Α. Ένας απολογισμός
Μετά από πόλεμο 4 χρόνων, 6 μηνών και 13 ημερών1, έφθασε η ώρα του απολογισμού2:
♦ Νεκροί: 558.000 ή το 7,6% του πληθυσμού.
♦ Ανίκανοι: 830.000 ή το 12,6% του πληθυσμού.
♦ Πληθυσμιακή απώλεια:...
968.000 ή το 13% του επιπέδου 1940.
♦ Φυματικοί, ελονοσούντες: Με το τέλος της κατοχής οι φυματικοί έφθασαν τις 400.000 και οι προφυματικοί το 1 εκατ. Οι ελονοσούντες τα 2,5 εκατ. Συνολικά το 50% του πληθυσμού.
♦ Ο οικοδομικός πλούτος: Καταστράφηκαν 3.700 πόλεις και οικισμοί, 408.000 σπίτια, μεταξύ των οποίων και 5.000 σχολεία. Συνολικά το 23% του συνολικού οικοδομικού μας πλούτου.
♦ Οι άστεγοι: 227.000 άστεγες οικογένειες, περισσότερα από 1,2 εκατ. άτομα, δηλαδή το 18% του πληθυσμού.
♦ Οι συγκοινωνίες: Καταστροφή στο οδικό δίκτυο και τα μεταφορικά μέσα κατά 75%.
♦ Τηλεπικοινωνίες: Ολοσχερής καταστροφή του δικτύου.
♦ Εμπορικός στόλος: Μείωση κατά 73% και στα λιμενικά έργα η ζημία υπερέβη τα 13 εκατ. δολ. του 1938.
♦ Γεωργία: Η γεωργοκτηνοτροφική παραγωγή μειώθηκε κατά 60%, ενώ το 60% των δασών το εξήγαν ως ξυλεία.
♦ Αρχαιολογικοί χώροι: Οι ναζί προκάλεσαν (διάβαζε λεηλάτησαν) καταστροφές σε 87 αρχαιολογικούς χώρους, οι Ιταλοί σε 39 και οι Βούλγαροι σε τρεις. Επιπλέον, διενεργήθηκαν 26 αυθαίρετες ανασκαφές με αρπαγή των αρχαιολογικών θησαυρών.
Β. Ο διεθνής διακανονισμός των επανορθώσεων και η Ελλάδα
Το ζήτημα των γερμανικών επανορθώσεων απασχόλησε όλους τους δικαιούχους σ’ αυτές και ιδιαίτερα τις 4 Μεγάλες Δυνάμεις (στο εξής Μ.Δ.). Τις 4 Μ.Δ. για πρώτη φορά στη διάσκεψη της Γιάλτας τον Φεβρουάριο του 1945 και στη συνέχεια στη διάσκεψη του Πότσνταμ στις 17.7-2.8.1945. Τελικά στο Πότσνταμ αποφασίσθηκε όπως οι γερμανικές αποζημιώσεις είναι σε είδος. Η συμφωνία δεν καθόριζε το συνολικό ύψος των οφειλομένων επανορθώσεων, αλλά τις αρχές διανομής αυτών. Η Σ. Ένωση αναλάμβανε να ικανοποιήσει τις πολωνικές επανορθωτικές απαιτήσεις από τις δικές της, οι οποίες θα έφθαναν στο 50% των συνολικών. Οι ΗΠΑ και η Βρετανία έπαιρναν από 22%. Δηλαδή οι 3 Μ.Δ. έπαιρναν το 94%.
Θα ακολουθούσε το διεθνές συνέδριο των επανορθώσεων στο Παρίσι, 9.11-21.12.1945, με συμμετοχή 18 χωρών, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα. Δεν θα συμμετέχουν η Σ. Ένωση με την Πολωνία και δεν θα παρασταθεί η Γερμανία.
Από το ελληνικό επανορθωτικό υπόμνημα της 1.10.1945 προέκυπτε ότι το κατοχικό κόστος για την Ελλάδα ισοδυναμούσε με το εθνικό εισόδημα της χώρας το 1946 επί 33 χρόνια3.
Με το επανορθωτικό της υπόμνημα η Ελλάδα έναντι της Γερμανίας πρόβαλε επανορθωτική απαίτηση 7,181 δισ. δολ. του 1938.
Στο συνέδριο ειρήνης των Παρισίων, που ακολούθησε τον επόμενο χρόνο 1946, η Ελλάδα και πάλι κατέθεσε επανορθωτικό υπόμνημα. Σύμφωνα με το επανορθωτικό της υπόμνημα της 29.7.1946 η Ελλάδα ζητούσε επανορθώσεις απ’ αυτούς που τη λεηλάτησαν και ήταν σε θέση να τις αποδώσουν. Έτσι δεν ζητούσε επανορθώσεις από την Αλβανία. Ζητούσε επανορθώσεις με βάση τη ζημιά που έκαστος υπόλογος προκάλεσε. Τη ζημιά διαμέριζε: Γερμανία 60,9%, Ιταλία 33,6% και Βουλγαρία 5,5%. Έτσι απαιτούσε επανορθώσεις από Γερμανία 8,7 δισ. δολ. του 1938, Ιταλία 6,2 δισ. δολ. του 1938 και από Βουλγαρία 985,5 εκατ. δολ. του 19384.
Επιπλέον με το άρθρο 29 του ελληνικού υπομνήματος η Ελλάδα ζητούσε την επιστροφή των πολεμικών αποζημιώσεων που είχε καταβάλει, κατά μοναδική και παγκόσμια πρωτοτυπία, σε Γερμανούς, Ιταλούς και Αλβανούς υπηκόους, για τις ζημιές που προκλήθηκαν σ’ αυτούς από την ιταλική επίθεση (28.10.1941) μέχρι το τέλος της κατοχής5. Δηλαδή μας εκτελούσαν, μας λεηλατούσαν κι εμείς τους αποζημιώναμε!!!
Μέχρι το 1951 από τις σε είδος επανορθώσεις η Ελλάδα πήρε:
♦ 38 πλοία αξίας 4 εκατ. δολ. του 1947. Από τα πλοία αυτά, όπως έκρινε ειδικός ναυπηγός του υπ. Εμπορικής Ναυτιλίας, τα 15 ήταν ακατάλληλα.
♦ 4 εργοστάσια συνολικής αξίας 2,8 εκατ. δολ.
♦ Το 1948 επίσης δύο εργοστάσια και το 1951 μια υψικάμινο που με δυσκολία πουλήθηκε ως παλιοσίδερα.
♦ 2,4 εκατ. δολ. των γερμανικών περιουσιών στην Ελλάδα.
Με την επανορθωτική συμφωνία του 1946 σε εξοπλισμό από τη γερμανική βιομηχανία που διαλύθηκε, η Ελλάδα σε είδος πήρε 20 εκατ. δολ. του 1946.
Συνολικά και με το μέγιστο της απόδοσης των γερμανικών επανορθώσεων, υπολογιζόμενο σε 80-90 εκατ. δολ. του 1938, δεν καλύπτεται ούτε το 1% των αξιώσεών μας6.
Στις 26.5.1952 οι ΗΠΑ, η Βρετανία και η Γαλλία θα υπογράψουν με τη Δ. Γερμανία τη συμφωνία της Βόννης, με την οποία:
♦ Διάδοχος του Γ’ Ράιχ οριζόταν η ενοποιημένη Γερμανία.
♦ Η Δ. Γερμανία αναλάμβανε την ευθύνη για τα προπολεμικά χρέη του Ράιχ.
♦ Η ρύθμιση των επανορθώσεων αναβαλλόταν μέχρι την υπογραφή της συνθήκης ειρήνης από τη Γερμανία.
Στις 27.2.1953 θα ακολουθούσε η συμφωνία Λονδίνου από 20 χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα. Σύμφωνα μ’ αυτήν, αφ’ ενός αναβαλλόταν η καταβολή των επανορθώσεων από τη Γερμανία (άρθρο 5) μέχρι του οριστικού τους διακανονισμού και αφ’ ετέρου διατηρούσε σε ισχύ τη συμφωνία της Βόννης του 1952. Επομένως από τις δύο συμφωνίες προέκυπτε ότι: Ο διακανονισμός των επανορθώσεων αναβαλλόταν μέχρις ότου η Γερμανία θα υπέγραφε τη συνθήκη ειρήνης.
Γ. Οι ελληνικές διεκδικήσεις και οι γερμανικές αποδόσεις
Η Ελλάδα διαχρονικά από το 1945 μέχρι και σήμερα αφ’ ενός τόνιζε ότι το θέμα των γερμανικών επανορθώσεων και του κατοχικού δανείου (στο εξής Κ.Δ.) παραμένουν ανοικτά και αφ’ ετέρου ζητούσε τον διακανονισμό τους. Συνολικά από το 1945 μέχρι το 2012 το είχε θέσει 12 φορές, δηλαδή, κατά μέσο όρο, κάθε έξι χρόνια το έθετε. Επομένως η Ελλάδα ουδέποτε παραιτήθηκε και διαχρονικά από το 1945 μέχρι σήμερα απαιτούσε τόσο τις επανορθώσεις όσο και το Κ.Δ.
Από την πλευρά της η Γερμανία μέχρι σήμερα απέδωσε στην Ελλάδα7:
♦ Τα προαναφερόμενα 20 εκατ. δολ. του 1946.
♦ Τα 115 εκατ. μάρκα ή 28,75 εκατ. δολ. του 1960, με τη συμφωνία της Βόννης της 18.3.1960 (1 δολ. = 4 μάρκα).
♦ Τα 4,8 εκατ. μάρκα ή 1,2 εκατ. δολ. του 1960, με τη συμφωνία της 8.12.1961 για τα καπνά που είχαν αφαιρέσει οι γερμανικές αρχές κατοχής δίχως να πληρώσουν τους ιδιοκτήτες.
♦ Τα 47 εκατ. μάρκα ή 19,51 εκατ. δολ. του 1974, με τη συμφωνία της 13.6.1974 για τις αποζημιώσεις της ελληνικής περιόδου ουδετερότητας του Α’ Π.Π. 8
(1 δολ. του 1972 = 2,495 μάρκα).
Από τις αποδόσεις αυτές μόνο οι δυο πρώτες είναι επανορθωτικές - αποζημιωτικές. Η τρίτη είναι αποτέλεσμα ελληνογερμανικής διαμάχης λόγω της οποίας τελικά η Ελλάδα κατέφυγε στο Ομοσπονδιακό Γραφείο Εξωτερικών Αποδόσεων του Badhoomburg, τη συμβιβαστική πρόταση του οποίου αποδέχθηκε η Ελλάδα. Τέλος, η τέταρτη είναι αποτέλεσμα δικαστικής προσφυγής της Ελλάδας, στην οποία και δικαιώθηκε9.
Τέλος, η συμφωνία των 115 εκατ. μάρκων, όπως αναφέρει η σύμβαση, αφορά ζημιές που υπέστησαν «οι Έλληνες υπήκοοι από διώξεις εθνικοσοσιαλιστικών μέτρων για λόγους φυλής, θρησκείας και κοσμοθεωρίας». Επειδή δε ουδείς Έλληνας διώχθηκε λόγω φυλής, θρησκείας και κοσμοθεωρίας, προφανώς αναφέρεται στους Ελληνοεβραίους. Η σύμβαση ρητά αναφέρει «… μη θιγομένων εταίρων νομίμων απαιτήσεων Ελλήνων υπηκόων» 10. Παρ’ όλα αυτά η γερμανική πλευρά προσπάθησε να αποκλείσει τις ελληνικές μελλοντικές επανορθωτικές απαιτήσεις. Τότε η ελληνική πλευρά απαίτησε και προσαρτήθηκε στη σύμβαση δική της επιστολή που διευκρίνιζε ότι δεν αποκλείονται μελλοντικές απαιτήσεις Ελλήνων υπηκόων. Τη σύμβαση με την προσάρτηση υπέγραψε η Γερμανία. Την ελληνική αυτή θέση υιοθέτησε και η γερμανική πρεσβεία στην Αθήνα, στις 5.7.1988, όπου σε επιστολή της αναφέρει ότι: «η συμφωνία αυτή δεν περιλαμβάνει γενικές πολεμικές ζημιές, αλλά μόνο αποζημιώσεις για μέτρα δίωξης εκ μέρους των εθνικοσοσιαλιστών για φυλετικούς, θρησκευτικούς λόγους και διαφορετική κοσμοθεωρία» 11. Επομένως οι ελληνικές επανορθωτικές απαιτήσεις όπως και εκείνες επί του Κ.Δ. παρέμεναν στο ακέραιο.
Δ. Η Γερμανία έναντι των ελληνικών αξιώσεων
Μέχρι τη γερμανική ενοποίηση το 1990, η Γερμανία απέφυγε τις επανορθωτικές της υποχρεώσεις, όπως και εκείνες του Κ.Δ., έναντι της Ελλάδας. Προς τούτο παρέπεμπε κυρίως στη συμφωνία Λονδίνου του 1953. Επίσης:
♦ Χρησιμοποίησε τη συμφωνία Βόννης του 1960 των 115 εκατ. μάρκων, ισχυριζόμενη ότι μ’ αυτά είχε αποζημιωθεί η Ελλάδα.
♦ Πρόβαλε τον ισχυρισμό ότι η Ελλάδα με τον Καραμανλή το 1959 και με τον Α. Παπανδρέου το 1965 είχε παραιτηθεί των αξιώσεών της. Τελικά τον Μάρτιο του 1967, με ρηματική της διακοίνωση, δέχθηκε ότι τέτοιες παραιτήσεις δεν είχαν γίνει.
Προφανώς η γερμανική πολιτική προκειμένου να αποφύγει τις επανορθωτικές της υποχρεώσεις, όπως και εκείνες του Κ.Δ., πρόβαλε έναντι της Ελλάδας επιχειρήματα ανακριβή μέχρι και ψευδή.
Μετά το 1990 προσπάθησε να αποφύγει την καταβολή των επανορθώσεων - αποζημιώσεων με το επιχείρημα ότι η συμφωνία των δύο Γερμανιών με τις τέσσερις Μ.Δ. των ζωνών κατοχής της Γερμανίας, γνωστής ως «2+4», στις 12.9.1990, δεν αποτελεί την οριστική συνθήκη ειρήνης. Όταν κι αυτό το επιχείρημα δεν άντεξε, τότε άρχισε να καταβάλει τις επανορθωτικές της οφειλές. Όμως απ’ αυτές εξαιρούσε την Ελλάδα. Έναντι της Ελλάδας πρόβαλε:
♦ Δεν μπορεί να εγερθεί επανορθωτική απαίτηση μετά πενήντα χρόνια από το τέλος του πολέμου. Ο πρώτος που πρόβαλε τη θέση αυτή ήταν ο Γερμανός ΥΠΕΞ Ντ. Γκένσερ στις 18.4.1991. Οι μετέπειτα πιστά τον αντέγραψαν12.
♦ Στη συνέχεια το γερμανικό υπ. Οικονομικών υποστήριζε ότι οι επανορθώσεις προς την Ελλάδα ρυθμίστηκαν με τη συμφωνία του Πότσνταμ. Προφανώς το γερμανικό υπ. Οικονομικών ήταν… αδιάβαστο. Διαφορετικά θα απέφευγε αυτή την απάντηση13.
♦ Επανέρχεται στην παραίτηση Καραμανλή, την οποία εκ νέου υποστηρίζει. Προφανώς ξεχνούσε τη δική της ρηματική διακοίνωση του Μαρτίου 1967, με την οποία δεχόταν ότι τέτοια παραίτηση δεν υπάρχει!
♦ Ρυθμίστηκαν με τη συμφωνία Λονδίνου του 1953.
♦ Έχουν ρυθμιστεί οριστικά με τη σύμβαση Βόννης του 1960 των 115 εκατ. μάρκων. Προφανώς η δημοκρατική ενωμένη Γερμανία ξεχνούσε όσα η Δυτ. Γερμανία είχε υπογράψει πριν από 35 χρόνια!
♦ Το θέμα έκλεισε με τις παροχές προς την Ελλάδα από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα και το ΝΑΤΟ, κύριος χρηματοδότης των οποίων ήταν η Γερμανία. Την καινοφανή (ουσιαστικά κενοφανή) αυτή θεωρία διατύπωσαν τέλη Νοεμβρίου του 1990 ο Γερμανός πρέσβης στην Αθήνα και ο γ. διευθυντής Νομικών Υποθέσεων του γερμανικού ΥΠΕΞ. Πέντε χρόνια αργότερα, στις 10.5.1995, θα την επαναλάμβανε ο Γερμανός ΥΠΕΞ14.
Στις 27.9.1975 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα απέρριπτε το γερμανικό επιχείρημα ως νομικά ανυπόστατο. Επιπλέον τόνιζε ότι οι ενισχύσεις δίδονται από τον κοινοτικό προϋπολογισμό, που χρηματοδοτείται από ίδιους πόρους και όχι από εισφορές των κρατών-μελών15. Ύστερα από τέσσερις μήνες το γερμανικό υπ. Οικονομικών θα επανερχόταν με το ίδιο επιχείρημα. Ήταν το μόνο που δεν είχε ακούσει τίποτα!
♦ Το ισχυρότερο όμως επιχείρημα η δημοκρατική ενωμένη Γερμανία το άφηνε τελευταίο: Δεν διαπραγματευόμαστε, δεν συζητάμε. Τουλάχιστον η φασιστική Γερμανία, έστω και τυπικά, συζητούσε και διαπραγματευόταν16.
Επομένως η Γερμανία ΜΟΝΟ στην Ελλάδα, όχι απλά αρνείται τις επανορθώσεις - αποζημιώσεις και το Κ.Δ., αλλά ακόμα αρνείται και τον διάλογο γι’ αυτά!!! Αυτό ίσως γιατί, όπως δήλωνε το 1991 ο καγκελάριος Κολ: «Οι Έλληνες ήταν ανάμεσα σε κείνους τους λαούς που πρώτοι άπλωσαν το χέρι τους προς εμάς τους Γερμανούς προσφέροντας συμφιλίωση… Οι Γερμανοί δεν πρόκειται ποτέ να ξεχάσουμε το άδικο που προξενήσαμε στην Ελλάδα… οι αναμνήσεις του παρελθόντος αποτελούν για μας υποχρέωση…»18.
Σημειώσεις
1. Για την Ελλάδα ο πόλεμος τελείωσε στις 9.5.1945. Η απελευθέρωση της Αθήνας είχε γίνει τις 12.10.1944, αλλά οι γερμανικές φρουρές παρέμεναν ακόμα στη Μήλο, στην Κρήτη και στα Δωδεκάνησα.
2. Τάσος Ηλιαδάκης, Οι επανορθώσεις και το γερμανικό κατοχικό δάνειο, εκδ. Δετοράκη, Αθήνα 1997, σ. 137-140 με την εκεί βιβλιογραφία.
3. Κ. Δοξιάδης, Θυσίες της Ελλάδος, αιτήματα και επανορθώσεις στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, Υπουργείο Ανοικοδόμησης, Αθήναι 1946, σ. 101.
Ηλιαδάκης, σ. 165, 166.
4. Δραγούμης Φ., Τα ελληνικά δίκαια στη Διάσκεψη της ειρήνης, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Θεσ/κη 1949, σ. 34, 35, 60, Δοξιάδης, ό.π., σ. 71, 109,
Λαμπίρης Ι., «Αι επανορθώσεις εις τα συνθήκας», Νέα Οικονομία, Τ5/ 1948, Καθημερινή, 6.9.1946, σ. 4.
5. Οι κατοχικές κυβερνήσεις με τον ν. 148/1941, με τις συμπληρώσεις και τροποποιήσεις αυτού μέχρι την κωδικοποίηση όλων αυτών στον ν. 353/1943 αποζημίωναν τους Γερμανούς, Ιταλούς και Αλβανούς υπηκόους για τις ζημιές που προκλήθηκαν σ’ αυτούς από την ιταλική επίθεση (28.10.1941) μέχρι το τέλος της κατοχής.
Για περισσότερα βλέπε: Ηλιαδάκης, ό.π., σ. 95, 96 και 296.
6. Δοξιάδης, ό.π., σ. 98, Ηλιαδάκης, ό.π., σ. 159, 160, 234.
7. Ηλιαδάκης, ό.π., σ. 233, 234.
8. Ηλιαδάκης, ό.π., σ. 209-210.
9. Ηλιαδάκης, ό.π., σ. 210,211.
10. Τη σύμβαση βλέπε: ΦΕΚ 24.8.1961, ΤΑ, α. φ. 133, σ. 1263 και Ηλιαδάκης, σ. 207 κ.ε.
11. Την επιστολή της γερμανικής πρεσβείας, βλέπε: Ηλιαδάκης, ό.π., σ. 308 Η επιστολή της γερμανικής πρεσβείας.
12. Ελευθεροτυπία, 16.5.1995, σ. 5, 23.5.1995, σ. 5, 30.9.1995, σ. 4 9.11.1995, σ. 11 Το γερμανικό υπ. Οικονομικών 10.11.1995, σ. 6, 13.11.1995, σ. 55 14.11.1995, Ο Γερμανός ΥΦΕΞ Χάρτμαν, 15.11.1995, σ. 21 13.1.1996, σ. 50 Ο Γερμανός ΥΠΕΞ, Κλ. Κλίνγκελ
13. Ηλιαδάκης, ό.π., σ. 249.
14. Ελευθεροτυπία, 16.5.1995, σ. 5 και 23.5.1995, σ. 5.
15. Καθημερινή, 28.9.1995, σ. 1 Η απόρριψη από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή
16. Ελευθεροτυπία, 16.5.1995, σ. 5, 13.1.1996, σ. 50.
17. Απάντηση του γερμανικού ΥΠΕΞ, στις 10.5.1995, σε ερώτηση συνεργάτη της Ελευθεροτυπίας σχετικά με τις επανορθώσεις.
Ελευθεροτυπία, 16.5.1995, σ. 5.
18. Ελευθεροτυπία, 22.5.1991, σ. 7 Ο Χ. Κολ κατά την επέτειο της μάχης της Κρήτης τον Μάιο του 1991.
* Δρ Κοινωνιολογίας, Πολιτειολόγος, Μαθηματικός
topontiki.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου