Ο
μεγαλύτερος εχθρός μου ήταν πάντα η επιβεβλημένη εικόνα. Είμαι
καχύποπτη σε αυτό που βλέπω. Κρίνω πάντοτε τους γύρω μου από τον ήχο, τη
χροιά και τον τόνο της φωνής τους. Προτού ακόμα πάω νηπιαγωγείο η
κρατική τηλεόραση ξεκίνησε να εκπέμπει τα δύο της κανάλια, την τότε
ΥΕΝΕΔ και την Ε.Ρ.Τ. Ποτέ δεν αγάπησα την τηλεόραση...
Θυμάμαι πως όταν τα αδέλφια μου και οι γονείς μου καρφώνονταν πάνω της για να δουν το Θέατρο της Δευτέρας,Το μινόρε της αυγής, ή Το Λούνα Παρκ απομακρυνόμουν από την εικόνα και άκουγα μόνο τον τρόπο που μιλούσαν οι ηθοποιοί. Η καλύτερη στιγμή της καθημερινότητάς μου, όταν ήμουν 4 χρόνων, ήταν τα πρωινά, που σκαρφαλωμένη στον πάγκο της κουζίνας έπαιρνα το τρανζιστοράκι της μητέρας μου, το κολλούσα στο αυτί μου και άκουγα με λαχτάρα τα παραμύθια της θείας Λένας.
Με μεγάλωσαν δύο αξιολάτρευτες γιαγιάδες, η Θοδωρίτσα και η Έλλη, οι οποίες ήταν σχεδόν τυφλές, αλλά είχαν αυξημένη ακοή και μαγικό τρόπο να μου αφηγούνται με τις ώρες παραμύθια και να μου λένε ένα σωρό τραγούδια. Η μαμά μου ήταν πανέμορφη, κατά τα λεγόμενα των άλλων, αλλά στα αυτιά μου φάνταζε σαν δυνάστης όταν, συχνά πυκνά, μου ούρλιαζε επειδή της ήταν δύσκολο να τα βγάλει πέρα με τρία παιδιά. Μεγαλώνοντας, κλεινόμουν στο δωμάτιό μου και διάβαζα δυνατά παραμύθια στον εαυτό μου προσπαθώντας να δώσω θεατρική χροιά στη φωνή μου.
Αποφάσισα να γίνω δημοσιογράφος γιατί μου άρεσε να γράφω αληθινές ιστορίες και να παίρνω συνεντεύξεις για το ραδιόφωνο. Επέλεξα με λατρεία το ραδιόφωνο ως πρώτη μου δουλειά. Αλλά δυστυχώς για μένα ξεκίνησα με το πολιτικό ρεπορτάζ. Τότε κατάλαβα ότι οι πολιτικοί δεν είναι καθόλου καλοί ηθοποιοί, γιατί ο ήχος της φωνής τους είναι τόσο ψεύτικος…
Τα έφερε η τύχη να μεταπηδήσω στο πολιτιστικό τμήμα εφημερίδων και περιοδικών. Εν τω μεταξύ απέκτησα δύο παιδιά, τα οποία είχαν την ατυχία, τουλάχιστον μέχρι πριν από λίγους μήνες, να μεγαλώνουν χωρίς τη μαμά τους και τον μπαμπά τους, οι οποίοι έλειπαν πάντα στη δουλειά, ούτε με καμιά γιαγιά. Μεγάλωναν με τις λεγόμενες μπέιμπι σίτερ, που για να τα «ηρεμούν» τα έβαζαν συνεχώς μπροστά σε μια τηλεόραση, να βλέπουν τα πάντα!
Από τη φετινή σχολική χρονιά, που η κόρη πηγαίνει Α΄ Δημοτικού και ο γιος μου προνήπιο, πήρα τη μεγάλη απόφαση να έχω την απόλυτη ευθύνη των παιδιών, παραμερίζοντας λίγο τη δουλειά μου, που τόσο αγαπώ και δεν θέλω ποτέ να την εγκαταλείψω. Ποιος είναι ο μεγάλος εχθρός μου στη διαπαιδαγώγηση των παιδιών μου; Μα φυσικά η τηλεόραση! Αρχικά τον είχα προσωποποιήσει στην Πάτι και στις επικίνδυνες για την κόρη μου αντιλήψεις για το τι θα πει παιδεία και έρωτας. Με το που γυρίζαμε απ’ το σχολείο, χωρίς να μου μιλά, χωρίς να με ακούει όταν της μιλούσα, σαν υπνωτισμένη έμπαινε στο σπίτι και αμέσως άνοιγε την τηλεόραση. Δεν άκουγε τι πραγματικά έλεγαν οι «ήρωές» της αλλά παρατηρούσε, μαγνητισμένη, τον τρόπο που συμπεριφέρονταν. Είχε εντελώς εθιστεί! Μέχρι να την πείσω να κάνει τις σχολικές εργασίες της έπρεπε να φτάσει απόγευμα. Και ο γιος μου κλεινόταν στο δωμάτιό μου, όπου άνοιγε την εκεί τηλεόραση για να δει τον Μπεν 10, τον Μπομπ Σφουγγαράκη, τον Γκορμίτι και τους Power Rangers σε τηλεοπτικά κανάλια που έχουν φυτρώσει σαν μανιτάρια στην άθλια ελληνική τηλεόραση.
Πριν από λίγο καιρό το «επιτυχημένο» σίριαλ της Πάτι ολοκληρώθηκε έπειτα από ενάμιση χρόνο. Πλέον τις καθημερινές περνάμε οι τρεις μας τέλεια, περιμένοντας και τον μπαμπά να γυρίσει το βράδυ απ’ τη δουλειά του. Αλλά ο τηλεοπτικός δυνάστης παραμονεύει ακόμα. Τα Σαββατοκύριακα, που με τον σύζυγό μου θέλουμε να κοιμηθούμε λίγο παραπάνω, ξυπνάμε και πάλι στις 7 το πρωί με τον απαίσιο ήχο της τηλεόρασης. Barbie: Σχολείο για πριγκίπισσες, Monster High, Ακαδημία Τεράτων, Power Rangers, φρικτές τηλεοπτικές ιστορίες που προβάλλονται η μία πίσω απ’ την άλλη. Τους λέμε «ελάτε να ντυθείτε να πάμε βόλτα» και οι δύο, ο ένας δίπλα στον άλλον, δεν απαντούν, δεν μας ακούν. Όμως έχω βάλει στοίχημα με τον εαυτό μου να τους αποτραβήξω από την εικόνα και να τους πάω στον ήχο, τραγουδώντας τους έστω και παράφωνα τραγούδια που μιλούν κατευθείαν στην ψυχή τους. Αλλά η μάχη με τη δικτατορία της εικόνας είναι σκληρή και άνιση.
Της Δώρας Αμαραντίδου
Θυμάμαι πως όταν τα αδέλφια μου και οι γονείς μου καρφώνονταν πάνω της για να δουν το Θέατρο της Δευτέρας,Το μινόρε της αυγής, ή Το Λούνα Παρκ απομακρυνόμουν από την εικόνα και άκουγα μόνο τον τρόπο που μιλούσαν οι ηθοποιοί. Η καλύτερη στιγμή της καθημερινότητάς μου, όταν ήμουν 4 χρόνων, ήταν τα πρωινά, που σκαρφαλωμένη στον πάγκο της κουζίνας έπαιρνα το τρανζιστοράκι της μητέρας μου, το κολλούσα στο αυτί μου και άκουγα με λαχτάρα τα παραμύθια της θείας Λένας.
Με μεγάλωσαν δύο αξιολάτρευτες γιαγιάδες, η Θοδωρίτσα και η Έλλη, οι οποίες ήταν σχεδόν τυφλές, αλλά είχαν αυξημένη ακοή και μαγικό τρόπο να μου αφηγούνται με τις ώρες παραμύθια και να μου λένε ένα σωρό τραγούδια. Η μαμά μου ήταν πανέμορφη, κατά τα λεγόμενα των άλλων, αλλά στα αυτιά μου φάνταζε σαν δυνάστης όταν, συχνά πυκνά, μου ούρλιαζε επειδή της ήταν δύσκολο να τα βγάλει πέρα με τρία παιδιά. Μεγαλώνοντας, κλεινόμουν στο δωμάτιό μου και διάβαζα δυνατά παραμύθια στον εαυτό μου προσπαθώντας να δώσω θεατρική χροιά στη φωνή μου.
Αποφάσισα να γίνω δημοσιογράφος γιατί μου άρεσε να γράφω αληθινές ιστορίες και να παίρνω συνεντεύξεις για το ραδιόφωνο. Επέλεξα με λατρεία το ραδιόφωνο ως πρώτη μου δουλειά. Αλλά δυστυχώς για μένα ξεκίνησα με το πολιτικό ρεπορτάζ. Τότε κατάλαβα ότι οι πολιτικοί δεν είναι καθόλου καλοί ηθοποιοί, γιατί ο ήχος της φωνής τους είναι τόσο ψεύτικος…
Τα έφερε η τύχη να μεταπηδήσω στο πολιτιστικό τμήμα εφημερίδων και περιοδικών. Εν τω μεταξύ απέκτησα δύο παιδιά, τα οποία είχαν την ατυχία, τουλάχιστον μέχρι πριν από λίγους μήνες, να μεγαλώνουν χωρίς τη μαμά τους και τον μπαμπά τους, οι οποίοι έλειπαν πάντα στη δουλειά, ούτε με καμιά γιαγιά. Μεγάλωναν με τις λεγόμενες μπέιμπι σίτερ, που για να τα «ηρεμούν» τα έβαζαν συνεχώς μπροστά σε μια τηλεόραση, να βλέπουν τα πάντα!
Από τη φετινή σχολική χρονιά, που η κόρη πηγαίνει Α΄ Δημοτικού και ο γιος μου προνήπιο, πήρα τη μεγάλη απόφαση να έχω την απόλυτη ευθύνη των παιδιών, παραμερίζοντας λίγο τη δουλειά μου, που τόσο αγαπώ και δεν θέλω ποτέ να την εγκαταλείψω. Ποιος είναι ο μεγάλος εχθρός μου στη διαπαιδαγώγηση των παιδιών μου; Μα φυσικά η τηλεόραση! Αρχικά τον είχα προσωποποιήσει στην Πάτι και στις επικίνδυνες για την κόρη μου αντιλήψεις για το τι θα πει παιδεία και έρωτας. Με το που γυρίζαμε απ’ το σχολείο, χωρίς να μου μιλά, χωρίς να με ακούει όταν της μιλούσα, σαν υπνωτισμένη έμπαινε στο σπίτι και αμέσως άνοιγε την τηλεόραση. Δεν άκουγε τι πραγματικά έλεγαν οι «ήρωές» της αλλά παρατηρούσε, μαγνητισμένη, τον τρόπο που συμπεριφέρονταν. Είχε εντελώς εθιστεί! Μέχρι να την πείσω να κάνει τις σχολικές εργασίες της έπρεπε να φτάσει απόγευμα. Και ο γιος μου κλεινόταν στο δωμάτιό μου, όπου άνοιγε την εκεί τηλεόραση για να δει τον Μπεν 10, τον Μπομπ Σφουγγαράκη, τον Γκορμίτι και τους Power Rangers σε τηλεοπτικά κανάλια που έχουν φυτρώσει σαν μανιτάρια στην άθλια ελληνική τηλεόραση.
Πριν από λίγο καιρό το «επιτυχημένο» σίριαλ της Πάτι ολοκληρώθηκε έπειτα από ενάμιση χρόνο. Πλέον τις καθημερινές περνάμε οι τρεις μας τέλεια, περιμένοντας και τον μπαμπά να γυρίσει το βράδυ απ’ τη δουλειά του. Αλλά ο τηλεοπτικός δυνάστης παραμονεύει ακόμα. Τα Σαββατοκύριακα, που με τον σύζυγό μου θέλουμε να κοιμηθούμε λίγο παραπάνω, ξυπνάμε και πάλι στις 7 το πρωί με τον απαίσιο ήχο της τηλεόρασης. Barbie: Σχολείο για πριγκίπισσες, Monster High, Ακαδημία Τεράτων, Power Rangers, φρικτές τηλεοπτικές ιστορίες που προβάλλονται η μία πίσω απ’ την άλλη. Τους λέμε «ελάτε να ντυθείτε να πάμε βόλτα» και οι δύο, ο ένας δίπλα στον άλλον, δεν απαντούν, δεν μας ακούν. Όμως έχω βάλει στοίχημα με τον εαυτό μου να τους αποτραβήξω από την εικόνα και να τους πάω στον ήχο, τραγουδώντας τους έστω και παράφωνα τραγούδια που μιλούν κατευθείαν στην ψυχή τους. Αλλά η μάχη με τη δικτατορία της εικόνας είναι σκληρή και άνιση.
Της Δώρας Αμαραντίδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου