γράφει ο Ευάγγελος Χ. Χανιώτης
Το καλοκαίρι είναι σίγουρα η πλέον
κατάλληλη εποχή για να διαπιστώσει κανείς τον αθηναϊκό εφιάλτη. Και αυτό
διότι για τους λόγους του ο καθένας, είναι αναγκασμένος να περιφέρεται
περισσότερο στους δρόμους-χαράδρες αυτής της πόλης. Ταιριάζει άραγε ο
χαρακτηρισμός «Πόλις» στην Αθήνα του 2012; Αναλογιζόμενοι ότι...
η ελληνική
έννοια του όρου δημιουργήθηκε για να ερμηνεύσει και να σηματοδοτήσει
έναν κατ’ ουσίαν τρόπο υπάρξεως μιας κοινωνία προσώπων, ένα αληθές βίωμα
του «μετέχειν» και του «κοινωνείν», δύσκολα μπορούμε να διακρίνουμε
αυτήν την σχέση στο τραγικό σήμερα.
Αποτελεί ντροπή για τον ελληνικό λαό
που μετέτρεψε την Αθήνα, ή σιώπησε όταν την μετέτρεπαν σε ένα
τριτοκοσμικό εφιάλτη. Να είσαι κατ’ ουσίαν καταδικασμένος να ζεις σε μια
απίστευτη ασχήμια, να βιώνεις καθημερινά τσιμεντένια κελιά τετράγωνων
όγκων, και τον ηχητικό τρόμο εκατομμυρίων οχημάτων. Να έχεις την
ψευδαίσθηση ότι αναζητείς την ομορφιά και την ηρεμία σε καχεκτικά
δεντράκια στα πεζοδρόμια, ή περιφερόμενος σε εμπορικούς δρόμους. Ακόμη
χειρότερα το να πιστεύεις ότι την ομορφιά μιας πόλης μπορείς να την
βιώσεις σε τουριστικές ατραξιόν και πολυσύχναστα μέρη, τα οποία το
καλοκαίρι μετατρέπονται σε χώρους αγελαίων μαζών και αχαλίνωτου
καταναλωτικού αμοραλισμού. Παντού γύρω μας ασχήμια και βρωμιά. Όπου και
να γυρίσουμε τη ματιά μας βλέπουμε αφρικανικές συμμορίες, καταστήματα
«Senegal call center», μίσος, βρωμιά, ασέβεια. Το ρίγος του φόβου
κυριεύει όποιον Έλληνα ή Ελληνίδα θέλει να προχωρήσει στους δρόμους
αυτής της πόλης. Μιας πόλης που τα ποτάμια της έγιναν βόθροι, τα άλση
γέμισαν τραπεζοκαθίσματα, οι δρόμοι έγιναν γκέτο συμμοριών και
ναρκωτικών, οι ελεύθεροι χώροι μπετόν γελοίων διασκεδάσεων και ναοί
αποκρουστικού καταναλωτισμού.
Εύκολα θα ισχυριστεί κάποιος πως όλα
αυτά είναι υπερβολές, καθώς υπάρχουν σημεία(!) όμορφα και ζωντανά. Και
εδώ τίθεται ένα ακόμη υπαρξιακό ζητούμενο για αυτόν τον λαό: το τι
ακριβώς έμαθε να θεωρεί όμορφο, τι έμαθε να αναγνωρίζει ως «κάλος» και
αισθητική, έννοιες αναμφισβήτητα απαραίτητες για έναν αληθή βίο. Αγωνιά
λοιπόν να βρει ομορφιά ο νεοέλληνας στην αρχαία κληρονομιά, και στις
αλλοτινές γειτονιές. Όμορφα το Θησείο, η Πλάκα, ο Κεραμεικός, η
Ακρόπολη. Δεν παύουν όμως να είναι παρελθόν. Αλήθεια πόσο τραγικό είναι
ένας λαός να αναζητεί την ομορφιά της πόλης του, κοιτάζοντας 2500 χρόνια
πίσω!
Και αυτήν την ελάχιστη ομορφιά, έστω
και μια ομορφιά χαλασμάτων και νεκρών, να την έχουν μετατρέψει σε οίκο
εμπορίου! Ποιος άραγε μπορεί να ξεχάσει τις σκηνές καταισχύνης στα
αρχαία μνημεία των Αθηνών, με τους άξεστους εργατοπατέρες να τα
καταλαμβάνουν, καπνίζοντας και πίνοντας τον φραπέ τους, «αγωνιζόμενοι»
για το δίκιο του εργάτη; Και από την άλλη, η πανώλη της υπερκατανάλωσης,
ο ακόρεστος ευδαιμονισμός ανόητων νεόπλουτων, που θριαμβεύουν στον
κόσμο μας. Φτηνοί άνθρωποι ενός φτηνού κόσμου.
Νομίζουμε πως το κάθε πολιτικό
καθεστώς δημιουργεί και τον αντίστοιχο τύπο ανθρώπου, κατ’ εικόνα και
καθ’ ομοίωσιν του. Σήμερα αυτός ο λαός δεν είναι τίποτε λιγότερο και
τίποτε περισσότερο από αυτό. Ένας λαός του οποίου η απόλυτη παρακμή του
φαίνεται στην εικόνα της πρωτεύουσάς του. Η εικόνα της Αθήνας δεν μας
δείχνει απλά την παρακμή μιας πόλης, αλλά την παρακμή του Έλληνα. Το
αποκρουστικό είδωλο αυτού του λαού είναι η ίδια του η πόλη. Μια
πόλη-τερατούργημα, που σε κάνει κάθε μέρα να αισθάνεσαι ασφυξία. Χάθηκε η
γειτονιά, χάθηκε η ενορία, ξεχάστηκε το παιδικό παιγνίδι στους δρόμους,
ξεχάστηκαν οι βόλτες στην θερινή δροσιά του απογεύματος, χάθηκαν οι
βραδινές παρέες στις ανθισμένες αυλές. Τώρα για όλα αυτά ή θα πρέπει να
πληρώσεις, ή θα πρέπει να υποστείς την μαζοποίηση και την ασχημία του
κάθε λογής περιφερόμενου αργόσχολου κρετίνου, ή την αμορφωσιά των
ξιπασμένων νεόπλουτων. Χάθηκε το βίωμα της σχέσης ανάμεσα στην πόλη και
στον άνθρωπο.
Έχει γραφεί ξανά σ’ αυτές εδώ τις
γραμμές ότι ο Έλληνας μεταλλάχθηκε χάνοντας την απλότητα, την ανθρωπιά
και την αρχοντιά του. Αυτά ακριβώς που χάθηκαν από την ψυχή του, είναι
τα ίδια που χάθηκαν και από την ζωή και την φυσιογνωμία της πρωτεύουσάς
του. Μια άρρωστη πόλη ενός άρρωστου λαού. Θα γίνει άραγε αφορμή η
σημερινή απόλυτη πτώση να επαναπροσδιορίσει ο Έλληνας την σχέση του με
την πραγματικότητα; Γιατί πέρα από κάθε αμφιβολία, το επίκεντρο πρόβλημα
του μεταπολιτευτικού Έλληνα, υπήρξε η αποκοπή του από την
πραγματικότητα και η περιχαράκωσή του σε έναν βολικό μικρόκοσμο. Το
δείχνει η σημερινή του κατάντια.
Και του Έλληνα και της πρωτεύουσάς
του. Μπορεί όμως και μέσα από τα ερείπια ψυχών και πόλεων, να
ξαναγεννηθεί ο Έλληνας σ’ αυτόν τον τόπο. Ποιος ξέρει…
Το καλοκαίρι είναι σίγουρα η πλέον κατάλληλη εποχή για να διαπιστώσει
κανείς τον αθηναϊκό εφιάλτη. Και αυτό διότι για τους λόγους του ο
καθένας, είναι αναγκασμένος να περιφέρεται περισσότερο στους
δρόμους-χαράδρες αυτής της πόλης. Ταιριάζει άραγε ο χαρακτηρισμός
«Πόλις» στην Αθήνα του 2012; Αναλογιζόμενοι ότι η ελληνική έννοια του
όρου δημιουργήθηκε για να ερμηνεύσει και να σηματοδοτήσει έναν κατ'
ουσίαν τρόπο υπάρξεως μιας κοινωνία προσώπων, ένα αληθές βίωμα του
«μετέχειν» και του «κοινωνείν», δύσκολα μπορούμε να διακρίνουμε αυτήν
την σχέση στο τραγικό σήμερα.Αποτελεί ντροπή για τον ελληνικό λαό που μετέτρεψε την Αθήνα, ή σιώπησε όταν την μετέτρεπαν σε ένα τριτοκοσμικό εφιάλτη. Να είσαι κατ' ουσίαν καταδικασμένος να ζεις σε μια απίστευτη ασχήμια, να βιώνεις καθημερινά τσιμεντένια κελιά τετράγωνων όγκων, και τον ηχητικό τρόμο εκατομμυρίων οχημάτων. Να έχεις την ψευδαίσθηση ότι αναζητείς την ομορφιά και την ηρεμία σε καχεκτικά δεντράκια στα πεζοδρόμια, ή περιφερόμενος σε εμπορικούς δρόμους. Ακόμη χειρότερα το να πιστεύεις ότι την ομορφιά μιας πόλης μπορείς να την βιώσεις σε τουριστικές ατραξιόν και πολυσύχναστα μέρη, τα οποία το καλοκαίρι μετατρέπονται σε χώρους αγελαίων μαζών και αχαλίνωτου καταναλωτικού αμοραλισμού. Παντού γύρω μας ασχήμια και βρωμιά. Όπου και να γυρίσουμε τη ματιά μας βλέπουμε αφρικανικές συμμορίες, καταστήματα «Senegal call center», μίσος, βρωμιά, ασέβεια. Το ρίγος του φόβου κυριεύει όποιον Έλληνα ή Ελληνίδα θέλει να προχωρήσει στους δρόμους αυτής της πόλης. Μιας πόλης που τα ποτάμια της έγιναν βόθροι, τα άλση γέμισαν τραπεζοκαθίσματα, οι δρόμοι έγιναν γκέτο συμμοριών και ναρκωτικών, οι ελεύθεροι χώροι μπετόν γελοίων διασκεδάσεων και ναοί αποκρουστικού καταναλωτισμού.
Εύκολα θα ισχυριστεί κάποιος πως όλα αυτά είναι υπερβολές, καθώς υπάρχουν σημεία(!) όμορφα και ζωντανά. Και εδώ τίθεται ένα ακόμη υπαρξιακό ζητούμενο για αυτόν τον λαό: το τι ακριβώς έμαθε να θεωρεί όμορφο, τι έμαθε να αναγνωρίζει ως «κάλος» και αισθητική, έννοιες αναμφισβήτητα απαραίτητες για έναν αληθή βίο. Αγωνιά λοιπόν να βρει ομορφιά ο νεοέλληνας στην αρχαία κληρονομιά, και στις αλλοτινές γειτονιές. Όμορφα το Θησείο, η Πλάκα, ο Κεραμεικός, η Ακρόπολη. Δεν παύουν όμως να είναι παρελθόν. Αλήθεια πόσο τραγικό είναι ένας λαός να αναζητεί την ομορφιά της πόλης του, κοιτάζοντας 2500 χρόνια πίσω!
Και αυτήν την ελάχιστη ομορφιά, έστω και μια ομορφιά χαλασμάτων και νεκρών, να την έχουν μετατρέψει σε οίκο εμπορίου! Ποιος άραγε μπορεί να ξεχάσει τις σκηνές καταισχύνης στα αρχαία μνημεία των Αθηνών, με τους άξεστους εργατοπατέρες να τα καταλαμβάνουν, καπνίζοντας και πίνοντας τον φραπέ τους, «αγωνιζόμενοι» για το δίκιο του εργάτη; Και από την άλλη, η πανώλη της υπερκατανάλωσης, ο ακόρεστος ευδαιμονισμός ανόητων νεόπλουτων, που θριαμβεύουν στον κόσμο μας. Φτηνοί άνθρωποι ενός φτηνού κόσμου.
Νομίζουμε πως το κάθε πολιτικό καθεστώς δημιουργεί και τον αντίστοιχο τύπο ανθρώπου, κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν του. Σήμερα αυτός ο λαός δεν είναι τίποτε λιγότερο και τίποτε περισσότερο από αυτό. Ένας λαός του οποίου η απόλυτη παρακμή του φαίνεται στην εικόνα της πρωτεύουσάς του. Η εικόνα της Αθήνας δεν μας δείχνει απλά την παρακμή μιας πόλης, αλλά την παρακμή του Έλληνα. Το αποκρουστικό είδωλο αυτού του λαού είναι η ίδια του η πόλη. Μια πόλη-τερατούργημα, που σε κάνει κάθε μέρα να αισθάνεσαι ασφυξία. Χάθηκε η γειτονιά, χάθηκε η ενορία, ξεχάστηκε το παιδικό παιγνίδι στους δρόμους, ξεχάστηκαν οι βόλτες στην θερινή δροσιά του απογεύματος, χάθηκαν οι βραδινές παρέες στις ανθισμένες αυλές. Τώρα για όλα αυτά ή θα πρέπει να πληρώσεις, ή θα πρέπει να υποστείς την μαζοποίηση και την ασχημία του κάθε λογής περιφερόμενου αργόσχολου κρετίνου, ή την αμορφωσιά των ξιπασμένων νεόπλουτων. Χάθηκε το βίωμα της σχέσης ανάμεσα στην πόλη και στον άνθρωπο.
Έχει γραφεί ξανά σ' αυτές εδώ τις γραμμές ότι ο Έλληνας μεταλλάχθηκε χάνοντας την απλότητα, την ανθρωπιά και την αρχοντιά του. Αυτά ακριβώς που χάθηκαν από την ψυχή του, είναι τα ίδια που χάθηκαν και από την ζωή και την φυσιογνωμία της πρωτεύουσάς του. Μια άρρωστη πόλη ενός άρρωστου λαού. Θα γίνει άραγε αφορμή η σημερινή απόλυτη πτώση να επαναπροσδιορίσει ο Έλληνας την σχέση του με την πραγματικότητα; Γιατί πέρα από κάθε αμφιβολία, το επίκεντρο πρόβλημα του μεταπολιτευτικού Έλληνα, υπήρξε η αποκοπή του από την πραγματικότητα και η περιχαράκωσή του σε έναν βολικό μικρόκοσμο. Το δείχνει η σημερινή του κατάντια.
Και του Έλληνα και της πρωτεύουσάς του. Μπορεί όμως και μέσα από τα ερείπια ψυχών και πόλεων, να ξαναγεννηθεί ο Έλληνας σ' αυτόν τον τόπο. Ποιος ξέρει...
www.elkosmos.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου