > τουρκ.].
tip = είδος || πρότυπο [αρχ. ελλ. τύπος > γαλλ. type > τουρκ.].
tipografi = τυπογραφία [νεοελλ. > γαλλ. typographie > τουρκ.].
tipografya = τυπογραφία [νεοελλ. > τουρκ.].
tipoloji = τυπολογία [ελλ. > γαλλ. typologie > τουρκ.].
tiran = τύραννος, αυταρχικός [αρχ. ελλ. τύραννος > γαλλ. tyran > τουρκ.].
tirfil = τριφύλλι [μετγν. ελλ. τριφύλλιον > νεοελλ. > τουρκ.].
tirhandil = τρεχαντήρι [μετγν. ελλ. τροχαντήριον, υποκορ. του τροχαντήρ, με παρετυμολ. επίδραση του τρέχω > νεοελλ. τρεχαντήρι > τουρκ.].
tirhos = σαρδέλα [αρχ. ελλ. τριχία > τουρκ.].
tiryaki = θεριακλής, ο εξαρτημένος από διάφορες ουσίες [πιθ. μετγν. ελλ. θηριακή > περσ. > τουρκ. Κατ' άλλη άποψη και η λέξη θηριακή προέρχεται από την περσική].
titan = τιτάνας [αρχ. ελλ. Τιτάν > γαλλ. titan > τουρκ.].
tiyatro = θέατρο [αρχ. ελλ. > ιταλ. teatro > τουρκ.].
toksikoloji = τοξικολογία [ελλ. > γαλλ. toxicologie > τουρκ.].
toksikoman = τοξικομανής [ελλ. > γαλλ. toxicomane > τουρκ.].
toksin = τοξίνη [ελλ. > γαλλ. toxine > τουρκ.].
tomar = τομάρι || σωρός [αρχ. ελλ. τόμος > μετγν. ελλ. τομάριον > αραβ. > τουρκ.].
tomografi = τομογραφία [ελλ. > γαλλ. tomographie > τουρκ.].
ton = τόνος (μουσ., γραμμ.) [αρχ. ελλ. > γαλλ. ton > τουρκ.] || είδος ψαριού, τόνος [αρχ. ελλ. θύννος > λατ. tunnus > ιταλ. tonno, γαλλ. thon > νεοελλ. τόνος > τουρκ.].
tonik = τονικός [αρχ. ελλ. > γαλλ. tonique > τουρκ.].
tonoz = θόλος [αρχ. ελλ. θόλος > τουρκ., με παραφθορά].
topaz = τοπάζι [μετγν. ελλ. τοπάζιον, αγν. ετύμου > γαλλ. topaze > τουρκ.].
topografya = βλ. topoğrafya
topoğrafya = τοπογραφία [μετγν. ελλ. > γαλλ. topographie, ιταλ. topografia > τουρκ.].
toponimi = τοπωνυμία [ελλ. > γαλλ. toponymie > τουρκ.].
torik = τορίκι, είδος παλαμίδας [αντιδ. πιθ. αρχ. ελλ. ταρίχη, πληθ. του τάριχος (= ταριχευμένο, παστό) αγν. ετύμου > τουρκ. > νεοελλ. τορίκι ή ρίκι (νομίζοντας ότι η συλλαβή < το > αποτελεί άρθρο!). Επειδή συνήθιζαν να παστώνουν και να κάνουν λακέρδα ένα συγκεκριμένο είδος παλαμίδας, φαίνεται ότι ονομάστηκε και η παλαμίδα τάριχος. Κατ' άλλη άποψη τουρκ. > νεοελλ. Ελληνική η λέξη σύμφωνα με το online λεξικό του Ιδρύματος τουρκικής γλώσσας].
torna = τόρνος [αρχ. ελλ. > ιταλ. tórnio > τουρκ.].
tragedya = τραγωδία [αρχ. ελλ. > τουρκ.].
trahom = τράχωμα [μετγν. ελλ. > γαλλ. trachome > τουρκ.].
trajedi = τραγωδία [αρχ. ελλ. > γαλλ. tragédie > τουρκ.].
trajik = τραγικός [αρχ. ελλ. > γαλλ. tragique > τουρκ.].
trakunya = δράκαινα (ιχθ.) [αρχ. ελλ. > τουρκ.].
trapez = τραπέζι γυμναστικής [αρχ. ελλ. τραπέζιον > γαλλ. trapèse > τουρκ.].
travma = τραύμα [αρχ. ελλ. > ιταλ. tráuma > τουρκ.].
travmatoloji = τραυματολογία [ελλ. > γαλλ. traumatologie > τουρκ.].
trigonometri = τριγωνομετρία [ελλ. > γαλλ. trigonomètrie > τουρκ.].
trigonometrik = τριγωνομετρικός [ελλ. > γαλλ. trigonométrique > τουρκ.].
triloji = τριλογία [αρχ. ελλ. > γαλλ. trilogie > τουρκ.].
triptik = πιστοποιητικό εξόδου λεωφορείου από τα σύνορα [τρίπτυχον, ουδ. του αρχ. ελλ. τρίπτυχος > γαλλ. triptyque > τουρκ.].
tropika = τροπικός [αρχ. ελλ. > ιταλ. tropico > τουρκ.].
tropizm = τροπισμός [ελλ. > γαλλ. tropisme > τουρκ.].
troposfer = τροπόσφαιρα [ελλ. > γαλλ. troposphère > τουρκ.].
tulum = τουλούμι, γκάιντα [αντιδ. αρχ. ελλ. τύλη / μετγν. ελλ. τύλος (= εξόγκωμα, κάλος || σαμάρι αχθοφόρου) > τουρκ. > νεοελλ. τουλούμι. Κατ' άλλη άποψη η λέξη είναι τουρκική].
turfanda = τροφαντός, πρώιμος [αρχ. ελλ. πρώτος + -φαντός > *πρωτοφαντός > νεοελλ. τροφαντός > τουρκ. Κατ' άλλη άποψη περσ. > τουρκ. > νεοελλ.].
U : ου
uranus = βλ. uranüs
uranüs = ουρανός [αρχ. ελλ. > λατ. uranus > τουρκ.].
uranyum = ουράνιο (χημ.) [ελλ. > γαλλ. uranium > τουρκ.].
uskumru = σκουμπρί [αρχ. ελλ. σκόμβρος > μεσν. ελλ. σκουμπρί > τουρκ.].
usturlap = αστρολάβος [μετγν. ελλ. > αραβ. > τουρκ.].
utopya = βλ. ütopya
uranus = βλ. uranüs
uranüs = ουρανός [αρχ. ελλ. > λατ. uranus > τουρκ.].
uranyum = ουράνιο (χημ.) [ελλ. > γαλλ. uranium > τουρκ.].
uskumru = σκουμπρί [αρχ. ελλ. σκόμβρος > μεσν. ελλ. σκουμπρί > τουρκ.].
usturlap = αστρολάβος [μετγν. ελλ. > αραβ. > τουρκ.].
utopya = βλ. ütopya
Ü : ου άφωνο, όπως το γαλλικό u και το γερμανικό ü
üremi = ουραιμία [ελλ. > γαλλ. urémie > τουρκ.].
üroloji = ουρολογία [ελλ. > γαλλ. urologie > τουρκ.].
üstüpü = στουπί [αρχ. ελλ. στυππείον > τουρκ.].
ütopik = ουτοπικός [ελλ. > γαλλ. utopique > τουρκ.].
ütopya = ουτοπία [αντιδ. αρχ. ελλ. ου + τόπος > μεσν. λατ. utopia > γαλλ. utopie > τουρκ.].
üvendire = βουκέντρα, βούκεντρο [μεσν. ελλ. βουκέντριον, υποκορ. του μετγν. ελλ. βούκεντρον > τουρκ.].
üroloji = ουρολογία [ελλ. > γαλλ. urologie > τουρκ.].
üstüpü = στουπί [αρχ. ελλ. στυππείον > τουρκ.].
ütopik = ουτοπικός [ελλ. > γαλλ. utopique > τουρκ.].
ütopya = ουτοπία [αντιδ. αρχ. ελλ. ου + τόπος > μεσν. λατ. utopia > γαλλ. utopie > τουρκ.].
üvendire = βουκέντρα, βούκεντρο [μεσν. ελλ. βουκέντριον, υποκορ. του μετγν. ελλ. βούκεντρον > τουρκ.].
V : βε
vaftiz = βάπτιση, βάπτισμα [μετγν. ελλ. > τουρκ.].
varyos, balyoz = βαριά, μεγάλο σφυρί [μεσν. ελλ. βαριά > τουρκ.].
vatoz = βατί, είδος σελαχιού (ιχθ.) [αρχ. ελλ. βάτος > τουρκ.].
vernik = βερνίκι [μετγν. ελλ. βερενίκιον > νεοελλ. > τουρκ.].
vişne = βύσσινο [αρχ. ελλ. βύσσινος > μετγν. ελλ. βύσσινον > τουρκ.].
voli = βολή, ριξιά διχτυού || κέρδος (αργκό) [αρχ. ελλ. βολή > τουρκ.].
vonoz = γόνος ψαριών [αρχ. ελλ. γόνος > τουρκ., με παραφθορά].
varyos, balyoz = βαριά, μεγάλο σφυρί [μεσν. ελλ. βαριά > τουρκ.].
vatoz = βατί, είδος σελαχιού (ιχθ.) [αρχ. ελλ. βάτος > τουρκ.].
vernik = βερνίκι [μετγν. ελλ. βερενίκιον > νεοελλ. > τουρκ.].
vişne = βύσσινο [αρχ. ελλ. βύσσινος > μετγν. ελλ. βύσσινον > τουρκ.].
voli = βολή, ριξιά διχτυού || κέρδος (αργκό) [αρχ. ελλ. βολή > τουρκ.].
vonoz = γόνος ψαριών [αρχ. ελλ. γόνος > τουρκ., με παραφθορά].
Υ : γιε
yakamoz = φωσφορισμός της θάλασσας [αρχ. ελλ. διακαίω > *διακαμός (πβ. κάμα) > τουρκ.].
yalı = γιαλός || μεγαλοπρεπές παραλιακό σπίτι [αρχ. ελλ. αιγιαλός > μεσν. ελλ. γιαλός > τουρκ.].
yeke = δοιάκι, μοχλός για την περιστροφή του πηδαλίου στα πλοία [μεσν. ελλ. οιάκιον, υποκορ. του αρχ. ελλ. οίαξ > τουρκ.].
yalı = γιαλός || μεγαλοπρεπές παραλιακό σπίτι [αρχ. ελλ. αιγιαλός > μεσν. ελλ. γιαλός > τουρκ.].
yeke = δοιάκι, μοχλός για την περιστροφή του πηδαλίου στα πλοία [μεσν. ελλ. οιάκιον, υποκορ. του αρχ. ελλ. οίαξ > τουρκ.].
yelloz = γυναίκα κακής διαγωγής, περίγελος [πιθ. αρχ. ελλ. γέλως > τουρκ.].
yoma = είδος χοντρού σκοινιού για το δέσιμο των πλοίων [πιθ. αρχ. ελλ. λύγος (= είδος φυτού από το οποίο κατασκεύαζαν ιμάντες, ασπίδες κ.ά) > μετγν. ελλ. λυγώ (= δένω) > *λύγωμα > τουρκ. Ελληνική η λέξη σύμφωνα με το online λεξικό του Ιδρύματος τουρκικής γλώσσας].
yortu = γιορτή [μεσν. ελλ. > τουρκ.].
yoma = είδος χοντρού σκοινιού για το δέσιμο των πλοίων [πιθ. αρχ. ελλ. λύγος (= είδος φυτού από το οποίο κατασκεύαζαν ιμάντες, ασπίδες κ.ά) > μετγν. ελλ. λυγώ (= δένω) > *λύγωμα > τουρκ. Ελληνική η λέξη σύμφωνα με το online λεξικό του Ιδρύματος τουρκικής γλώσσας].
yortu = γιορτή [μεσν. ελλ. > τουρκ.].
Z : ζε
zargana = ζαργάνα [πιθ. αρχ. ελλ. σαργάνη (= καλάθι) > μετγν. ελλ. ζαργάνη > μεσν. ελλ. ζαργάνα > τουρκ.].zelve = ζεύγλα, ζεύλα, εξάρτημα για τη ζεύξη δύο ζώων [αρχ. ελλ. ζεύγλη > νεοελλ. ζεύλα > τουρκ.].
zevce = η σύζυγος [αρχ. ελλ. ζεύγος > αραβ. > τουρκ.].
zevç = ο σύζυγος [αρχ. ελλ. ζεύγος > αραβ. > τουρκ.].
zifir = αιθάλη, καπνιά [αρχ. ελλ. ζόφος (= βαθύ σκοτάδι) > αραβ. > τουρκ.].
zifos = τζίφος, άχρηστος, κενός [πιθ. αρχ. ελλ. ψήφος > νεοελλ. τζίφος > τουρκ. Κατ' άλλη άποψη η νεοελληνική λέξη τζίφος ίσως προέρχεται από το αραβ. zife. Ελληνική η λέξη σύμφωνα με το online λεξικό του Ιδρύματος τουρκικής γλώσσας] || λάσπη που πετιέται από το χώμα, καταιγίδα [αρχ. ελλ. ζόφος (= βαθύ σκοτάδι) > τουρκ.].
zigot = ζυγωτό [αρχ. ελλ. > γαλλ. zygote > τουρκ.].
zodyak = ζωδιακός [μετγν. ελλ. > γαλλ. zodiaque > τουρκ.].
zoolog = ζωολόγος [ελλ. > γαλλ. zoologue > τουρκ.].
zooloji = ζωολογία [ελλ. > γαλλ. zoologie > τουρκ.].
zootekni = ζωοτεχνία [ελλ. > γαλλ. zootechnie > τουρκ.].
zula (argo) = κρύπτη απαγορευμένων πραγμάτων [μεσν. ελλ. ζουλίζω > ζουλώ > ζούλα > τουρκ.].
periergaa.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου