Πέμπτη 8 Μαρτίου 2012

Γιατί Συμφέρει η Δραχμή

Γιάννης Δερπανόπουλος:H οικονομική πορεία της Ελλάδας για πολλά χρόνια τώρα διαμορφώνεται από δύο αντικρουόμενα ελλείμματα:  το δημόσιο έλλειμμα που λειτουργεί αναπτυξιακά και το εξωτερικό έλλειμμα που λειτουργεί υφεσιακά. Χρόνια τώρα το δημόσιο, ξοδεύοντας περισσότερο απ’ότι εισέπραττε από φόρους, αύξανε την εσωτερική ζήτηση – ένα μεγάλο μέρος της οποίας πήγαινε σε εισαγόμενα προϊόντα. Το κομμάτι αυτό (των εισαγωγών) μείωνε...
αντίστοιχα την οικονομική δραστηριότητα.

Μέχρι πρόσφατα το ένα έλλειμμα εξουδετέρωνε πάνω-κάτω το άλλο (άλλοτε λιγότερο, άλλοτε περισσότερο). Είναι εντυπωσιακό πάντως πως την περίοδο 2000-2011 η χώρα κατέγραψε σωρευτικά ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών 226 δις, ενώ την ίδια περίοδο το δημόσιο χρέος ανέβηκε κατά 236 δις (από 132 δις σε 368 δις). Με λίγα λόγια ο δημόσιος δανεισμός χρηματοδοτούσε της εισαγωγές. Να σημειωθεί πως εκτός από το δημόσιο και ο ιδιωτικός τομέας συμμετείχε στον χορό του εξωτερικού δανεισμού κυρίως από την πλευρά των τραπεζών. Σε γενικές γραμμές και μετά από την είσοδο στο ευρώ, η χώρα δανειζόμενη αφειδώς από το εξωτερικό διατήρησε ένα υψηλό επίπεδο κατανάλωσης αλλά όχι και τον ίδιο ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας.

Βέβαια το κόστος αυτής της «ισορροπίας» των  δύο ελλειμμάτων ήταν ο υπέρμετρος δανεισμός της Ελλάδας και η σημερινή μειωμένη ανεξαρτησία της.  Από το φθινόπωρο του 2011 όμως η κατάσταση έχει αλλάξει.  Ήδη η τελευταία δόση των 8 δις. τον Δεκέμβριο ήταν ίσα ίσα αρκετή για να πληρωθούν τα τοκομερίδια και τα λήγοντα ομόλογα του Δεκεμβρίου χωρίς να περισσέψει τίποτα για το πρωτογενές έλλειμμα του δημοσίου.  Η πρακτική αυτή θα συνεχιστεί κατά πάσα πιθανότητα και στο μέλλον. Αν και το αναθεωρημένο μνημόνια που ψηφίστηκε πρόσφατα στην Βουλή προβλέπει μικρά πρωτογενή ελλείμματα για τα έτη 2012-2014, είναι αμφίβολο κατά πόσο αυτά θα χρηματοδοτηθούν από το μνημόνιο που ούτος η άλλος θεσμοθετεί συνταγματικά την κατά προτεραιότητα πληρωμή των τοκοχρεολυσίων. Δεδομένου του συνεχιζόμενου ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών που ανήλθε στα 21 δις το 2011 (ή 12 δις χωρίς τις πληρωμές τόκων που συνεχίζονται να χρηματοδοτούνται από την τρόικα), ένας βίαιος ισοσκελισμός του πρωτογενούς δημοσίου ελλείμματος (3% του ΑΕΠ) θα έχει διπλή υφεσιακή επίπτωση, αφενός από την άμεση συρρίκνωση της εσωτερικής ζήτησης και αφετέρου από το εξωτερικό έλλειμμα. Βάσει των στοιχείων του 2011, το δεύτερο σκέλος από μόνο του ισοδυναμεί με επί πλέον συρρίκνωση 4,25% (9 δις ÷ 212 δις ΑΕΠ). Άρα μιλάμε για μια συνολική συρρίκνωση το 2012 της τάξης του 7,25% (4,25% +3%) χωρίς να συνυπολογιστούν τυχόν πολλαπλασιαστές.

Η συρρίκνωση αυτή θα συνεχιστεί μέχρις ότου ισοσκελιστεί το εξωτερικό έλλειμμα (δίχως τόκους) ώστε να σταματήσει η αφαίμαξη χρήματος από την Ελληνική οικονομία που αντικατοπτρίζεται και σε μειώσεις καταθέσεων (πέραν αυτών που προκύπτουν από την φυγή κεφαλαίων). Πότε θα γίνει αυτό;  Όταν η πτώση του εισοδήματος επιφέρει την απαιτούμενη μείωση των εισαγωγών. Όντας μέσα στο ευρώ, ο μοναδικός τρόπος να μειωθούν οι εισαγωγές είναι με το να μειωθούν τα εισοδήματα. Αν από την άλλη δεν μειωθούν τα εισοδήματα, οι υπερβάλλουσες εισαγωγές (πέραν των εξαγωγών) θα επιφέρουν οι ίδιες μείωση εισοδημάτων εφόσον δεν χρηματοδοτηθούν μέσω δανεισμού (όπως συνέβαινε μέχρι τώρα).

Στην Ελλάδα τα «πάντα» σήμερα εισάγονται.  Άρα είναι λογικό να υποθέσει κανείς πως η ελαστικότητα των εισαγωγών έναντι του εισοδήματος καθώς και των τιμών των εισαγόμενων προϊόντων είναι κοντά στο «1i».  Όπως είδαμε η απαιτούμενη μείωση των καθαρών εισαγωγών (μείωση εισαγωγών μαζί με την όποια αύξηση των εξαγωγών) είναι 9 δις. Αν υποθέσουμε πως οι εξαγωγές θα συνεχίσουν να αυξάνονται σχεδόν με τους φετινούς ρυθμούς (2 δις το χρόνο - πράγμα αμφίβολο λόγω της ύφεσης στην Ευρώπη), τότε θα χρειαστεί τουλάχιστον άλλα 5 δις μείωση των εισαγωγών ώστε να κλείσει η ψαλίδα των 9 δις. Μια μείωση των εισαγωγών κατά 5-6 δις σε σύνολο εισαγωγών 58 δις (αγαθά & υπηρεσίες) προϋποθέτει συνολική πτώση του εισοδήματος 8,6% -10% (5÷ 58 ή 6÷ 58) χωρίς να προσμετρούνται οι επιπτώσεις από την δημοσιονομική προσαρμογή. Χοντρικά μπορούμε να υπολογίζουμε σε ακόμη 2 χρόνια ύφεσης συνολικής εμβέλειας 11% (πχ., 7% +4%).

Αλλά δεν αρκεί μόνο αυτό.  Θα πρέπει κάποτε να κλείσει και η ψαλίδα που συμπεριλαμβάνει και τις εκροές τόκων. Οι τόκοι αυτοί μπορεί για τα επόμενα 3 χρόνια να χρηματοδοτούνται από το μνημόνιο δίχως εκροή ευρώ από την χώρα, αλλά μετά αυτό θα πάψει να ισχύει. Το νέο μνημόνιο προβλέπει μετά από αυτή την περίοδο αυξανόμενα πρωτογενή πλεονάσματα που θα οδηγήσουν σε αποπληρωμή μέρος του κεφαλαίου. Το να καταφέρει μια χώρα μη εξαγωγική σαν την Ελλάδα πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 4,5% το χρόνο (που προβλέπονται στο νέο μνημόνιο) δεν είναι καθόλου ρεαλιστικό. Εκτός αυτού κάτι τέτοιο είναι και άκρως υφεσιακό.  Είναι αμφίβολο εάν οι ίδιοι συντάκτες του μνημονίου πιστεύουν στο κατά πόσο ο στόχος αυτός είναι πραγματοποιήσιμος.  Μία ρεαλιστική προοπτική θα είναι ένας μηδενισμός του πρωτογενούς ελλείμματος. Σε μια τέτοια περίπτωση η χώρα θα «χρωστάει» τους τόκους στο δημόσιο χρέος που βάσει του νέου μνημονίου θα ανέρχονται σε 9 δις ανά έτος (και τους οποίους θα «ξανα-δανείζεται» ως πράττουν σχεδόν όλες οι χώρες της υφηλίου).

Αλλά στην περίπτωση που οι Ευρωπαίοι εταίροι απαιτήσουν τις πληρωμές τόκων (όπως και εξάλλου έχει αποδεχτεί το ελληνικό κοινοβούλιο) η αναγκαστική λύση είναι να μηδενιστεί το σύνολο του ελλείμματος εξωτερικών συναλλαγών. Κάτι τέτοιο εκτός των άλλων είναι και το μόνο μακρόχρονος βιώσιμο καθεστώς.  Στην ακραία περίπτωση που οι εξαγωγές δεν αυξηθούν άλλο (που δεν είναι και τόσο ακραία διότι π.χ. δεν θα αρκέσει η τραπεζική χρηματοδότηση), οι εισαγωγές θα πρέπει να μειωθούν κατά 18 δις ή 31%  (20÷58).  Όμως το ίδιο αποτέλεσμα θα μπορούσε επιφέρει μια καθαρή υποτίμηση του ίδιου μεγέθους, δηλαδή όπου θα ακρίβαιναν τα εισαγόμενα προϊόντα κατά 31% σε σχέση με τα εγχώρια ii.    Το ερώτημα λοιπόν εν συντομία είναι: τι είναι προτιμότερο, περαιτέρω μείωση του εισοδήματός μας κατά 25-30% ή έξοδος από το ευρώ και καθαρή υποτίμηση κατά 25-30%;  Νομίζω πως η απάντηση είναι προφανής.


 i Για τους μη «οικονομολογούντες,» αυτό σημαίνει πως μια ποσοστιαία μείωση του εισοδήματος ή αύξηση τιμών των εισαγόμενων ειδών (χ) θα επιφέρει ισόποση μείωση των εισαγωγών (χ). Από τα επίπεδα του 2008 οι συνολικές εισαγωγές (αγαθά & υπηρεσίες) έχουν μειωθεί κατά 28% έως τα εκτιμώμενα επίπεδα του 2011 (από 80,7 δις στα 58,1 δις) που είναι παραπάνω από την επίσημη μείωση του ΑΕΠ αλλά μάλλον αντικατοπτρίζει την πραγματική πτώση. Αυτό για αυτούς που ισχυρίζονται πως οι εισαγωγές στην Ελλάδα είναι ανελαστικές λόγω της υπερβολικής εξάρτησης σε αυτές.  Οι δε εισαγωγές είναι τουλάχιστον το ίδιο αν όχι περισσότερο ελαστικές ως προς τις τιμές των εισαγόμενων προϊόντων .

  ii Βέβαια η απαιτούμενη ονομαστική υποτίμηση στην περίπτωση εξόδου της χώρας από το ευρώ μπορεί να είναι  μεγαλύτερη στο βαθμό που θα αυξηθούν οι εγχώριων τιμές αλλά αυτό θα αντισταθμίζεται σε μεγάλο βαθμό από την αύξηση των εξαγωγών λόγω της υποτίμησης.



-Ο Γιάννης Δερπανόπουλος είναι οικονομολόγος και έχει εργαστεί ως σύμβουλος για πολλά χρόνια στον τραπεζικό κλάδο.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου