Τετάρτη 29 Φεβρουαρίου 2012
Ελληνας ούτε γεννιέσαι ούτε γίνεσαι...
περιπολικό τριγυρίζω άγρυπνος τη νύχτα, όταν μπαίνω στη φωτιά, όταν βουτάω στις χαράδες να βρω φούντες, όταν παλεύω με το λιοπύρι και το αγιάζι στα λιμάνια. Πιλότος, Ναύτης, Στρατιώτης, Αστυνόμος, Πυροσβέστης, Λιμενικός.
Μπήκα στις Ένοπλες Δυνάμεις σχεδόν 17 χρονών ή και παραπάνω. Δεν δυσκολεύτηκα ιδιαίτερα γιατί διάβαζα σαν σκυλί για να περάσω τις Πανελλήνιες, ήμουν αθλητικός και πέρασα τα αθλητικά τεστ εύκολα, κι ήμουν συνειδητοποιημένος κι έξυπνος αρκετά για να περάσω τα ψυχολογικά τεστ στα οποία υποβλήθηκα. Μα ένα πράγμα με δυσκόλεψε τότε. Πώς να καταφέρω να πείσω τον πατέρα μου να υπογράψει για να μπω στη Σχολή; Πώς να καταφέρω να του κρύψω ότι από τους 80 που τελικά θα μπαίναμε στη Σχολή, στατιστικά οι 11 δεν θα ζούσαν μετά από μια 15ετία! Σήμερα είμαι σχεδόν 40. Γενιά του 67.
Δεν ξέρω αν θα γυρίσω στην οικογένειά μου το μεσημέρι, αν έχω οικογένειά. Ποτέ δε ρωτάω αν θα γυρίσω πίσω απ’ όπου με στέλνεις. Με παλιά μηχανήματα, κακοσυντηρημένα, με κατεστραμμένα αυτοκίνητα, με ό, τι κι αν μου δώσεις. Με την μέση θρύψαλα από τα G, με τα χέρια γδαρμένα από τους ιμάντες του αλεξίπτωτου, με τη ματιά στη θάλασσα και το δάκρυ στη φωτογραφία της οικογένειας δίπλα απ’ την εικόνα του Αη Νικόλα κάπου στ’ ανοιχτά της Σομαλίας, με τις πληγές μου ανοιχτές έξω από το Τμήμα της Αγίας Παρασκευής, με τις παλάμες σάπιες απ’ την αρμύρα να βγάζω απ’ τα νερά τα παιδιά εκείνων που ξεβράζουν οι διακινητές στ’ ακρονήσια. Αχ αυτά τα μάτια όταν σώζονται πως σε κοιτάζουν.
Τώρα ούτε σε παρέλαση δε θες να με βλέπεις. Και η σημαία μου έχει σταυρό πάνω και μπορεί να σε ενοχλεί. Και για τα παιδιά μου; Την οικογένειά μου; Δε νοιάστηκες όταν γκρεμιζόμουν, όταν πνιγόμουν, όταν με έλιωναν οι ερπύστριες, όταν καιγόμουν στη φωτιά. Ποτέ δε με ρώτησες τον καιρό της αφθονίας αν χρειάζομαι κάτι. Έδινες στους άλλους κι εγώ σε περίμενα. Εσένα σ’ ένοιαζε η εξουσία και εάν θα πάρει ο αέρας την σημαία. Μη μιλάς μου λες. Μη ζητάς. Είσαι Στρατιώτης. Αλλά κι εγώ ήμουν πολύ μακρυά για να μ’ αφουγκραστείς. Στα σύνορα, στον ουρανό, στη θάλασσα. Μέσα στη φωτιά να παλεύω με τις μάνικες και τα Καναντέρ. Καμιά φορά από κει μακρυά άκουγα να με φωνάζεις “καραβανά” και “μπάτσο” και “ταβλαδόρο”. Γελούσα και χαιρόμουν, γιατί κι εγώ αυτήν την ελευθερία υπερασπίζομαι. Να μου λες ό, τι θες κι εγώ να είμαι εκεί. Ακοίμητος και Άγνωστος. Τώρα με βγάζεις στα κανάλια και στα ραδιόφωνα.
Ούτε γεννιέσαι ούτε γίνεσαι Έλληνας. Μόνο πεθαίνεις ως Έλληνας!
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου