Του Σάββα Καλεντερίδη
Πριν από δυο χρόνια η ελληνική κοινή γνώμη, εντυπωσιάστηκε από έναν καινούργιο όρο που εισήχθη στο καθημερινό μας λεξιλόγιο: Στρατηγικό βάθος.
Η αγαπημένη έκφραση και έννοια του υπουργού Εξωτερικών της Τουρκίας,
Αχμέτ Νταβούτογλου, ο οποίος βάλθηκε να πείσει τις χώρες που προέκυψαν
από τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ότι... η οθωμανική κατοχή ήταν
ευλογία, την οποία πρέπει να επαναφέρουμε με όρους 21ου
αιώνα. Αυτό ήταν το στρατηγικό βάθος, η ανάδειξη των θετικών -σύμφωνα
με την τουρκοάποψη- ιστορικών και πολιτισμικών στοιχείων που άφησε η
οθωμανική κατοχή, για να ακολουθήσει η νεοοθωμανική επέλαση.
Υποστηρικτικό της εφαρμογής του νεοοθωμανικού δόγματος του στρατηγικού βάθους ήταν μια άλλη εφεύρεση: η πολιτική μηδενικών προβλημάτων.
Με βάση αυτή, η Τουρκία θα έπρεπε να ακολουθήσει πολιτική μηδενικών
προβλημάτων με όλες τις γειτονικές χώρες και με όλες τις χώρες που
προέκυψαν από τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στόχος της
πολιτικής αυτής ήταν όχι η επίλυση, αλλά το «κουκούλωμα» των υφισταμένων
προβλημάτων, για να ανοίξει ο δρόμος της νεοοθωμανικής επέλασης. Η
πολιτική αυτή βρήκε αρκετούς αφελείς και μερικούς νεοραγιάδες στις πρώην
υπόδουλες χώρες να την αποδεχτούν και να την υπερασπιστούν. Στα πλαίσια
αυτά είδαμε να γίνονται κοινά υπουργικά συμβούλια και άλλες
κωμικοτραγικές καταστάσεις στην Αθήνα, τη Δαμασκό και αλλού.
Η πολιτική μηδενικών προβλημάτων,
απαραίτητος πυλώνας για την υλοποίηση το δόγματος του στρατηγικού
βάθους, κατέρρευσε με το ξέσπασμα της κρίσης στη Συρία. Εκεί που η
Άγκυρα οραματιζόταν οικονομική ακόμα και πολιτική ενοποίηση με τη
Δαμασκό, τώρα προετοιμάζεται να εισβάλλει στο συριακό έδαφος, για να
δημιουργήσει μια ζώνη ασφαλείας στους τρεις νομούς που συνορεύουν με την
Τουρκία. Και για να φθάσουμε στο σημείο αυτό, προηγήθηκε η ανοιχτή
υποστήριξη με χρήματα και όπλα των αντικαθεστωτικών από την Άγκυρα,
υποστήριξη της οποίας η «ουρά» φθάνει μέχρι το Ριάντ και την Ουάσιγκτον.
Η
κατάσταση αυτή, προκαλεί την αντίδραση της Τεχεράνης, η οποία φιλοδοξεί
να γίνει ακόμα πιο ισχυρός γεωπολιτικός παίκτης στην ευρύτερη περιοχή,
μετά την αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων από το Ιράκ, το τέλος
του τρέχοντος έτους. Τότε, η Τεχεράνη σκοπεύει να γίνει ο κυρίαρχος του
παιχνιδιού σε μεγάλο μέρος της επικράτειας του Ιράκ, το οποίο
κατοικείται κατά 60% από σιίτες. Το ενδεχόμενο αυτό προκαλεί εφιάλτες
στο Ριάντ, την Ουάσιγκτον, το Τελ Αβίβ και την Άγκυρα. Αν δε
συνυπολογιστεί ότι το Ιράν ασκεί γεωπολιτική επιρροή στη Συρία, μέσω των
ισχυρών δεσμών που διατηρεί με το καθεστώς Άσαντ, και στο Λίβανο, μέσω
της σιιτικής Χεζμπολάχ, τότε η κατάσταση που τείνει να δημιουργηθεί,
μοιάζει με εφιάλτης για τις προαναφερθείσες πρωτεύουσες. Γι’ αυτό
όλοι οι παραπάνω, άσχετα με τα προβλήματα που υπάρχουν μεταξύ τους, όπως
για παράδειγμα μεταξύ Τουρκίας-Ισραήλ, ακολουθούν πολιτικές που
συγκλίνουν στο στόχο, που είναι η ανατροπή του καθεστώτος Άσαντ.
Όμως,
η στάση της Τουρκίας στο ζήτημα της Συρίας, προκαλεί έντονη δυσφορία
στην Τεχεράνη, με αποτέλεσμα να καταρρέει και κει η πολιτική των
μηδενικών προβλημάτων, πολιτική που κατέρρευσε και στο μέτωπο του
Ισραήλ, το οποίο αρνείται πεισματικά να ζητήσει συγνώμη από την Τουρκία,
για τους εννιά νεκρούς του Μαβί Μαρμαρά.
Τη
στιγμή, όμως που η Τουρκία σύρεται σε μια πολιτική ενεργούς εμπλοκής
στη Συρία, χωρίς όμως να έχει τη δυνατότητα να ενταχτεί στον άξονα
ΗΠΑ-Ισραήλ, η πολιτική των μηδενικών προβλημάτων καταρρέει και σε ένα
άλλο μέτωπο, στο Κουρδικό. Εκεί, ο Ερντογάν, μεθυσμένος από την εκλογική
νίκη και από την νίκη που πέτυχε στο ανοιχτό μέτωπο που διατηρεί με
τους στρατηγούς, αρνείται να προχωρήσει σε πρακτικά βήματα για την
ειρηνική, πολιτική επίλυση του Κουρδικού. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη
λήξη της μονομερούς εκεχειρίας που είχε κηρυχτεί από την κουρδική
πλευρά, με αποτέλεσμα την έναρξη των ένοπλων επιθέσεων των Κούρδων
ανταρτών. Μέχρι στιγμής, το αποτέλεσμα είναι τραγικό για την τουρκική
πλευρά, που μετρά δεκάδες νεκρούς, μόλις δυο εβδομάδες μετά την έναρξη
του πολέμου. Να σημειωθεί ότι ήδη η Τουρκία άρχισε να εκφράζει φόβους
για επανέναρξη της στήριξης του κουρδικού εθνικοαπελευθερωτικού
κινήματος από τις μυστικές υπηρεσίες της Συρίας και επανάληψη του
εφιαλτικού σκηνικού που επικρατούσε προ του 1999, όταν η Συρία ήταν ο
βασικός υποστηρικτής του ΡΚΚ.
Ενώ
λοιπόν το σκηνικό είναι αυτό που αναφέρθηκε στις προηγούμενες
παραγράφους, η Τουρκία καλείται να διαχειριστεί μια κατάσταση, που ίσως
αποτελεί το πιο σημαντικό εθνικό ζήτημα μετά το Κουρδικό και συνάμα
το μεγαλύτερο στοίχημα για την τουρκική εξωτερική πολιτική. Πρόκειται
για το ζήτημα της οριοθέτησης της ΑΟΖ από πλευράς της Κύπρου με την
Αίγυπτο, το Ισραήλ, το Λίβανο και τη Συρία (βρίσκεται σε εξέλιξη) και
την εκμετάλλευση των υποθαλασσίων αποθεμάτων στην ορισθείσα κυπριακή
ΑΟΖ. Η Κύπρος, σε συνεργασία με την αμερικανική εταιρεία Noble Energy, προχωρεί στις απαραίτητες έρευνες, για να ακολουθήσει η φάση της εκμετάλλευσης των υποθαλασσίων αποθεμάτων.
Τα
γεωτρύπανα θα πιάσουν δουλειά στις 21 Σεπτεμβρίου και η Τουρκία, με
ανοιχτά όλα τα μέτωπα που προαναφέρθηκαν και την οικονομία της να
εμφανίζει τους πρώτους τριγμούς, προσπαθεί να εφαρμόσει και πάλι την
πολιτική και την πρακτική της τρομοκρατίας και των εκφοβισμών, όπως
πράττει από τη δεκαετία του 1970 μέχρι σήμερα στο Αιγαίο, με θύμα την
Ελλάδα. Τη φορά αυτή, όμως, η Άγκυρα, αντί για σύμμαχο και απροκάλυπτο
υποστηρικτή, έχει απέναντί της την Ουάσιγκτον και το Τελ Αβίβ, και όλα
τα άλλα μέτωπα ανοικτά, με το Κουρδικό να επικρέμεται ως δαμόκλειος
σπάθη στην επίπλαστη «ενότητα του τουρκικού έθνους και κράτους».
Τώρα
που «πατώνει» το στρατηγικό βάθος της Άγκυρας και του Νταβούτογλου,
εκτός από την επιφυλακή και τη δέουσα προσοχή που πρέπει να επιδείξουμε,
για να αντιμετωπίσουμε τις αντιδράσεις της Άγκυρας στις επικείμενες
γεωτρήσεις στο Οικόπεδο 12, καλό είναι να επανεξετάσουμε και τον τρόπο με τον οποίο αναλύσαμε και αντιμετωπίσαμε το δόγμα και το φαινόμενο Νταβούτογλου. Επίσης, χρήσιμο θα ήταν να
αναλύσουμε τις πολιτικές που ακολουθήσαμε απέναντι στο νεοοθωμανισμό,
να κάνουμε την αυτοκριτική μας, και να προετοιμαστούμε αναλόγως, αφού τα
όσα διαδραματιστούν στην ΑΟΖ της Κύπρου το επόμενο διάστημα, θα
αποτελέσουν οδηγό και για το Αιγαίο. Γι’ αυτό, αν υπάρχουν κάποιοι που
σκέφτονται να παραπέμψουν το σύνολο του Αιγαίου στη Χάγη, καλό είναι να
το ξανασκεφτούν. Απαιτείται υπευθυνότητα και εγρήγορση, αδέλφια!
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, 19 Αυγούστου 2011
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, 19 Αυγούστου 2011
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου