Παρότι τα τρία κόμματα της συγκυβέρνησης είχαν...
βάλει ζήτημα επαναδιαπραγμάτευσης (δηλαδή ριζικών αλλαγών στο μνημόνιο) ως βασικό θέμα της προεκλογικής ατζέντας), αμέσως μετά τη συγκρότηση της συμμαχικής κυβέρνησης υπαναχώρησαν, όπως όλοι (οι νοήμονες) ανέμεναν, στην πολύ υποδεέστερη διεκδίκηση της... επιμήκυνσης.
Κοινώς δηλαδή ζητούν πλέον μόνο να εφαρμοστεί το ίδιο μνημόνιο που έχει αποτύχει σε όλα τα επίπεδα έως τώρα, αλλά να μας δοθούν άλλα δύο χρόνια παράταση για να το εφαρμόσουμε... καλύτερα και πιο αποτελεσματικά.
Βεβαίως η επιμήκυνση, όπως θυμάστε, ήταν η μόνη (πολιτική) διέξοδος που έδιναν οι Ευρωπαίοι στις μνημονιακές πολιτικές δυνάμεις την άνοιξη. Και αυτή ακριβώς υιοθετείται ελλείψει άλλου εναλλακτικού σεναρίου, του οποίου η απουσία είναι πλέον οφθαλμοφανής ακόμη και στους πλέον καλοπροαίρετους.
Βέβαια, πριν οι Ευρωπαίοι – με προεξάρχουσα την... άκαρδη Μέρκελ – δώσουν στη συγκυβέρνηση τη ζητούμενη διετή επιμήκυνση, θα χρειαστεί μια ακόμη δήλωση πίστης του Σαμαρά στην εφαρμογή των μνημονιακών δεσμεύσεων των προκατόχων του και του ιδίου. Αυτός άλλωστε είναι ο λόγος για τον οποίο στο Μαξίμου φαγώθηκαν όλη την εβδομάδα να κατεβάσουν τον πήχη των προσδοκιών από τα ραντεβού του πρωθυπουργού αύριο και μεθαύριο.
Με δυο λόγια ο Σαμαράς θα ζητήσει την επιμήκυνση (δηλαδή το ελάχιστο απ’ όσα, θεωρητικά, μπορούν να μας δώσουν), υποσχόμενος ότι όλοι εμείς θα πληρώσουμε από την... τσέπη μας τη διαφορά πολλών δισ. ευρώ που θα προκύψει εξ αιτίας της παράτασης, αλλά το αίτημά του θα γίνει αποδεκτό μόνο αν «πείσει» - ή αν οι Ευρωπαίοι επιλέξουν για δικούς τους λόγους να «πειστούν» - ότι το συνολικό πρόγραμμα μπορεί να «βγει».
Εξ ου και από τις αρχές της εβδομάδας άρχισε πάλι το γαϊτανάκι των δηλώσεων και των απειλών ότι η Μέρκελ μπορεί να πει στους Έλληνες και το «nein». Ένα όχι που θα σημάνει και χρεοκοπία. Ας δούμε λοιπόν πώς οδεύουμε σ’ αυτό το «τριήμερο του τρόμου» για τη συγκυβέρνηση, της οποίας η τύχη κρέμεται από τα... κέφια, αλλά και τις προεκλογικές ανάγκες της φράου Μέρκελ.
Χαμηλά ο πήχης
Στην κυβέρνηση, μετά την ακούσια (αν θέλουμε το πιστεύουμε) αποκάλυψη του στρατηγικού σχεδιασμού της από τους «Financial Times», λένε ότι αυτό που περιμένει ο Σαμαράς από τις συναντήσεις με Γιούνκερ, Μέρκελ και Ολάντ δεν είναι η έγκριση της επιμήκυνσης, αλλά μία... θετική δήλωση για τις προσπάθειες που θα καταβάλει από τώρα και στο εξής η χώρα (δηλαδή ο Σαμαράς) στον δρόμο της τήρησης των δεσμεύσεων του μνημονίου.
Αυτή η δήλωση φιλοδοξούν να είναι ο προπομπός μιας απόφασης για επιμήκυνση, η οποία όμως δεν μπορεί να αναμένεται ούτε καν στη Σύνοδο Κορυφής στα μέσα Σεπτεμβρίου. Αυτό που αποκάλυψε τον στρατηγικό σχεδιασμό ήταν η εσκεμμένη διαρροή στους «Financial Times», η οποία έδειχνε πώς ακριβώς σκεπτόμαστε να ζητήσουμε την επιμήκυνση. Κι αν όντως είναι έτσι τα πράγματα, τότε βρισκόμαστε απέναντι σε δύο ιδιαίτερα αρνητικά ενδεχόμενα.
Τρεις στόχοι
Ας αρχίσουμε με το τι ζητά η κυβέρνηση και το πώς μπορεί να εφαρμοστεί. Η πρόταση Σαμαρά για τη διετή επιμήκυνση, η οποία δεν θα υποβληθεί επίσημα, αλλά μάλλον θα... περιγραφεί, έχει, σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές, τριπλό στόχο:
♦ Πρώτον, να κερδίσει χρόνο για τη χώρα, ώστε να αποφύγει μια καραμπινάτη χρεοκοπία.
♦ Δεύτερον, να μειωθεί ονομαστικά το χρέος χωρίς περαιτέρω επιβαρύνσεις για όσους κρατούν ελληνικά ομόλογα (κάτι που, όπως θα δούμε πιο κάτω, ενδιαφέρει ιδιαίτερα την ΕΚΤ).
♦ Τρίτον, να κερδίσει χρόνο για τη συγκυβέρνηση, ώστε να εφαρμόσει το μνημόνιο και να εξασφαλίσει την πολιτική αντιστήριξη που θέλει από τους δανειστές.
Η «αγορά χρόνου» είναι βέβαια ένα κυρίαρχο στοιχείο του κυβερνητικού σχεδιασμού και ειδικότερα του εμπνευστή του, Γιάννη Στουρνάρα, που εξ αρχής είχε βάλει στόχο να κερδίσει χρόνο ώστε το «ελληνικό πρόβλημα» να ενταχθεί σε ένα ευρύτερο πολιτικό και οικονομικό πλαίσιο λύσης. Δηλαδή ένα πεδίο επιλογών και αποφάσεων που να μην αφορά μόνο την Ελλάδα, ώστε εξελικτικά να μπορέσει η χώρα να μπει (με ελαφρά πηδηματάκια που λέμε) σε ένα πακέτο συνολικότερης διευθέτησης και διαχείρισης της κρίσης.
Το ερώτημα είναι αν όλα αυτά ο Στουρνάρας τα σκέφτεται... μόνος του ή αν έχει μοιραστεί τη σκέψη του και με άλλους. Όπως για παράδειγμα ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ο οποίος είχε φροντίσει να εξάρει τα... ταλέντα του Έλληνα υπουργού όταν αυτός ανέλαβε καθήκοντα.
Όσοι λοιπόν υποστηρίζουν ότι υπάρχει προεργασία μεταξύ των δύο πλευρών και δεν θεωρούν τυχαία τη διαρροή του ελληνικού εγγράφου στους «F.T.» (η οποία ήδη αποδόθηκε από κάποιους στον καθηγητή Γιάννη Μουρμούρα, οικονομικό σύμβουλο του Σαμαρά) μπορούν να «διαβάσουν» και τις επόμενες σκέψεις του υπουργού Οικονομικών.
«Εάν» και «εφόσον»...
Η συγκυβέρνηση λοιπόν (δηλαδή ο Σαμαράς) θα ζητήσει την παράταση της υλοποίησης του μνημονίου για δύο χρόνια, αλλά (όπως αποκαλύφθηκε με τη διαρροή) δεν θα ζητήσει τα επιπλέον 20 δισ. ευρώ - κατά τις κυβερνητικές εκτιμήσεις - που απαιτούνται για να χρηματοδοτηθούν αυτά τα δύο επιπλέον χρόνια παράτασης.
Δεδομένου πως θεωρείται αδύνατον να συναινέσει το Βερολίνο σε οποιασδήποτε μορφής νέο δάνειο προς την Ελλάδα από τον ευρωπαϊκό μηχανισμό, η Αθήνα εξετάζει το ενδεχόμενο να καλύψει τις επιπλέον ανάγκες που προκύπτουν από την επιμήκυνση με διάφορους τρόπους.
1. Κατ’ αρχήν με αυξημένες εκδόσεις εντόκων γραμματίων. Βέβαια η μέθοδος αυτή, που ακολουθήθηκε και το τελευταίο δίμηνο, επιδεινώνει το οικονομικό πρόβλημα. Σε περίπτωση όμως που συνδυαστεί με μια αλλαγή στο χρονοδιάγραμμα εξόφλησης των δανείων του πρώτου μνημονίου, γίνεται εφικτή η μετάθεση των πληρωμών στο έτος 2020 αντί για το 2016. Κάπως έτσι ο Στουρνάρας θεωρεί ότι μπορεί να εξοικονομηθούν περί τα 5 δισ. ευρώ.
2. Παράλληλα, θα επαναλάβει την πρόταση (που έχει κοινοποιηθεί ανεπίσημα) για μετάθεση του βάρους στήριξης των ελληνικών τραπεζών στον ευρωπαϊκό μηχανισμό, ώστε να μην προστεθούν άλλα 50-60 δισ. ευρώ στο δημόσιο χρέος.
Δηλαδή η κυβέρνηση θα ζητήσει τα 50 δισ. ευρώ του δανείου για την ανακεφαλαιοποίηση να μην περάσουν στο χρέος, αλλά η διαδικασία να γίνει απευθείας από τον ESM, όπως και σε άλλες ευρωπαϊκές τράπεζες - με πρόσφατο παράδειγμα την Ισπανία. Για το θέμα αυτό στο οικονομικό επιτελείο εκτιμούν πως είναι πιθανό η δεύτερη δόση των 25 δισ. ευρώ να περάσει από τον ESM. Εφόσον αυτό συμβεί, το δυνητικό χρέος της Ελλάδας θα μειωθεί κατά 25 δισ. ευρώ.
3. Επιπρόσθετα θα ζητήσουμε από την ΕΚΤ και τις κεντρικές τράπεζες της Ευρώπης να υποστούν άλλο ένα «κούρεμα» 30% έως 50%. Οι τράπεζες αυτές κατέχουν συνολικά 50-52 δισ. ευρώ σε ελληνικά ομόλογα, κάτι που σημαίνει ότι μια μείωση 30% θα προσφέρει μικρή «ανάσα» της τάξης των 16 δισ., ενώ στο σενάριο του 50% θα είναι 25 με 26 δισ. Η κυβέρνηση και το οικονομικό επιτελείο θεωρούν ότι η ΕΚΤ πρέπει να χειριστεί την Ελλάδα όπως και τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες στο θέμα των τραπεζών.
Στο πλαίσιο αυτό, στο επικοινωνιακό τους οπλοστάσιο βάζουν και το επιχείρημα ότι ένα «κούρεμα» 30% δεν θα προκαλέσει καμία ζημιά, διότι το μέσο κόστος κτήσης ελληνικών ομολόγων από την ΕΚΤ βρίσκεται στις 68-70 μονάδες βάσης. Στην κατεύθυνση αυτή στο οικονομικό επιτελείο θεωρούν ότι θα έχουν την πολιτική στήριξη και της Μέρκελ, αλλά και του Μάριο Ντράγκι. Έτσι τουλάχιστον πιστεύουν...
Εξ άλλου μπορεί ο Σόιμπλε να έγραψε στον Στουρνάρα «να είσαι σίγουρος ότι έχεις την υποστήριξή μου σε αυτήν την προσπάθεια» (για την ελληνική οικονομία) όταν ο νέος υπουργός αναλάμβανε καθήκοντα, αλλά είναι βέβαιο ότι ο Γερμανός αποκλείεται να συναινέσει έστω και κατ’ ελάχιστον στην επιμήκυνση, εάν δεν έχει εγγύηση. Και η εγγύηση είναι τα μέτρα των 11,5 δισ., τα οποία ήδη ζητείται να γίνουν 14 δισ.
Έτσι η Ελλάδα θα πρέπει να παρουσιαστεί ως μια... «σωφρονισμένη» χώρα που θέλει να παραμείνει στο ευρώ υποβάλλοντας κατ’ αρχήν σε Γερμανία και Γαλλία το σχέδιο των 11,5 δισ. ευρώ εγκεκριμένο από την τρόικα και ζητώντας την επιμήκυνση με το σχέδιο που προαναφέραμε.
Εάν όλα αυτά τα μέτρα περάσουν και γίνουν αποδεκτά, θεωρούν πως η Ελλάδα θα μπορούσε να εξοικονομήσει περί τα 35 δισ. ευρώ και, σε συνδυασμό με τις δημοπρασίες εντόκων και τα μέτρα των 11,5 δισ. ευρώ, να αυξήσει τη ρευστότητα κοντά στα 20 δισ. ευρώ, όσο δηλαδή υπολογίζουν το επιπλέον κόστος της επιμήκυνσης. Εφόσον λοιπόν οι Ευρωπαίοι πουν «ναι», ο Σαμαράς και ο Στουρνάρας θα προσπαθήσουν να γλιτώσουν την Ελλάδα από ένα βάρος 50 με 60 δισ. ευρώ. Εάν όχι, όπως λένε, η χρεοκοπία θα πλησιάσει απειλητικά την Ελλάδα.
Το κακό, όμως, εκτός από τα πολλά «εάν» και «εφόσον», είναι πως, ό,τι και να πετύχουμε, τα πράγματα δυσκολεύουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου