Θα μπορούσε να διαβαστεί σαν το ανάγνωσμα της ιστορίας του μνημονίου, ή
σαν το χρονικό μιας προαναγγελθείσης αποτυχίας. Αλλά το άρθρο της Wall
Street Journal αναδεικνύει επίσης, και ίσως πάνω από όλα, κυρίως δύο
πράγματα: Πρώτον, την αδυναμία του ελληνικού συστήματος να ξεπεράσει την
αντίληψη του πολιτικού κόστους και να προωθήσει, αντί οριζόντιων
περικοπών, πραγματικές μεταρρυθμίσεις που θεωρούνται δεδομένες στις
περισσότερες σύγχονες οικονομίες. Και δεύτερον, τον κυνικό γερμανικό
«τιμωρητισμό» που φαίνεται να πρυτάνευσε στη λογική και το σχεδιασμό του
προγράμματος διάσωσης.
Δύο χρόνια μετά τη διάσωση της Ελλάδας που σκόπευε στην προστασία του ευρώ η όλη επιχείρηση έχει εξελιχθεί σε μια αποτυχία που απειλεί να ξεπαστρέψει το κοινό νόμισμα.
Μέσα στον επόμενο μήνα, η Αθήνα πρέπει να βρει 11, 5 δισ. ευρώ από νέες περικοπές δαπανών ή να αντιμετωπίσει μια αναστολή των διεθνών δανείων τα οποία χρειάζεται για να λειτουργήσουν σχολεία και να πληρωθούν συντάξεις. Αν η Ελλάδα δεν πάρει τα λεφτά αυτά, θα πρέπει στο τέλος να τυπώσει τα δικά της.
Η ογκούμενη αναταραχή της Ελλάδας αποτελεί συνδυασμό ενός σκληρού πειράματος λιτότητας και μιας τσαπατσούλικης απόπειρας οικονομικής επανόρθωσης που έσπρωξε τη χώρα στο χείλος της κοινωνικής και πολιτικής κατάρρευσης.
Η ατυχής απόπειρα διάσωσης δείχνει ότι το να επιβάλεις σκληρή λιτότητα σε ένα μεμονωμένο μέλος της ευρωζώνης όχι μόνο δεν αρκεί για να σώσει το ευρώ αλλά μπορεί και να επιδεινώσει την κρίση.
Μα πάνω απ΄όλα το ελληνικό παράδειγμα αναδεικνύει τη σύγκρουση μεταξύ των σκληρών γερμανικών όρων που τίθενται ως προϋπόθεση βοήθειας σε κάποιο μέλος και των ορίων αντοχής των κοινωνιών που δέχονται αυτή τη βοήθεια.
(...)
Η ευθύνη για την αποτυχία, λένε οι περισσότεροι από όσους ενεπλάκησαν στην προσπάθεια, έχει να κάνει με μία ελληνική πολιτική τάξη που δεν ήθελε ή δεν μπορούσε να κάνει τις μεταρρυθμίσεις, με ένα μη ρεαλιστικό πρόγραμμα που προϋπέθετε ως σίγουρη την ανάκαμψη παρά τη δρακόντεια λιτότητα και με τη διογκούμενη έλλειψης εμπιστοσύνης μεταξύ Ελλάδας και των πιστωτών της.
«Επρόκειτο περί αδύνατης αποστολής» λέει ο Γιώργος Παπανδρέου, ο άτυχος Ελληνας πρωθυπουργός που διαπραγματεύθηκε το αρχικό σχέδιο διάσωσης για να ανατραπεί ο ίδιος αργότερα, ύστερα από ενδοκομματική στάση, το περασμένο Φθινόπωρο.
Πρέπει να πονάει
Ο κ. Παπανδρέου λέει πως όταν ζήτησε, το 2010, από την Αγκελα Μέρκελ ευνοϊκότερους όρους έλαβε την απάντηση ότι το πρόγραμμα διάσωσης 'πρέπει να πονάει'...
«Θέλουμε να είμαστε σίγουροι πως κανείς άλλος δεν θα θελήσει κάτι παρόμοιο» του είπε η Μέρκελ.
Οταν ΔΝΤ και Ευρωπαϊκή Ενωση ένωσαν τις δυνάμεις τους, τον Μάιο του 2010 για να δώσουν το δάνειο των 110 δισ. ευρώ (...) το Ταμείο επιχειρηματολόγησε υπέρ του να δοθεί προτεραιότητα στις διαρθρωτικές αλλαγές και οι περικοπές δαπανών να γίνουν σταδιακά ώστε να προστατευθεί η οικονομία.
Οχι
Η Γερμανία απάντησε «όχι». Οι διαρθρωτικές περικοπές θα έπρεπε να λάβουν χώρα ταυτόχρονα με τη δρακόντεια λιτότητα. Το χρονοδιάγραμμα δεν ήταν ρεαλιστικό. Οι περικοπές δαπανών και η αύξηση των φόρων ώθησαν την οικονομία σε τόσο βαθιά λιτότητα που το έλλειμμα κόλλησε στο 10% του ΑΕΠ.
Εξ αρχής, το τεράστιο ελληνικό χρέος υπονόμευε τις πιθανότητες επιτυχίας. Η εταιρία Lazard Ltd, οικονομικός σύμβουλος του κ. Παπανδρέου, τον ενημέρωνε ότι το ομολογιακό χρέος δεν ήταν βιώσιμο και απαιτούσε αναδιάρθρωση.
Ο τότε επικεφαλής του ΔΝΤ, Dominique Strauss-Kahn, ήταν ανοιχτός σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
Οχι όμως και η Ευρώπη.
Γαλλία και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα φοβήθηκαν ότι μια ελληνική χρεοκοπία, ακόμη και μέσα από μια συμφωνημένη αναδιάρθρωση του χρέους, θα υπονόμευε την εμπιοστοσύνη (των αγορών) στα αξιόχρεα άλλων μελών της ευρωζώνης. Η δε Γερμανία θεωρούσε ότι μια άφεση αμαρτιών για το χρέος θα χαλάρωνε την πίεση προς την Αθήνα να προχωρήσει σε περισσότερες αλλαγές.
Ειρωνίες
«Και γω θα ήθελα να κόψω το χρέος μου στο μισό» είπε η κυρία Μέρκελ στον Γιώργο Παπανδρέου κατά τη διάρκεια μιας συνάντησης στη γερμανική Καγκελαρία, σύμφωνα με τον Ελληνα πρωθυπουργό.
Παρά τις ελληνικές ανησυχίες για την αποτελεσματικότητα του σχεδίου, οι προσπάθειές της Ελλάδας ξεκίνησαν μ΄ ορμή. Οι δημοσκοπήσεις κατέγραφαν ισχυρή στήριξη της κοινής γνώμης για περιορισμό της γραφειοκρατίας, της διαφθοράς και της φοροδιαφυγής αλλά και για συντριβή των προνομίων που είχαν επί χρόνια διάφορες ομάδες συμφερόντων: Δικηγόροι, οδηγοί ταξί, σιδηροδρομικοί και διάφορες άλλες ομάδες εργαζομένων που απολάμβαναν προστασία από τον ανταγωνισμό ή ειδικά φορολογικά καθεστώτα ή συνταξιοδοτικά προνόμια, δημιουργώντας έτσι καρτέλ και σπατάλες.
Και περιγράφοντας την αδυναμία επιβολής των απαιτούμενων αλλαγών μέσα από το παράδειγμα του Γιώργου Παπακωνσταντίνου, ο αρθρογράφος της Wall Street Journal συνεχίζει:
Ο κ. Παπακωνσταντίνου ήταν ολοένα και πιο απομονωμένος στο υπουργικό συμβούλιο. Ο βρετανοσπουδαγμένος οικονομολόγος ήταν outsider στην ελληνική πολιτική σκηνή. Δεν μπορούσε να πείσει τους άλλους υπουργούς να κλείσουν ζημιογόνες κρατικές επιχειρήσεις και άχρηστα στρατόπεδα ή να περικόψει χιλιάδες θέσεις στο δημόσιο, θέσεις εργασίας που δημιουργήθηκαν σε αντάλλαγμα ψήφων».
«Κάνουν ότι μας πληρώνουν κάνουμε ότι δουλεύουμε»
(...) Οι δημόσιοι υπάλληλοι αντιμετωπίζοντας τις περικοπές κήρυξαν απεργίες, ακόμη και στο Υπουργείο Οικονομικών. Ηταν μία περίπτωση 'αυτοί κάνουν ότι μας πληρώνουν και μεις κάνουμε ότι δουλεύουμε', εξηγεί ένας υπουργός.
Τον Ιούνιο του 2011, ο κ. Παπανδρέου αντικατέστησε τον υπουργό Οικονομικών του με τον μεγαλύτερο αντίπαλο του ιδίου, Ευάγγελο Βενιζέλο.
Ο κ. Βενιζέλος που περιγράφεται ως ένας από τους πιο εύγλωττους Ελληνες ρήτορες, από την αρχαιότητα και μετά (sic) ανέλαβε διστακτικά τη δουλειά του υπουργού Οικονομικών φοβούμενος ότι τα αντιδημοφιλή καθήκοντά του θα κατέστρεφαν τις πολιτικές του φιλοδοξίες.
Πολλοί Ελληνες ήλπισαν ότι ο κ. Βενιζέλος θα αποδεικύετο σκληρός διαπραγματευτής με την Ευρώπη και το ΔΝΤ.
Η πρώτη «έξοδος» του κ. Βενιζέλου έλαβε χώρα σε μία συνάντηση υπουργών οικονομικών στο Λουξεμβούργο. Η μακρά του αγόρευση έστειλε όλα τα κακά μηνύματα.
Είπε προς τους συναδέλφους του ότι θα έπρεπε να χαλαρώσουν τους στόχους λιτότητας που είχαν επιβληθεί στην Ελλάδα, επικαλούμενος τις αυξανόμενες πολιτικές δυσκολίες.
Χαρακτήρισε μη ρεαλιστικούς τους στόχους των ιδιωτικοποιήσεων και κατηγόρησε το κοινοτικό νομικό πλαίσιο ότι καθιστά περίπλοκη την πώληση περιουσιακών στοιχείων. Η Ευρώπη δεν είχε άλλο δρόμο παρά να δανείσει περισσότερα χρήματα στην Ελλάδα αφού μια ελληνική χρεοκοπία θα μπορούσε να αποσταθεροποιήσει την ευρωζώνη. «Η ελληνική κρίση είναι ευρωπαϊκό πρόβλημα», είπε.
Τον «μαστίγωναν»
Οι λοιποί υπουργοί αντέδρασαν με οργή. Στα αυτιά τους όλα αυτά ήχησαν ως μία απόπειρα να αποφευχθούν σκληρές αποφάσεις με ταυτόχρονο εκβιασμό των πιστωτών.
Μαστίγωναν τον κ. Βενιζέλο ως τις 2.00 τα ξημερώματα, λέγοντας ότι η Ελλάδα έπρεπε να ανακτήσει την αξιοπιστία της προτού λάβει μεγαλύτερη βοήθεια.
Και αντί να αποδεσμεύσουν την προγραμματισμένη δόση του δανείου, οι ευρωπαίοι υπουργοί την έβαλαν στον πάγο εωσότου η Αθήνα βάλει μπρος περισσότερη λιτότητα.
Καθώς η συνάντηση τελείωνε, ο «μελανιασμένος» κ. Βενιζέλος προσπάθησε να σιγουρέψει τα λεφτά ώστε να μπορεί να θριαμβολογήσει στο εσωτερικό. «Είμαι εδώ για πρώτη φορά» τούς είπε απολογητικά, σύμφωνα με ανθρώπους που τον άκουσαν, «και θα έστελνε κακό μήνυμα εάν η δόση δεν εκταμιευόταν».
Ο εξίσου εύσωμος Jan Kees de Jager, (Γιαν Κες ντε Γιάκγκερ), ο Ολλανδός υπουργός Οικονομικών, ξέσπασε με οργή.
Οι Ευρωπαίοι ήξεραν ότι ένα μέρος του προβλήματος της ελληνικής κυβέρνησης, ήταν ότι ο κ. Σαμαράς είχε επιτεθεί στα μέτρα λιτότητας και το κόμμα του ξεπερνούσε το ΠΑΣΟΚ στις δημοσκοπήσεις.
Η κυρία Μέρκελ και άλλοι επικεφαλής συντηρητικών ευρωπαϊκών κομμάτων κάλεσαν τον κ. Σαμαρά στις Βρυξέλλες στις 23 Ιουνίου. Επί τρεις ώρες τον πίεζαν να στηρίξει το πρόγραμμα. Ο κ. Σαμαράς τους είπε ότι το πρόγραμμα θα αποτύχει. «Και τότε θα χρειαστεί ένα δεύτερο σχέδιο, το οποίο θα είμαι εγώ αυτός που θα το εκτελέσει» πρόσθεσε.
Η κυρία Μέρκελ τον ρώτησε τί προτείνει. Της είπε ότι συμφωνεί με τον περιορισμό του ελλείμματος, αλλά ότι ήθελε να το πετύχει μέσω της μείωσης των φόρων για να αναζωογονήσει την οικονομία.
Μία μείωση των φόρων θα μπορούσε να δημιουργήσει μεγαλύτερη απόκλιση στο έλλειμμα, παρατήρησαν οι άλλοι ευρωπαίοι ηγέτες. Μόνο ο Βίκτορ Ορμπάν, ο Ούγγρος πρωθυπουργός συμφώνησε. «Κάποιοι κατάλαβαν ότι έχουμε δίκιο», είπε ο κ. Σαμαράς στους δημοσιογράφους μετά τη συνάντηση.
Ο κ. Βενιζέλος προσπάθησε καί τον Σεπτέμβριο να πετύχει χαλάρωση των όρων διάσωσης.
Σε ολονύκτιες συνομιλίες στο υπουργείο Οικονομικών, οι επιθεωρητές της τρόικας τον πίεζαν να απολύσει δημοσίους υπαλλήλους και να κλείσει ζημιογόνους κρατικούς οργανισμούς.
Ο κ. Βενιζέλος ηρνείτο: «Δεν θέλω να μπω σε τεχνική συζήτηση μαζί σας. Το θέμα είναι πολιτικό», είπε σύμφωνα με ανθρώπους που παρίσταντο.
Οι επιθεωρητές του είπαν ότι δεν μπορούσαν να τού προσφέρουν καμία πολιτική κάλυψη και έφυγαν από την Αθήνα χωρίς να εισηγηθούν εκταμίευση της επόμενης δόσης του δανείου.
Ο υπουργός οικονομικών είχε λιγότερο από 1 δισ. ευρώ στα ταμεία του. Ο μηνιαίος λογαριασμός για μισθούς και συντάξεις ήταν περίπου 4 φορές μεγαλύτερος. Η ελληνική κυβέρνηση απέφευγε την χρεοκοπία απλώς επειδή δεν πλήρωνε τους προμηθευτές της.
Μπουχτίσαμε με τους Ελληνες
Ο κ. Βενιζέλος ήταν αναγκασμένος να απευθυνθεί ξανά στους ευρωπαίους υπουργούς οικονομικών που συναντώντο στο Βρότσλαβ της Πολωνίας στα μέσα Σεπτεμβρίου.
Το βράδυ προ της συνάντησης ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε τα είπε με τον κ. Βενιζέλο στο μπαρ του ξενοδοχείου και του κατέστησε σαφές πίνοντας οι δυο τους από ένα ποτήρι κομψό κρασί ότι η Ελλάδα είχε αρχίσει να χάνει την υπομονή της με την Ελλάδα.
«Αν θέλετε να παραμείνετε, πρέπει να δράσετε», είπε ο κ. Σόιμπλε.
«Η Ελλάδα θέλει να μείνει», απάντησε ο κ. Βενιζέλος.
Ο κ. Βενιζέλος γινόταν πιο συνεργάσιμος, έλεγαν ευρωπαίοι αξιωματούχοι.
Ομως το ελληνικό πρόγραμμα είχε για τα καλά εκτροχιαστεί. Η κυβέρνηση είχε κάνει λίγα πράγματα από τη μακρά λίστα των υποσχέσεων που είχε δώσει: για μείωση της γραφειοκρατίας, αύξηση του ανταγωνισμού, προσέλκυση επενδύσεων.
Τον Οκτώβριο, το ΔΝΤ, τώρα πια υπό την πιο αυστηρή ηγεσία της πρώην υπουργού Οικονομικών της Γαλλίας, Κριστίν Λαγκάρντ, ανάγκαζε την Ευρώπη να παραδεχθεί την πραγματικότητα: Τα νούμερα δεν έβγαιναν.
Και αυτό ανάγκασε τους ευρωπαίους ηγέτες να χαρίσουν στην Αθήνα μια ανακούφιση από το χρέος.
Η Σύνοδος Κορυφής της 26ης Οκτωβρίου οδήγησε τελικά σε ένα κούρεμα ύψους 53% του διακρατούμενου σε ομόλογα ελληνικού χρέους, συνοδευμένου από επιπλέον δάνεια.
(...)
Η κυρία Μέρκελ και άλλοι ηγέτες της ευρωζώνης σκέφτηκαν ότι το κούρεμα και η νέα δανειακή σύμβαση είχαν διευθετήσει το ελληνικό πρόβλημα. Ομως η κυβέρνηση των Αθηνών διαλυόταν.
Εν μέσω κοινωνικής αναταραχής και ισχνής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, ο κ. Παπανδρέου πρότεινε δημοψήφισμα για το νέο σχέδιο διάσωσης.
Το τελεσίγραφο
Εξοργισμένοι από την ελληνική μη προβλεψιμότητα, Μέρκελ και Σαρκοζί είπαν στις Κάννες προς τον Ελληνα πρωθυπουργό, στις 2 Νοεμβρίου, ότι το δημοψήφισμα έπρεπε να καθιστά σαφές το δίλημμα στους Ελληνες: Εφαρμόζετε το πρόγραμμα διάσωσης ή φεύγετε από το ευρώ.
Εκείνος συμφώνησε.
Στο αεροπλάνο της επιστροφής, εκείνο το βράδυ, ο κ. Παπανδρέου είπε ότι χρειαζόταν λίγον ύπνο, κι έγειρε στο πλάι.
Ο κ. Βενιζέλος έμεινε ξύπνιος. Εβγαλε ένα κομμάτι χαρτί και έγραψε στα γρήγορα μία ανακοίνωση καταγγέλλοντας το δημοψήφισμα: «Η θέση της Ελλάδας στην ευρωζώνη είναι μια ιστορική κατάκτηση...η οποία δεν μπορεί να τεθεί εν αμφιβόλω», έγραψε.
Αμέσως μόλις προσγειώθηκαν στην Αθήνα, διένειμε τη δήλωση χωρίς να ενημερώσει τον κ. Παπανδρέου.
Βουλευτές προσκείμενοι στον κ. Βενιζέλο αντιτέθηκαν στον κ. Παπανδρέου. Το δημοψήφισμά του και η πλειοψηφία του ήταν ιστορία. Παραιτήθηκε μέρες αργότερα.
Οι ηγέτες της ευρωζώνης μιλούσαν, ανοιχτά πια, για έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη, κάτι που σόκαρε τη χώρα.
Η ιδιωτική κατανάλωση σχεδόν ισοπεδώθηκε. Οι καταθέτες σχημάτισαν ουρές στις τράπεζες για να σηκώσουν τα λεφτά τους.
Το σοκ του Σαμαρά
Ο κ. Σαμαράς υπέστη κι αυτός σοκ. Υστερα από μήνες καταγγελλίας του προγράμματος, συναίνεσε σε μια συνεργασία υποστηρίζοντας το. Οι κ.κ. Βενιζέλος και Σαμαράς έγιναν απρόθυμοι εταίροι στηρίζοντας για νέο πρωθυπουργό τον πρώην κεντρικό τραπεζίτη Λουκά Παπαδήμο.
Ομως ο κ. Παπαδήμος, ένας μετριοπαθής πρώην κεντρικός τραπεζίτης, δεν είχε την πολιτική επιρροή να σπρώξει την «επισκευή» της ελληνικής οικονομίας και του κράτους, μέσα σε ένα απρόθυμο κοινοβούλιο. Οι μεταρρυθμίσεις, αντιθέτως, πάγωσαν έως τις εκλογές του Μαϊου.
Ηταν ο κ. Σαμαράς που επέμεινε στο να διεξαχθούν νωρίς αυτές οι εκλογές. Απέρριψε τις εκκλήσεις του ΠΑΣΟΚ να αφήσει τον κ. Παπαδήμο να κυβερνήσει έως το τέλος της θητείας της Βουλής το 2013. Ηταν σίγουρος ότι η Νέα Δημοκρατία θα νικούσε. Οι σύμβουλοί του δεν πίστευαν τις δημοσκοπήσεις που έδειχναν κατάρρευση της εμπιστοσύνης για αμφότερα τα μεγάλα κόμματα και αυξημένες ψήφους για Κομμουνιστές, νεοΝαζί και άλλους ακραίες ομάδες.
Στις 6 Μαϊου, η απίσχνανση Νέας Δημοκρατίας και ΠΑΣΟΚ ήταν ακόμη χειρότερη αυτής που προμήνυαν τα γκάλοπ.
Τώρα οι Ελληνες κατηγορούν τα δύο κατεστημένα κόμματα ότι ενέπλεξαν την Ελλάδα στην κρίση χρέους και πλεόν την διαλύουν για να την αποφύγουν.
www.ethnos.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου