Η υπόθεση Σνόουντεν -που θυμίζει ένδοξες στιγμές του Ψυχρού Πολέμου
όπως την κατάρριψη από τη σοβιετική αεράμυνα του κατασκοπευτικού
αεροσκάφους U-2 με πιλότο τον Πάουερς, το 1960, λίγο πριν από τη
Διάσκεψη Κορυφής ΗΠΑ, Βρετανίας, Γαλλίας και ΕΣΣΔ για το Γερμανικό
Ζήτημα, ή ακόμη και την ταυτόχρονη ανταλλαγή κατασκόπων στη γέφυρα
Γκλίνικε του Βερολίνου- αιφνιδίασε τους πάντες.
εδώ και δεκαετίες, πριν από την ψηφιακή τεχνολογία, ΗΠΑ και Βρετανία μέσου του συστήματος Echelon κατέγραφαν τον μεγαλύτερο όγκο των ασύρματων και ενσύρματων επικοινωνιών σε όλο τον πλανήτη. Σήμερα καταγράφουν κινητές και σταθερές τηλεφωνικές κλήσεις και κάθε είδους συναλλαγή μέσω Διαδικτύου.
Αν αυτό που ήθελαν η Ρωσία και η Κίνα ήταν να δώσουν ασφαλή διαφυγή στον Σνόουντεν έναντι των πληροφοριών που μπορεί να τους δώσει, υπήρχαν άπειροι πιο διακριτικοί τρόποι που δεν θα παραπλανούσαν μεν την Ουάσιγκτον, αλλά δεν θα την προκαλούσαν δημόσια.
Με άλλα λόγια, είναι κάτι παραπάνω από προφανές ότι ο χειρισμός της υπόθεσης Σνόουντεν από τις αρχές του Χονγκ Κονγκ -δηλαδή από το Πεκίνο- και στη συνέχεια από τη Μόσχα είναι πολιτική επιλογή, είναι ένα ηχηρό δημόσιο μήνυμα δυσαρέσκειας απέναντι στις ΗΠΑ.
Ολα τα παραπάνω λίγες βδομάδες μετά την επίσκεψη του προέδρου της Κίνας στην Καλιφόρνια και την άτυπη, αλλά συνολική ανταλλαγή απόψεων με τον Ομπάμα για όλες τις πτυχές των διμερών σχέσεων, αλλά και λίγες μέρες μετά τη συνάντηση Ομπάμα - Πούτιν στη Βόρεια Ιρλανδία στο περιθώριο της Διάσκεψης Κορυφής της Ομάδας του G8 με επίκεντρο τη διαμόρφωση κοινής αντιμετώπισης της σύγκρουσης στη Συρία.
Η στάση Ρωσίας και Κίνας στην υπόθεση Σνόουντεν έγινε εν επιγνώσει των δυσκολιών που θα έχει ο Ομπάμα απέναντι στο Κογκρέσο και τα διάφορα λόμπι σε κάθε μελλοντικό βήμα ή άνοιγμα απέναντι στη Μόσχα και στο Πεκίνο. Είναι ένα σαφές μήνυμα συνολικά προς την ηγεσία των ΗΠΑ ότι με τη σημερινή τους στάση δεν μπορεί να επιτευχθεί πρόοδος.
Ο Μετα - Αμερικανικός Κόσμος
Το παράδοξο είναι ακόμη μεγαλύτερο, καθώς στην αρχή της δεύτερης τετραετίας του Ομπάμα υπήρχαν σαφή μηνύματα ότι στην Ουάσιγκτον έχει πλέον καταστεί συνείδηση ότι τελείωσε η εποχή που οι ΗΠΑ ως μόνη υπερδύναμη πίστευαν ότι μπορούσαν να επιβάλλουν μια πλανητική Pax Americana με εργαλείο τον πολιτικό πειθαναγκασμό και, αν αυτό δεν ήταν αρκετό, τον μονομερή παρεμβατισμό.
Η Ουάσιγκτον του Ομπάμα έδειχνε να θεωρεί την Ομάδα του G8 αλλά και του G20 όχι μόνον ως φόρουμ ανταλλαγής απόψεων και αναζήτησης σύνθεσης για το μέλλον της παγκόσμιας οικονομίας, αλλά ως άτυπα μελλοντικά Συμβούλια Ασφαλείας για όλα τα παγκόσμια προβλήματα.
Από τους Νεοσυντηρητικούς και τα Γεράκια που έστησαν την εισβολή στο Ιράκ το 2003, ο Ομπάμα φαινόταν να επηρεάζεται από την αντίπαλη σχολή αυτών δηλαδή -όπως ο Τζόζεφ Νάι και ο Φαρίντ Ζακαρία- που πιστεύουν ότι έχουμε ήδη περάσει στον Μετα-Αμερικανικό Κόσμο, ο χαρακτήρας του οποίου είναι πλέον πολυπολικός και για κάποιους άλλους, πιο τολμηρούς αναλυτές απολικός.
Αυτό που αποτυπώνεται -όχι μόνον από την κρίση στις σχέσεις με τη Μόσχα και το Πεκίνο-, που φωτίστηκε από την υπόθεση Σνόουντεν αλλά και από τη δυσκολία συνεννόησης με άλλες αναδυόμενες δυνάμεις όπως η Κίνα και η Βραζιλία- είναι η διάσταση ανάμεσα στην επίσημη και ανεπίσημη ρητορική και θεώρηση των ΗΠΑ για τον κόσμο και την πραγματικότητα.
Είναι φανερό ότι βρισκόμαστε σε μια κρίσιμη μεταβατική εποχή με διαμετρικά αντίθετα γνωρίσματα από αυτά των άλλων αντίστοιχων ιστορικών περιόδων: αν στη διετία 1945-'47 επιβίωνε η ρητορική της Συμμαχίας κατά της Γερμανίας με την καχυποψία απέναντι στην ΕΣΣΔ να κυριαρχεί στην πράξη, σήμερα κυριαρχεί η ρητορική της Ηπιας Πρωτοκαθεδρίας μαζί με μονομερείς πρακτικές της εποχής που οι ΗΠΑ ήταν η Μόνη Υπερδύναμη.
Η «απόσταση» με τη Ρωσία
Τι θέλουν οι ΗΠΑ του Ομπάμα σε σχέση με τη Ρωσία του Πούτιν; Για να απαντηθεί το ερώτημα και για να πιστωθεί η Ουάσιγκτον εποικοδομητική στάση ή να χρεωθεί ψυχροπολεμική καχυποψία θα πρέπει πρώτα από όλα η Μόσχα να ξεκαθαρίσει τις προθέσεις της, κάτι που παραμένει ζητούμενο ακόμη και σήμερα.
Τι θέλει η Μόσχα από τις χώρες της πρώην ΕΣΣΔ; Μια σχέση ανάλογη με αυτήν που διατηρούσε η Σοβιετική Ενωση με τη Φιλανδία την εποχή του Ψυχρού Πολέμου, με το Ελσίνκι να δεσμεύεται ότι δεν θα προσχωρήσει σε αντισοβιετική συμμαχία και συνεργασία, ή αποβλέπει σε μια σταδιακή Αυτοκρατορική Παλινόρθωση μέσω οικονομικής και πολιτικής ένωσης;
Το παραπάνω ερώτημα έχει καίρια και αποφασιστική σημασία κυρίως για τον Καύκασο και την Κεντρική Ασία. Είναι φανερό ότι η Μόσχα δεν αρκείται στην μη διεύρυνση του ΝΑΤΟ, που ναυάγησε και στην περίπτωση της Ουκρανίας αλλά και σε αυτήν της Γεωργίας το 2008, αλλά θεωρεί ότι έχει βέτο και στην ενεργειακή στρατηγική των χωρών αυτών, ενώ την ίδια στιγμή οι ΗΠΑ τις προσεγγίζουν ως ανεξάρτητες και κυρίαρχες χώρες.
Υπάρχει σήμερα ισοτιμία της Ουάσιγκτον και της Μόσχας; Η απάντηση είναι ξεκάθαρα καταφατική σε ένα μόνο πεδίο, αυτό των πυρηνικών οπλοστασίων, με τη ρωσική πλευρά να είναι εξαιρετικά καχύποπτη για δύο αμερικανικές επιλογές:
Συγκρουσιακή αλληλεξάρτηση με το Πεκίνο
Η αλληλεξάρτηση ΗΠΑ - Κίνας στην Οικονομία και στο Εμπόριο είναι γνωστή: χωρίς την αμερικανική αγορά δεν υπάρχει εγγυημένη και σταθερή ανάπτυξη για το Πεκίνο και χωρίς τη μαζική και σταθερή αγορά αμερικανικών ομολόγων από την Κεντρική Τράπεζα της Κίνας το αμερικανικό Δημόσιο Χρέος δεν είναι βιώσιμο.
Παρά τα παραπάνω, σε γεωπολιτικό επίπεδο Πεκίνο και Ουάσιγκτον ζουν στη σκιά μιας αμοιβαίας ψυχροπολεμικής καχυποψίας και περιχαράκωσης:
Αλλωστε, λόγω της αποχώρησης από το Ιράκ και την ώρα που γίνονται διαπραγματεύσεις με τους Ταλιμπάν, η Ουάσιγκτον διστάζει να εμπλακεί στη Συρία, καθώς φοβάται ότι δεν θα μπορέσει να ελέγξει το ντόμινο των εξελίξεων, μία προσέγγιση που ισχύει και απέναντι στο Ιράν, κυρίως μετά την εκλογή του Ροχανί στην προεδρία.
Ολα δείχνουν ότι υιοθέτηση μίας ρεαλπολιτίκ απέναντι στη Μόσχα και στο Πεκίνο είναι ζήτημα χρόνου. Το πρόβλημα είναι ότι οι ΗΠΑ κινούνται αργά, την ώρα που η καθυστέρηση αυτή καταγράφεται από Ρωσία και Κίνα ως προσπάθεια αναδίπλωσης - αντεπίθεσης.
Γιώργος Καπόπουλους kapopoulos@pegasus.gr
www.ethnos.gr
Ούτε η Μόσχα, ούτε το Πεκίνο, ούτε οι Ευρωπαίοι εταίροι της Ουάσιγκτον έμαθαν κάτι το καινούργιο:...
εδώ και δεκαετίες, πριν από την ψηφιακή τεχνολογία, ΗΠΑ και Βρετανία μέσου του συστήματος Echelon κατέγραφαν τον μεγαλύτερο όγκο των ασύρματων και ενσύρματων επικοινωνιών σε όλο τον πλανήτη. Σήμερα καταγράφουν κινητές και σταθερές τηλεφωνικές κλήσεις και κάθε είδους συναλλαγή μέσω Διαδικτύου.
Αν αυτό που ήθελαν η Ρωσία και η Κίνα ήταν να δώσουν ασφαλή διαφυγή στον Σνόουντεν έναντι των πληροφοριών που μπορεί να τους δώσει, υπήρχαν άπειροι πιο διακριτικοί τρόποι που δεν θα παραπλανούσαν μεν την Ουάσιγκτον, αλλά δεν θα την προκαλούσαν δημόσια.
Με άλλα λόγια, είναι κάτι παραπάνω από προφανές ότι ο χειρισμός της υπόθεσης Σνόουντεν από τις αρχές του Χονγκ Κονγκ -δηλαδή από το Πεκίνο- και στη συνέχεια από τη Μόσχα είναι πολιτική επιλογή, είναι ένα ηχηρό δημόσιο μήνυμα δυσαρέσκειας απέναντι στις ΗΠΑ.
Ολα τα παραπάνω λίγες βδομάδες μετά την επίσκεψη του προέδρου της Κίνας στην Καλιφόρνια και την άτυπη, αλλά συνολική ανταλλαγή απόψεων με τον Ομπάμα για όλες τις πτυχές των διμερών σχέσεων, αλλά και λίγες μέρες μετά τη συνάντηση Ομπάμα - Πούτιν στη Βόρεια Ιρλανδία στο περιθώριο της Διάσκεψης Κορυφής της Ομάδας του G8 με επίκεντρο τη διαμόρφωση κοινής αντιμετώπισης της σύγκρουσης στη Συρία.
Η στάση Ρωσίας και Κίνας στην υπόθεση Σνόουντεν έγινε εν επιγνώσει των δυσκολιών που θα έχει ο Ομπάμα απέναντι στο Κογκρέσο και τα διάφορα λόμπι σε κάθε μελλοντικό βήμα ή άνοιγμα απέναντι στη Μόσχα και στο Πεκίνο. Είναι ένα σαφές μήνυμα συνολικά προς την ηγεσία των ΗΠΑ ότι με τη σημερινή τους στάση δεν μπορεί να επιτευχθεί πρόοδος.
Ο Μετα - Αμερικανικός Κόσμος
Το παράδοξο είναι ακόμη μεγαλύτερο, καθώς στην αρχή της δεύτερης τετραετίας του Ομπάμα υπήρχαν σαφή μηνύματα ότι στην Ουάσιγκτον έχει πλέον καταστεί συνείδηση ότι τελείωσε η εποχή που οι ΗΠΑ ως μόνη υπερδύναμη πίστευαν ότι μπορούσαν να επιβάλλουν μια πλανητική Pax Americana με εργαλείο τον πολιτικό πειθαναγκασμό και, αν αυτό δεν ήταν αρκετό, τον μονομερή παρεμβατισμό.
Η Ουάσιγκτον του Ομπάμα έδειχνε να θεωρεί την Ομάδα του G8 αλλά και του G20 όχι μόνον ως φόρουμ ανταλλαγής απόψεων και αναζήτησης σύνθεσης για το μέλλον της παγκόσμιας οικονομίας, αλλά ως άτυπα μελλοντικά Συμβούλια Ασφαλείας για όλα τα παγκόσμια προβλήματα.
Από τους Νεοσυντηρητικούς και τα Γεράκια που έστησαν την εισβολή στο Ιράκ το 2003, ο Ομπάμα φαινόταν να επηρεάζεται από την αντίπαλη σχολή αυτών δηλαδή -όπως ο Τζόζεφ Νάι και ο Φαρίντ Ζακαρία- που πιστεύουν ότι έχουμε ήδη περάσει στον Μετα-Αμερικανικό Κόσμο, ο χαρακτήρας του οποίου είναι πλέον πολυπολικός και για κάποιους άλλους, πιο τολμηρούς αναλυτές απολικός.
Αυτό που αποτυπώνεται -όχι μόνον από την κρίση στις σχέσεις με τη Μόσχα και το Πεκίνο-, που φωτίστηκε από την υπόθεση Σνόουντεν αλλά και από τη δυσκολία συνεννόησης με άλλες αναδυόμενες δυνάμεις όπως η Κίνα και η Βραζιλία- είναι η διάσταση ανάμεσα στην επίσημη και ανεπίσημη ρητορική και θεώρηση των ΗΠΑ για τον κόσμο και την πραγματικότητα.
Είναι φανερό ότι βρισκόμαστε σε μια κρίσιμη μεταβατική εποχή με διαμετρικά αντίθετα γνωρίσματα από αυτά των άλλων αντίστοιχων ιστορικών περιόδων: αν στη διετία 1945-'47 επιβίωνε η ρητορική της Συμμαχίας κατά της Γερμανίας με την καχυποψία απέναντι στην ΕΣΣΔ να κυριαρχεί στην πράξη, σήμερα κυριαρχεί η ρητορική της Ηπιας Πρωτοκαθεδρίας μαζί με μονομερείς πρακτικές της εποχής που οι ΗΠΑ ήταν η Μόνη Υπερδύναμη.
Η «απόσταση» με τη Ρωσία
Τι θέλουν οι ΗΠΑ του Ομπάμα σε σχέση με τη Ρωσία του Πούτιν; Για να απαντηθεί το ερώτημα και για να πιστωθεί η Ουάσιγκτον εποικοδομητική στάση ή να χρεωθεί ψυχροπολεμική καχυποψία θα πρέπει πρώτα από όλα η Μόσχα να ξεκαθαρίσει τις προθέσεις της, κάτι που παραμένει ζητούμενο ακόμη και σήμερα.
Τι θέλει η Μόσχα από τις χώρες της πρώην ΕΣΣΔ; Μια σχέση ανάλογη με αυτήν που διατηρούσε η Σοβιετική Ενωση με τη Φιλανδία την εποχή του Ψυχρού Πολέμου, με το Ελσίνκι να δεσμεύεται ότι δεν θα προσχωρήσει σε αντισοβιετική συμμαχία και συνεργασία, ή αποβλέπει σε μια σταδιακή Αυτοκρατορική Παλινόρθωση μέσω οικονομικής και πολιτικής ένωσης;
Το παραπάνω ερώτημα έχει καίρια και αποφασιστική σημασία κυρίως για τον Καύκασο και την Κεντρική Ασία. Είναι φανερό ότι η Μόσχα δεν αρκείται στην μη διεύρυνση του ΝΑΤΟ, που ναυάγησε και στην περίπτωση της Ουκρανίας αλλά και σε αυτήν της Γεωργίας το 2008, αλλά θεωρεί ότι έχει βέτο και στην ενεργειακή στρατηγική των χωρών αυτών, ενώ την ίδια στιγμή οι ΗΠΑ τις προσεγγίζουν ως ανεξάρτητες και κυρίαρχες χώρες.
Υπάρχει σήμερα ισοτιμία της Ουάσιγκτον και της Μόσχας; Η απάντηση είναι ξεκάθαρα καταφατική σε ένα μόνο πεδίο, αυτό των πυρηνικών οπλοστασίων, με τη ρωσική πλευρά να είναι εξαιρετικά καχύποπτη για δύο αμερικανικές επιλογές:
- Πρώτον, την Αντιπυραυλική Ασπίδα που, αν και έχει ατονήσει, θεωρείται ως απροσχημάτιστη αμερικανική προσπάθεια να καταργηθεί σε βάρος μάλιστα των ρωσικών συμφερόντων η πυρηνική ισορροπία του τρόμου, που είναι γνωστή ως Αμοιβαία Εξασφαλισμένη Καταστροφή (Mutual Assured Destruction, πιο γνωστή με το ακρώνυμο MAD).
- Δεύτερον, τη σταθερή προσπάθεια των ΗΠΑ να περικοπεί χωρίς ταυτόχρονες διευθετήσεις για τις συμβατικές δυνάμεις και τα λεγόμενα «έξυπνα» οπλικά συστήματα, μεγάλο τμήμα του όγκου των πυρηνικών οπλοστασίων των δύο χωρών, μία επιλογή που η Μόσχα τη βλέπει καχύποπτα ως αναζήτηση υπεροχής στο πεδίο που βολεύει την άλλη πλευρά.
Συγκρουσιακή αλληλεξάρτηση με το Πεκίνο
Η αλληλεξάρτηση ΗΠΑ - Κίνας στην Οικονομία και στο Εμπόριο είναι γνωστή: χωρίς την αμερικανική αγορά δεν υπάρχει εγγυημένη και σταθερή ανάπτυξη για το Πεκίνο και χωρίς τη μαζική και σταθερή αγορά αμερικανικών ομολόγων από την Κεντρική Τράπεζα της Κίνας το αμερικανικό Δημόσιο Χρέος δεν είναι βιώσιμο.
Παρά τα παραπάνω, σε γεωπολιτικό επίπεδο Πεκίνο και Ουάσιγκτον ζουν στη σκιά μιας αμοιβαίας ψυχροπολεμικής καχυποψίας και περιχαράκωσης:
- Η πολιτική του Πεκίνου για ειρηνική ενσωμάτωση της Ταϊβάν στο μοντέλο «Ενα Κράτος - Δύο Συστήματα», που είναι βασικός στρατηγικός άξονας της χώρας καταγράφεται από την αμερικανική πλευρά ως απροσχημάτιστος ηγεμονισμός στην Ευρύτερη Περιοχή Ασίας - Ειρηνικού.
- Η διένεξη με την Ιαπωνία αλλά και με άλλες χώρες της περιοχές για την κυριαρχία σε κοραλλιογενή νησιωτικά συμπλέγματα με πλούσιο σε ενεργειακά αποθέματα υπέδαφος και βυθό στην αμερικανική θεώρηση προστίθεται στις βλέψεις επί της Ταϊβάν για να νομιμοποιήσει την ανάγκη ανάσχεσης του κινεζικού επεκτατισμού.
- Τέλος, αν ρίξουμε μια προσεκτική ματιά στην κρίση με τα πυρηνικά όπλα της Βόρειας Κορέας εύκολα τίθεται το ερώτημα τι φοβάται πιο πολύ η Ουάσιγκτον: τους πυραύλους της Πιονγιάνγκ ή την επίλυση του προβλήματος και τη σταδιακή προσέγγιση επανένωσης των δύο κορεατικών κρατών με μεσολαβητή το Πεκίνο;
Αλλωστε, λόγω της αποχώρησης από το Ιράκ και την ώρα που γίνονται διαπραγματεύσεις με τους Ταλιμπάν, η Ουάσιγκτον διστάζει να εμπλακεί στη Συρία, καθώς φοβάται ότι δεν θα μπορέσει να ελέγξει το ντόμινο των εξελίξεων, μία προσέγγιση που ισχύει και απέναντι στο Ιράν, κυρίως μετά την εκλογή του Ροχανί στην προεδρία.
Ολα δείχνουν ότι υιοθέτηση μίας ρεαλπολιτίκ απέναντι στη Μόσχα και στο Πεκίνο είναι ζήτημα χρόνου. Το πρόβλημα είναι ότι οι ΗΠΑ κινούνται αργά, την ώρα που η καθυστέρηση αυτή καταγράφεται από Ρωσία και Κίνα ως προσπάθεια αναδίπλωσης - αντεπίθεσης.
Γιώργος Καπόπουλους kapopoulos@pegasus.gr
www.ethnos.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου