Η Ελλάδα είναι μια πολύ περίεργη χώρα. Μπορεί να μπασταρδέψει τα
πάντα. Το κάνει και στις ιδεολογίες. Νεοφιλελεύθερος σοσιαλισμός,
συμβιβασμένη Αριστερά, κρατικός καπιταλισμός.
Γι’ αυτό και δεν είναι περίεργο... που οι πολίτες αυτής της χώρας κουτουλάνε σα ζαλισμένα κοτόπουλα. Νομίζουν ότι είναι σοσιαλιστές και ξαφνικά βρίσκονται να ταυτίζονται με τους ακροδεξιούς. Θέλουν να γίνουν αριστεροί, αλλά ανακαλύπτουν ότι πρώτα θα πρέπει αποδεχτούν το ρόλο του πολιτικού βασταρούχα. Θέλουν να λένε ότι είναι νεοφιλελεύθεροι, αλλά ξαφνικά εξευτελίζονται ουρλιάζοντας «μα επιτέλους, που είναι το Κράτος;».
Πρόσφατο παράδειγμα αυτού του παραλογισμού, οι ελληνικές τράπεζες. Επί χρόνια είχαν διαμορφώσει το δικό τους πλαίσιο λειτουργίας, δημιουργώντας ένα καθαρά καπιταλιστικό περιβάλλον, όπου η αγορά ήταν εντελώς ελεύθερη να λειτουργήσει και το Κράτος δεν είχε καμιά δουλειά να μπλέκεται στα πόδια της.
Οι τράπεζες λειτουργούν ως νόμιμοι τοκογλύφοι, «αγοράζοντας» χρήμα με επιτόκιο 1% και «πουλώντας» το στους πελάτες τους με επιτόκιο 20%. Το Κράτος απέναντι σε αυτή την τοκογλυφία δεν παρενέβη ποτέ, σεβόμενο τον τραπεζικό καπιταλισμό και ασπαζόμενο το νόμο της ελεύθερης αγοράς που λέει ότι εφόσον οι τραπεζίτες παίρνουν τα ρίσκα τους και αναλαμβάνουν τις ευθύνες τους, μπορούν να κερδίζουν ανενόχλητοι όσα θέλουν, καθώς μπορεί και να χάσουν τα πάντα από άστοχες κινήσεις.
Δεν ήταν ζούγκλα, λοιπόν, η ελεύθερη αγορά. Για τους καπιταλιστές τραπεζίτες υπήρχαν νόμοι αυστηροί. Οι νεοφιλελεύθεροι τούς στήριζαν και, μάλιστα, ορμούσαν να φάνε ζωντανό όποιον τολμούσε να αμφισβητήσει τη λειτουργία αυτής της ελεύθερης αγοράς.
Και κάπου εδώ ξεκινά το ανέκδοτο. Το Κράτος από την αρχή της κρίσης ενίσχυσε σταδιακά τις τράπεζες με το ποσό των 120 δισεκατομμυρίων ευρώ με διάφορες μορφές και την «υπόσχεση» από την πλευρά των τραπεζιτών ότι μεγάλο μέρος αυτών των χρημάτων θα «ξαναπέσουν» στην αγορά.
Φυσικά το δεύτερο δεν έγινε ποτέ, η αγορά στέγνωσε ακόμη περισσότερο, η ύφεση ξεπέρασε κάθε προσδοκία και τα 120 δισ. του Κράτους –δηλαδή των φορολογούμενων – έμειναν στις τράπεζες.
Να διευκρινίσω ότι αναφέρομαι μόνο στα ποσά που δόθηκαν ως εγγυήσεις στις τράπεζες, για να δανειστούν φτηνά και να ξαναπουλήσουν ακριβά. Τα 120 δισεκατομμύρια ευρώ γίνονται ακόμη περισσότερα, από τις άλλες μορφές ενίσχυσης που δέχτηκαν οι τράπεζες από το Δημόσιο.
Στη συνέχεια, το Κράτος μέσω του υπουργού Οικονομικών αποφάσισε πως σε μία νύχτα θα έπρεπε να σώσει μία ιδιωτική τράπεζα, την PROTON BANK, επειδή έγινε μια κομπίνα στα εσωτερικά της.
Σήμερα, το Κράτος ετοιμάζεται να υπογράψει μία νέα δανειακή σύμβαση με σκοπό να δώσει –αρχικά – ακόμη 30 δισ. ευρώ στις τράπεζες, ώστε να ανακεφαλοποιήσουν το «κούρεμα» που θα υποστούν τα ομόλογά τους. Ουσιαστικά, δηλαδή, το Κράτος φροντίζει να δανειστούμε με τοκογλυφικούς όρους όλοι οι πολίτες κι ο καθένας ξεχωριστά, υποθηκεύοντας το μέλλον της σημερινής και τουλάχιστον άλλων δύο γενιών για να πληρώσει τις ζημιές που θα έχουν οι τράπεζες εξ αιτίας των λανθασμένων κινήσεων και επενδύσεων που έκαναν.
Εν ολίγοις, οι τράπεζες, αυτή η αφρόκρεμα του καπιταλισμού που δεν επιτρέπει στο Κράτος να παρέμβει στη λειτουργία τους και στα καρτέλ τους, απαιτεί και παίρνει από το Κράτος 150 δισεκατομμύρια ευρώ.
Σε μία χώρα με αξιοπρεπείς και σοβαρούς νεοφιλελεύθερους, αυτό θα αποτελούσε αιτία για να κάνουν όλοι τους δημόσια χαρακίρι. Αντ’ αυτού, τριγυρνούν σε ΜΜΕ και social media συνεχίζοντας υπερήφανοι να υπερασπίζονται τη σωτηρία των τραπεζών από το Κράτος, με τα χρήματα πολιτών που χάνουν τα πάντα.
Δεν είναι το «θράσος του ηλίθιου». Είναι το θράσος του κρατικοδίαιτου καπιταλιστή που ξέρει ότι δε θα κινδυνέψει ποτέ. Είναι το θράσος αυτών που υπερασπίστηκαν την πολιτική που μας έφτασε ως εδώ και τώρα θεωρούν σωστό να θυσιαστούμε όλοι για να μην κινδυνέψει η δική τους ύπαρξη. Ναι, είναι σιχαμερό και τρισάθλιο αυτό που γίνεται. Είναι παρανοϊκό. Όμως καθόμαστε και το ανεχόμαστε.
Ο κ. Λουκάς Παπαδήμος, «υποτίθεται» ότι αυτές τις στιγμές «αγωνίζεται» για να αποκτήσει η χώρα ένα βιώσιμο χρέος με όρους που δε θα είναι απεχθείς. Είναι γελοία όλη αυτή η εικόνα που έχει δημιουργηθεί.
Ο κ. Λουκάς Παπαδήμος το μόνο που προσπαθεί να κάνει είναι να σώσει τις τράπεζες και τους τραπεζίτες, αλλά και να εξασφαλίσει τα χρήματα των δανειστών μας. Για καμία χώρα δεν παλεύει ο κ. Παπαδήμος.
Προσπαθεί να συντηρήσει τον παραλογισμό της αυξανόμενης κερδοφορίας των τραπεζών μιας χώρας που έχει καταρρεύσει οικονομικά. Δε συζητά κανείς για την τραγική κατάσταση στη Δημόσια Παιδεία, για τις ελλείψεις στη Δημόσια Υγεία, για τους πολίτες που εξαθλιώνονται καθημερινά.
Ο κ. Παπαδήμος δε νοιάζεται για τίποτε απ’ όλα αυτά. Τον ενδιαφέρει να διασωθεί το τραπεζικό σύστημα. Μαγκιά του. Τη δουλειά του την κάνει μια χαρά και, μάλιστα, με τη στήριξη των τριών κομμάτων που συμμετέχουν στην κυβέρνησή του.
Κανένα από τα κόμματα που συγκυβερνούν, δεν απαίτησε από τον κ. Παπαδήμο, πριν διαπραγματευτεί το νέο Μνημόνιο να διαπραγματευτεί με τις ελληνικές τράπεζες και τους τραπεζίτες.
Να τους ζητήσει ανταλλάγματα για τα 30 δισ. που θα χρεωθούμε εμείς. Να απαιτήσει μικρότερα επιτόκια δανεισμού, διαγραφές δανείων, συγκεκριμένους ρυθμούς επαναδανειοδοτήσεων με καλύτερους όρους για επαγγελματίες και νοικοκυριά.
Έτσι, για τα μάτια του κόσμου και την “υγεία της ελεύθερης αγοράς”. Για να μην καταρρεύσει ο μύθος του καπιταλισμού. Για να υποκριθούν ότι δεν υπάρχει μονόπλευρη σχέση συμφέροντος. Ότι δε διοικούν οι τραπεζίτες. Δεν τους νοιάζουν όμως ούτε καν τα προσχήματα. Είπαμε, τη δουλειά τους κάνουν.
Εμείς, όμως; Τι ακριβώς κάνουμε παρακολουθώντας αδιαμαρτύρητα όλο αυτό το ξεπούλημα της χώρας και την υποθήκευση της ζωής μας; Υπάρχει η περίπτωση να έχουμε κοινές αγωνίες με τον κ. Παπαδήμο, τους νεοφιλελεύθερους και τους τραπεζίτες; Μήπως τελικά είμαστε όλοι καπιταλιστές; Ή μαλάκες; Ας διαλέξουμε.
Γι’ αυτό και δεν είναι περίεργο... που οι πολίτες αυτής της χώρας κουτουλάνε σα ζαλισμένα κοτόπουλα. Νομίζουν ότι είναι σοσιαλιστές και ξαφνικά βρίσκονται να ταυτίζονται με τους ακροδεξιούς. Θέλουν να γίνουν αριστεροί, αλλά ανακαλύπτουν ότι πρώτα θα πρέπει αποδεχτούν το ρόλο του πολιτικού βασταρούχα. Θέλουν να λένε ότι είναι νεοφιλελεύθεροι, αλλά ξαφνικά εξευτελίζονται ουρλιάζοντας «μα επιτέλους, που είναι το Κράτος;».
Πρόσφατο παράδειγμα αυτού του παραλογισμού, οι ελληνικές τράπεζες. Επί χρόνια είχαν διαμορφώσει το δικό τους πλαίσιο λειτουργίας, δημιουργώντας ένα καθαρά καπιταλιστικό περιβάλλον, όπου η αγορά ήταν εντελώς ελεύθερη να λειτουργήσει και το Κράτος δεν είχε καμιά δουλειά να μπλέκεται στα πόδια της.
Οι τράπεζες λειτουργούν ως νόμιμοι τοκογλύφοι, «αγοράζοντας» χρήμα με επιτόκιο 1% και «πουλώντας» το στους πελάτες τους με επιτόκιο 20%. Το Κράτος απέναντι σε αυτή την τοκογλυφία δεν παρενέβη ποτέ, σεβόμενο τον τραπεζικό καπιταλισμό και ασπαζόμενο το νόμο της ελεύθερης αγοράς που λέει ότι εφόσον οι τραπεζίτες παίρνουν τα ρίσκα τους και αναλαμβάνουν τις ευθύνες τους, μπορούν να κερδίζουν ανενόχλητοι όσα θέλουν, καθώς μπορεί και να χάσουν τα πάντα από άστοχες κινήσεις.
Δεν ήταν ζούγκλα, λοιπόν, η ελεύθερη αγορά. Για τους καπιταλιστές τραπεζίτες υπήρχαν νόμοι αυστηροί. Οι νεοφιλελεύθεροι τούς στήριζαν και, μάλιστα, ορμούσαν να φάνε ζωντανό όποιον τολμούσε να αμφισβητήσει τη λειτουργία αυτής της ελεύθερης αγοράς.
Και κάπου εδώ ξεκινά το ανέκδοτο. Το Κράτος από την αρχή της κρίσης ενίσχυσε σταδιακά τις τράπεζες με το ποσό των 120 δισεκατομμυρίων ευρώ με διάφορες μορφές και την «υπόσχεση» από την πλευρά των τραπεζιτών ότι μεγάλο μέρος αυτών των χρημάτων θα «ξαναπέσουν» στην αγορά.
Φυσικά το δεύτερο δεν έγινε ποτέ, η αγορά στέγνωσε ακόμη περισσότερο, η ύφεση ξεπέρασε κάθε προσδοκία και τα 120 δισ. του Κράτους –δηλαδή των φορολογούμενων – έμειναν στις τράπεζες.
Να διευκρινίσω ότι αναφέρομαι μόνο στα ποσά που δόθηκαν ως εγγυήσεις στις τράπεζες, για να δανειστούν φτηνά και να ξαναπουλήσουν ακριβά. Τα 120 δισεκατομμύρια ευρώ γίνονται ακόμη περισσότερα, από τις άλλες μορφές ενίσχυσης που δέχτηκαν οι τράπεζες από το Δημόσιο.
Στη συνέχεια, το Κράτος μέσω του υπουργού Οικονομικών αποφάσισε πως σε μία νύχτα θα έπρεπε να σώσει μία ιδιωτική τράπεζα, την PROTON BANK, επειδή έγινε μια κομπίνα στα εσωτερικά της.
Σήμερα, το Κράτος ετοιμάζεται να υπογράψει μία νέα δανειακή σύμβαση με σκοπό να δώσει –αρχικά – ακόμη 30 δισ. ευρώ στις τράπεζες, ώστε να ανακεφαλοποιήσουν το «κούρεμα» που θα υποστούν τα ομόλογά τους. Ουσιαστικά, δηλαδή, το Κράτος φροντίζει να δανειστούμε με τοκογλυφικούς όρους όλοι οι πολίτες κι ο καθένας ξεχωριστά, υποθηκεύοντας το μέλλον της σημερινής και τουλάχιστον άλλων δύο γενιών για να πληρώσει τις ζημιές που θα έχουν οι τράπεζες εξ αιτίας των λανθασμένων κινήσεων και επενδύσεων που έκαναν.
Εν ολίγοις, οι τράπεζες, αυτή η αφρόκρεμα του καπιταλισμού που δεν επιτρέπει στο Κράτος να παρέμβει στη λειτουργία τους και στα καρτέλ τους, απαιτεί και παίρνει από το Κράτος 150 δισεκατομμύρια ευρώ.
Σε μία χώρα με αξιοπρεπείς και σοβαρούς νεοφιλελεύθερους, αυτό θα αποτελούσε αιτία για να κάνουν όλοι τους δημόσια χαρακίρι. Αντ’ αυτού, τριγυρνούν σε ΜΜΕ και social media συνεχίζοντας υπερήφανοι να υπερασπίζονται τη σωτηρία των τραπεζών από το Κράτος, με τα χρήματα πολιτών που χάνουν τα πάντα.
Δεν είναι το «θράσος του ηλίθιου». Είναι το θράσος του κρατικοδίαιτου καπιταλιστή που ξέρει ότι δε θα κινδυνέψει ποτέ. Είναι το θράσος αυτών που υπερασπίστηκαν την πολιτική που μας έφτασε ως εδώ και τώρα θεωρούν σωστό να θυσιαστούμε όλοι για να μην κινδυνέψει η δική τους ύπαρξη. Ναι, είναι σιχαμερό και τρισάθλιο αυτό που γίνεται. Είναι παρανοϊκό. Όμως καθόμαστε και το ανεχόμαστε.
Ο κ. Λουκάς Παπαδήμος, «υποτίθεται» ότι αυτές τις στιγμές «αγωνίζεται» για να αποκτήσει η χώρα ένα βιώσιμο χρέος με όρους που δε θα είναι απεχθείς. Είναι γελοία όλη αυτή η εικόνα που έχει δημιουργηθεί.
Ο κ. Λουκάς Παπαδήμος το μόνο που προσπαθεί να κάνει είναι να σώσει τις τράπεζες και τους τραπεζίτες, αλλά και να εξασφαλίσει τα χρήματα των δανειστών μας. Για καμία χώρα δεν παλεύει ο κ. Παπαδήμος.
Προσπαθεί να συντηρήσει τον παραλογισμό της αυξανόμενης κερδοφορίας των τραπεζών μιας χώρας που έχει καταρρεύσει οικονομικά. Δε συζητά κανείς για την τραγική κατάσταση στη Δημόσια Παιδεία, για τις ελλείψεις στη Δημόσια Υγεία, για τους πολίτες που εξαθλιώνονται καθημερινά.
Ο κ. Παπαδήμος δε νοιάζεται για τίποτε απ’ όλα αυτά. Τον ενδιαφέρει να διασωθεί το τραπεζικό σύστημα. Μαγκιά του. Τη δουλειά του την κάνει μια χαρά και, μάλιστα, με τη στήριξη των τριών κομμάτων που συμμετέχουν στην κυβέρνησή του.
Κανένα από τα κόμματα που συγκυβερνούν, δεν απαίτησε από τον κ. Παπαδήμο, πριν διαπραγματευτεί το νέο Μνημόνιο να διαπραγματευτεί με τις ελληνικές τράπεζες και τους τραπεζίτες.
Να τους ζητήσει ανταλλάγματα για τα 30 δισ. που θα χρεωθούμε εμείς. Να απαιτήσει μικρότερα επιτόκια δανεισμού, διαγραφές δανείων, συγκεκριμένους ρυθμούς επαναδανειοδοτήσεων με καλύτερους όρους για επαγγελματίες και νοικοκυριά.
Έτσι, για τα μάτια του κόσμου και την “υγεία της ελεύθερης αγοράς”. Για να μην καταρρεύσει ο μύθος του καπιταλισμού. Για να υποκριθούν ότι δεν υπάρχει μονόπλευρη σχέση συμφέροντος. Ότι δε διοικούν οι τραπεζίτες. Δεν τους νοιάζουν όμως ούτε καν τα προσχήματα. Είπαμε, τη δουλειά τους κάνουν.
Εμείς, όμως; Τι ακριβώς κάνουμε παρακολουθώντας αδιαμαρτύρητα όλο αυτό το ξεπούλημα της χώρας και την υποθήκευση της ζωής μας; Υπάρχει η περίπτωση να έχουμε κοινές αγωνίες με τον κ. Παπαδήμο, τους νεοφιλελεύθερους και τους τραπεζίτες; Μήπως τελικά είμαστε όλοι καπιταλιστές; Ή μαλάκες; Ας διαλέξουμε.
kartesios.com
listonplace.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου