Δευτέρα 14 Νοεμβρίου 2011

«Βλέπω, άρα εγκρίνω» Η ηθική των ηλεκτρονικών ΜΜΕ


«Βλέπω, άρα εγκρίνω» Η ηθική των ηλεκτρονικών ΜΜΕΣυγγραφή: Παναγιώτης Πέρρος (ΜΔΕ Ηθικής Φιλοσοφίας, Υπ. δρ. Φιλοσοφίας Παν/μίου Αθηνών)
Η οικοδόμηση μιας νέας πραγματικότητας
Οι τελευταίες δεκαετίες και η έξαρση της χρήσης των ηλεκτρονικών μέσων μαζικής ενημέρωσης φέρνει διαυγέστερα στην επιφάνεια γνωσιολογικά και ηθικά προβλήματα, τα οποία μέχρι πρότινος, μολονότι υπήρχαν, δεν γίνονταν αμέσως καταληπτά από την απλή παρατήρηση ενός σκεπτόμενου ανθρώπου. Τα ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης δρουν ως παράγοντες...
εμφατικοί κάποιων εγγενών προβλημάτων της ανθρώπινης κοινωνίας, αλλά και της ατομικής ιδιαιτερότητας του κάθε πολίτη. Αυτή η θεώρηση από μόνη της ως ένα σημείο μπορεί να εκληφθεί από ορισμένους ως «απενοχοποιητική» για τα σύγχρονα ΜΜΕ, καθώς αυτά από μόνα τους δεν αποτελούν τη ρίζα των σημαντικότερων προβλημάτων μας. Ωστόσο, επειδή ακριβώς δρουν ως παράγοντες που δίνουν έμφαση στο κακό, κάνοντάς το χειρότερο, αλλά και στο καλό, κάνοντάς το καλύτερο, μας φέρνουν ξεκάθαρα ενώπιον των ευθυνών μας. Τώρα πλέον δεν έχουμε την πολυτέλεια να αγνοήσουμε προβλήματα που μέχρι σήμερα δεν θα μπορούσαν να μας αγγίξουν. Τώρα πλέον ο ηλεκτρονικός τρόπος επικοινωνίας απλώνεται σε πολλαπλούς τομείς της ζωής, σε ψυχαγωγία, καθημερινή πρακτική και εργασία, οδηγώντας μας σε προβληματισμό πάνω σε ζητήματα που μέχρι σήμερα δεν μας απασχολούσαν (Ariss et al, 2002). Πέρα από αυτό όμως, μήπως και η αλλαγή των διαστάσεων της αξιολογικής και περιγραφικής πραγματικότητας, αποτελεί στη βάση της ένα σημαντικό πρόβλημα;
Η τόσο κραυγαλέα διάδοση των ηλεκτρονικών ΜΜΕ λειτουργεί ως καταλύτης που μπορεί εύκολα να άρει την απροθυμία συλλογισμού πάνω σε ένα ευρέως προβαλλόμενο πρόβλημα ή φαινόμενο. Το γεγονός αυτό πολλές φορές τυγχάνει εκμετάλλευσης από το ίδιο το μέσο με ιδιοτελείς σκοπούς, πράγμα σύνηθες στις ανταγωνιστικές εμπορικές επιχειρήσεις μιας δυτικής κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας. Έτσι για παράδειγμα, η υπερβολική έμφαση σε ένα πρόβλημα ή φαινόμενο, το οποίο, απόντων των μέσων ενημέρωσης, θα ήταν ήσσονος σημασίας, δημιουργεί μία νέας μορφής πραγματικότητα, όπου και το πιο ασήμαντο πράγμα, μπορεί να πάρει τερατώδεις διαστάσεις. Επομένως ο εμφατικός ρόλος των ΜΜΕ, μολονότι τις περισσότερες φορές δεν αλλοιώνει την αξιολογική ουσία ενός προβλήματος ή φαινομένου (κάτι που θεωρείται κοινώς κακό, τις περισσότερες φορές εξακολουθεί και αντιμετωπίζεται ως τέτοιο), αλλοιώνοντας της διαστάσεις του, δημιουργεί μια νέα πραγματικότητα, ένα νέο στερέωμα ιδεών, αντιλήψεων, προτύπων και τρόπων ζωής (Kubey, 1990). Ενώ δηλαδή η λέξη «ενημέρωση» εξορισμού πηγάζει από την εμπειρική πραγματικότητα και την περιγραφική της ανάλυση, τώρα μεταλλάσσεται σε κάτι άλλο, ξένο από την ουσία της: την καλλιέργεια νέων τάσεων και συνηθειών, την αλλαγή του τρόπου αντίληψης για τα πράγματα, την ολοκληρωτική οικοδόμηση ενός νέου κόσμου, μιας νέας πραγματικότητας (Bourdieu, 2001). Επειδή μάλιστα η εμπορική φύση των μεγαλύτερων ηλεκτρονικών μέσων ενημέρωσης είναι δεδομένη, ο ανταγωνισμός οδηγεί σε μια στενή παρακολούθηση του ενός ηλεκτρονικού μέσου στο άλλο, πράγμα που οδηγεί στην υιοθέτηση μιας γραπτής ή άγραφης νόρμας που καθορίζει κοινές στρατηγικές και ομογενοποιήσεις που αφορούν τη λειτουργία και τη δράση τους, παγιώνοντας νοοτροπίες: Αν κάποια μικρά αγόρια αφεθούν να παρακολουθήσουν συστηματικά τηλεοπτικές παραγωγές οι οποίες προβάλλουν έντονα το στοιχείο της βίας εναντίον των γυναικών σε καθημερινή πρακτική, έχει αποδειχθεί πειραματικά εδώ και κάποιες δεκαετίες (Malamuth, et al, 1981) ότι θα αλλάξουν στάση συμπεριφοράς και θα κατευθυνθούν προς την αποδοχή των προτύπων αυτών βίας. Αν το πείραμα αυτό ήταν ικανό να δώσει τέτοιο αποτέλεσμα πριν μερικές δεκαετίες, οπότε και τα τεχνολογικά μέσα της εποχής δεν ήταν ιδιαιτέρως εξελιγμένα, εικάζουμε ότι σήμερα, με την συμβολή της τεχνολογικής εξέλιξης στη δημιουργία μεγάλων και εντυπωσιακών τηλεοπτικών παραγωγών, θα είχαμε αποκομίσει σαφώς μεγαλύτερα και φανατικότερα ποσοστά έγκρισης της βίας κατά των γυναικών από τα νεαρά αγόρια. Κάτι που προβάλλεται έντονα και εμφατικά από ένα ηλεκτρονικό μέσο ενημέρωσης, δεν θα αργήσει να αποκτήσει και το ανάλογο κοινό που θα αποδεχτεί και θα εναρμονιστεί με τη νέα αυτή συνήθεια της υπερβολής και των ακροτήτων.
Το νέο στερέωμα που εγκαθιδρύεται μέσα από τα ηλεκτρονικά ΜΜΕ έρχεται να νοηματοδοτήσει εκ νέου θεματικές περιοχές της ανθρώπινης σκέψης και δραστηριότητας. Αυτό συμβαίνει ακόμα και στο επίπεδο των επιστημών. Πολλές φορές παρατηρείται η προσπάθεια «εκλαΐκευσης» ενός επιστημονικού αντικειμένου, το οποίο, υπό τη νέα, απλουστευμένη του μορφή, φιλοδοξεί να καταστεί εύληπτο στον μέσο τηλεθεατή, στον μέσο ακροατή μιας εκπομπής. Η εκλαΐκευση αυτή φυσικά είναι δυνατόν να προσδώσει στο θεματικό αντικείμενο μιας επιστήμης μια γενικότερη δημοφιλία στην κοινωνία. Σύμφωνα με μια λογική, κάτι που ήταν κλεισμένο σε βιβλία και πανεπιστημιακές αίθουσες, κάτι που ήταν περιορισμένο σε λίγους και «εκλεκτούς», τώρα πλέον γίνεται υπόθεση οποιουδήποτε ενδιαφέρεται γι αυτό. Ωστόσο, αυτό συμβαίνει μόνο κατά τα φαινόμενα. Η ουσία βρίσκεται στον τρόπο της εκλαΐκευσης αυτής και στο τελικό αποτέλεσμα. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα που μας αφορά εν προκειμένω είναι εκείνο της επιστήμης της ψυχιατρικής και της ψυχολογίας. Ολοένα και περισσότερο, σε θέματα εκπομπών που αφορούν προβλήματα προσωπικού χαρακτήρα, κάνουν την εμφάνισή τους (στην καλύτερη των περιπτώσεων) ειδικοί της ψυχικής υγείας που επιδιώκουν να τεκμηριώσουν την επιστημονική τους άποψη επιδιώκοντας τη λύση σε ένα πρόβλημα που τους παραδίδεται δημόσια. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, είναι φυσικό και επόμενο, οι επιστήμες της ψυχικής υγείας να αποκτήσουν δημοφιλία σε ένα ευρύτερο κοινό. Ενδέχεται επίσης, ο μέσος τηλεθεατής, θεωρώντας ότι κάποιο πιθανό δικό του πρόβλημα ομοιάζει προς την κατάσταση που παρακολουθεί στην τηλεόραση, να αποφανθεί ότι η λύση που προβάλλεται μέσω του ηλεκτρονικού μέσου είναι και η ενδεδειγμένη για τη δική του περίπτωση. Ωστόσο, όπως ομολογείται στην ιατρική κοινότητα, η ρίζα των ηθικών και επιστημονικών προβλημάτων που ανακύπτουν σε τέτοιες περιπτώσεις είναι: «Η παροχή διαγνωστικών και θεραπευτικών συμβουλών που βασίζονται σε ένα (φυσιολογικά) ελλιπές-ανακριβές ιστορικό και δημιουργούν στον τηλεθεατή-"ασθενή" μια "ψευδαίσθηση" αντιμετώπισης του προβλήματος του, καλλιεργώντας ταυτόχρονα μια στρεβλή εντύπωση αναφορικά με την ψυχοπαθολογία, την αιτιολογία της και την αντιμετώπιση της και β) η διατήρηση ή και αύξηση του φόβου που ήδη υπάρχει στο πλατύ κοινό απέναντι στον ψυχιατρικό άρρωστο και η συνέχιση της απομόνωσης του μέσα από μια διαδικασία στιγματισμού.» (Δημέλλης, 2004). Όπως γίνεται κατανοητό, η δημοφιλία και η «εκλαΐκευση» από μόνη της δεν είναι παράγοντες που είναι σε θέση να προωθήσουν την επιστημονική διαδικασία. Τα ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης φαίνεται ότι χρειάζονται να περάσουν αρκετές παραδεδομένες κλασικές έννοιες μέσα από ένα εννοιολογικό «άλεσμα», προκειμένου να δημιουργήσουν με το υλικό που θα εξαχθεί τη νέα τους πραγματικότητα.

Η ηθική της πρόκλησης και οι εννοιολογικές παρεξηγήσεις
H ενίσχυση της νέας αυτής πραγματικότητας αποκτά μια ικανή συσπείρωση, έτοιμη να κυβερνήσει πληθυσμούς και να εμφυτεύσει νέες ηθικές (Hawkins, 2001), έτοιμη να ισοπεδώσει οποιαδήποτε απόκλιση, οποιαδήποτε εναλλακτική αντιμετώπιση των πραγμάτων σε ατομικό ή μικρότερο συλλογικό επίπεδο: Αν η δημόσια έκθεση ενός σοβαρού προσωπικού προβλήματος οδηγεί σε εμπορική επιτυχία, γιατί να χρησιμοποιείται ως προϊόν μόνο από το άλφα ανταγωνιστικό κανάλι και όχι και από το βήτα; Και αν αυτό εξελίσσεται προσοδοφόρο για όλους, γιατί να μην καθοριστεί άτυπα μια τηλεοπτική ζώνη κατά τη διάρκεια της ημέρας όπου όλα τα κανάλια θα επιδίδονται στην μετάδοση τέτοιων προϊόντων; Τι είναι αυτό που θα μπορούσε να τα εμποδίσει από έναν πλουτισμό βασισμένο σε μια εύκολη και έτοιμη προϊοντική φόρμουλα; Ακόμα και τα πιο απλά σκεπτικά της συνεχούς παρακολούθησης της ιδιωτικής ζωής κάποιων ανθρώπων σε καθημερινή βάση
-reality tv- (Biressi et al, 2006) (Hill, 2005) (Jermyn et al, 2004) έχουν εξελιχθεί πλέον σε πατέντες και ακριβοπληρωμένες «ιδέες» που αναπαράγονται στο ακέραιο από πολλά ανταγωνιστικά τηλεοπτικά κανάλια.   Αφού ο σκοπός του ευκαιριακού πλουτισμού των μέσων ενημέρωσης είναι δυνατόν να οδηγήσει ακόμα και στη δημιουργία μιας νέας πραγματικότητας (έστω και μέσα από το άλεσμα όπως είδαμε δεδομένων της ήδη υπάρχουσας πραγματικότητας), πόσο εύκολα μπορεί να οδηγήσει τους ανθρώπους που συμμετέχουν ενεργά σε αυτή τη διαδικασία σε αλλαγή της ηθικής τους στάσης και στην υιοθέτηση ηθικών θεωριών που μέχρι πρότινος τους ήταν παντελώς άγνωστες;
Όταν παρουσιάζεται έλλειψη προθυμίας άμεσης χρηματοδότησης ακόμα και επιμορφωτικών εκπομπών για παιδιά (Brown, 2002) με κύρια επιχειρηματολογία την αδυναμία αποκομιδής άμεσου κέρδους και την προσωρινή έλλειψη πόρων, τότε το πρόβλημα γίνεται ακόμα μια ανάγλυφο. Θα μπορούσε κάποιος να κάνει μια καλή αρχή προς την κατεύθυνση μιας πειστικής απάντησης των παραπάνω ερωτημάτων υποστηρίζοντας ότι η βάση της ουσιαστικής επιτυχίας ενός μέσου ενημέρωσης δεν μπορεί να τεθεί αποκλειστικά ευκαιριακά. Στο ανταγωνιστικό εμπορικό πλαίσιο όπου δύσκολα επιβιώνει κάποιο μέσο, η άντληση ευκαιριακών ωφελημάτων δεν είναι το ζητούμενο. Ο καιροσκοπισμός δεν οδηγεί σε παγίωση μιας κατάστασης ευημερίας. Μετά από πρόσφατες έρευνες που διεξήχθησαν στο τηλεοπτικό κοινό της Κορέας (Rhee et al. 2007) δηλώνεται ξεκάθαρα ότι εκείνο που χρειάζεται ένα μέσο ενημέρωσης για να έχει υγιή διάρκεια στο χρόνο είναι να αξιολογείται συνειδητά θετικά από όσο το δυνατόν μεγαλύτερο κομμάτι του πληθυσμού. H ικανοποίηση που βασίζεται στην αποκομιδή θετικής αξιολόγησης από τον μέσο θεατή και ακροατή είναι εκείνη κυρίως που θα προσδώσει σε ένα μέσο ενημέρωσης σωστές κατευθυντήριες γραμμές προς την παγίωση και την επιτυχία. Αν ο μέσος θεατής εκτιμήσει θετικά την ποιότητα για παράδειγμα των τηλεοπτικών προϊόντων συγκεκριμένου τηλεοπτικού καναλιού, δεν θα αργήσει να θεωρήσει το κανάλι αυτό ακόμα και ως φορέα πολιτισμού. Το γεγονός αυτό μπορεί βραχυπρόθεσμα να μην επιφέρει τα οικονομικά οφέλη που ένας καναλάρχης θα ονειρευόταν, αλλά μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα σίγουρα δεν θα βγει χαμένο. Ωστόσο, η υπομονή και η επίμονη, επίπονη προσπάθεια προς την κατεύθυνση της ποιοτικής βελτίωσης και της αποκομιδής θετικής αποτίμησης από την πλευρά του κοινού, παρουσιάζεται ως ελάχιστος και ανίσχυρος δελεαστικός παράγοντας που θα ωθήσει έναν
–προς το παρόν- καιροσκόπο προς τη δέουσα κατεύθυνση. Η αποκομιδή της εμπιστοσύνης του κοινού οδηγεί στην αύξηση του κύρους της κοινωνικής υπευθυνότητας ενός επιχειρησιακού οργανισμού (Caldwell et al, 2005) οδηγώντας τον συνεπώς σε μία οικονομικώς ωφέλιμη αναπτυξιακή πορεία.
Ένας καιροσκόπος καναλάρχης, προκειμένου να εκτιμήσει ότι η πορεία ενός καναλιού είναι ικανοποιητική, θα αρκεστεί απλά σε κάποια υψηλά ποσοστά τηλεθέασης, χωρίς να λαμβάνει διόλου υπόψη του το γεγονός ότι είναι πολύ πιθανό η συντριπτική πλειοψηφία των τηλεθεατών του να θεωρούν το προϊόν υψηλής τηλεθέασης ως κοινό σκουπίδι. Μα αν κάποιος βγει γυμνός στην Πλατεία Συντάγματος χορεύοντας σε κάποιο διονυσιακό ρυθμό κρατώντας δεκάδες τσαμπιά σταφύλια, θα προκαλέσει στον περίγυρό του τα βλέμματα της συντριπτικής πλειοψηφίας των ανθρώπων. Ακόμα και πυροβολισμοί αν ακουστούν, ακόμα και δολοφονίες αν διαπραχθούν δημόσια, όλα αυτά θα τραβήξουν τα βλέμματα των παρευρισκομένων ανθρώπων. Όλες αυτές οι προκλήσεις αποσπούν το ανθρώπινο βλέμμα, δημιουργούν «υψηλές τηλεθεάσεις» γιατί αποτελούν πρόκληση. Στην πρόκληση το ανθρώπινο βλέμμα, η ανθρώπινη περιέργεια δύσκολα αντιστέκεται. Και αυτό αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα του ανθρώπου, γνωστό και από τη ρήση του Αριστοτέλους: «Πάντες άνθρωποι του ειδέναι ορέγονται φύσει» (Αριστοτέλης, Μεταφυσικά). Το ότι οι άνθρωποι όμως έχουν μια φυσική τάση προς ικανοποίηση της περιέργειάς τους, δεν σημαίνει αυτόματα ότι εγκρίνουν και το αντικείμενο της περιέργειάς τους. Αν παρακολουθήσουν έναν δολοφόνο, ή έναν δημόσιο γυμνιστή (χωρίς φυσικά να θέλουμε να εξισώσουμε αξιολογικά τις δύο αναφερόμενες ιδιότητες), θα είναι επειδή οι δύο αυτές ιδιότητες προσωπικότητας ανταποκρίνονται στην πρόκληση της περιέργειάς τους να καλύψουν κάποιο γνωστικό τους κενό («ποιος σκοτώνει, γιατί σκοτώνει, τι συμβαίνει; Ποιος και με ποια κίνητρα γυμνώνεται και εξευτελίζεται δημοσίως;») και όχι επειδή οι ίδιοι οι θεατές εγκρίνουν την δολοφονία αφενός και την προσβολή της δημοσίας αιδούς αφετέρου. Αυτό το θέαμα όμως αποτελεί αναλώσιμο προϊόν που γρήγορα φθίνει στο πέρασμα του χρόνου. Κάποτε όλα τα «γνωστικά αυτά κενά» καλύπτονται και η περιέργεια ικανοποιείται. Φαινόμενο που αποδεικνύει την τάση του τηλεοπτικού ιδιαιτέρως κοινού να νιώθει εύκολα ανία μπροστά στην τηλεόραση είναι η γρήγορη εναλλαγή καναλιών («zapping»), δηλ. η ουσιαστική αποκομιδή ενός μεγάλου τίποτα, μιας πρόσκαιρης επιφανειακής δραστηριότητας μηδαμινής γνωστικής και ηθικής αξίας (Williams, 2003). Κάποτε, αυτά τα ακραία θεάματα δεν έχουν να αποφέρουν κέρδη σε εκείνους που τα εκμεταλλεύονται. Τότε είναι η εποχή που είτε το ηλεκτρονικό μέσο ενημέρωσης θα επιδιώξει στροφή προς την δημιουργία ενός θετικού προφίλ υψηλής ηθικής υπόστασης, είτε θα αναζητήσει νέα αναλώσιμα προϊόντα στο βωμό του καιροσκοπικού πλουτισμού.

«Αυτό θέλουν; Αυτό θα έχουν»
 Το κέρδος των εμπορικών ηλεκτρονικών μέσων ενημέρωσης, καθώς αντλείται κατά κύριο λόγο από διαφημιστικές δραστηριότητες, οδηγεί στην εξιδανίκευση της έννοιας της θέασης ή ακρόασης μιας συγκεκριμένης εκπομπής ή θεάματος. Η απλή θέαση και ακρόαση για παράδειγμα ενός τηλεοπτικού δρωμένου γίνεται αυτοσκοπός και αποτελεί στην αντίληψη των περισσοτέρων τον μοναδικό παράγοντα αξιολόγησης, το μοναδικό μέσο μέτρησης της αξίας του. Μέσω αυτής της νοοτροπίας αρκετές φορές το ποιόν ενός τηλεοπτικού δρωμένου παραμερίζεται εντελώς ή (πράγμα που μας ενδιαφέρει περισσότερο εν προκειμένω) ταυτίζεται με την απλή θέασή του από το μεγαλύτερο δυνατό μέρος μιας κοινωνίας. Πολλές φορές γινόμαστε μάρτυρες του σκεπτικού: «Αφού αυτό θέλουν, αυτό θα έχουν. Αφού το βλέπουν, άρα το εγκρίνουν. Αφού δεν αλλάζουν κανάλι, τότε το υιοθετούν.». Είναι όμως έτσι τα πράγματα ή πρόκειται περί ενός φαύλου κύκλου ποιοτικής υποβάθμισης που οφείλεται είτε στην θεωρία του εύκολου κέρδους είτε στη σύγχυση των εννοιών και την ταυτόχρονη έλλειψη ουσιαστικής παιδείας; Εδώ πλέον παρατηρούμε μία ταύτιση της περιγραφής ενός φαινομένου με την αξιολόγησή του. Εδώ γίνεται μια σύγχυση μεταξύ περιγραφικών και αξιολογικών προτάσεων. Οπισθοχωρούμε εκ νέου στο μέγιστο πρόβλημα της «φυσιοκρατικής πλάνης» τον κίνδυνο της οποίας ανάγλυφα μας είχε εξηγήσει ο G.E. Moore από τις αρχές κιόλας του εικοστού αιώνα (Moore, 1903). Υποπίπτουμε στο θεμελιώδες σφάλμα της «φυσιοκρατικής πλάνης» όταν κάποιος προσπαθεί να επιχειρηματολογήσει υπέρ μιας ηθικής στάσης ή αξίας συγχέοντας την έννοια του καλού με άλλες έννοιες, όπως εκείνη του ευχάριστου, του αποδεκτού, του δημοφιλούς και ούτω καθεξής. Το «καλό» όμως είναι το ζητούμενο στο πλαίσιο μιας ηθικής αποτίμησης ενός φαινομένου και εκείνο που ύψιστα οφείλει κάθε αξιολογική προσέγγιση να λάβει υπόψη. Εδώ όμως (στο «βλέπω άρα εγκρίνω») παρατηρούμε το πρόβλημα της άκριτης αυτόματης ταύτισης της έννοιας του καλού με την έννοια της αυξημένης τηλεθέασης ή ακρόασης ενός προϊόντος των ηλεκτρονικών μέσων ενημέρωσης.
Το ότι ο μέσος τηλεθεατής απλά βλέπει ένα τηλεοπτικό προϊόν, σε καμία των περιπτώσεων δεν μπορεί να σημαίνει αυτόματα ότι εγκρίνει κιόλας το τηλεοπτικό αυτό προϊόν. Πέρα από τη φυσιοκρατική πλάνη του G.E. Moore, το φαινόμενο αυτό στο ευρύτερό του πλαίσιο έχει καταδειχθεί πολύ νωρίτερα από τον Σκώτο φιλόσοφο και ιστορικό David Hume στο πλαίσιο της μεταηθικής του θεώρησης: Πολλές φορές οι άνθρωποι πλανώνται και οδηγούνται σε ολισθηρές ατραπούς συγχέοντας περιγραφικές με αξιολογικές προτάσεις (Hume, 1739). Όταν περιγράφουμε για παράδειγμα την εμπειρική μας πραγματικότητα λέγοντας ότι οι καπνιστές δύσκολα κόβουν το κάπνισμα, δεν συνεπάγεται αυτόματα την αξιολογική πρόταση ότι οι καπνιστές δεν πρέπει να προσπαθήσουν να κόψουν το κάπνισμα εξαιτίας αυτής της δυσκολίας. Όταν κάποιοι άνθρωποι πιστεύουν στην πρόταση «Ο Θεός είναι φιλεύσπλαχνος», δεν συνεπάγεται αυτόματα το συμπέρασμα ότι και οι ίδιοι πρέπει να είναι φιλεύσπλαχνοι. Μια πρόταση του «είναι» δεν ταυτίζεται, ούτε συνεπάγεται αυτομάτως με μια πρόταση του «πρέπει». Και όμως, η σύγχυση αυτή, όσο και αν φαίνεται σε πολλούς αυστηρά επιστημολογική, αποτελεί τη βάση του προβλήματος και την αρχή των παρεξηγήσεων που οδηγούν στην ποιοτική υποβάθμιση των ηλεκτρονικών μέσων ενημέρωσης και των προϊόντων τους. Η πραγματικότητα ή ορισμένα επί μέρους δεδομένα της δεν μπορούν να αποτελούν έναν εκ των πραγμάτων οδηγό για τις ανθρώπινες πράξεις. Επειδή τυγχάνει για παράδειγμα να διανύουμε μια εποχή κατά την οποία η πληθώρα των τηλεοπτικών προγραμμάτων ασχολείται με την ξεδίπλωση οδυνηρών προσωπικών εμπειριών ορισμένων ατόμων, αυτό δεν μπορεί να αποτελέσει και οδηγό, προϋπόθεση ή κανόνα βάσει του οποίου θα οριοθετήσουμε τις μελλοντικές μας ενέργειες σχετικά με την εξελικτική πορεία της τηλεόρασης.
Η ανάλυση των δεδομένων της εμπειρικής πραγματικότητας φυσικά και μας προσδίδει χρήσιμη και αξιοποιήσιμη γνώση. Ωστόσο η ηθική είναι κάτι που ξεφεύγει από τα δεσμά της εμπειρίας, γι αυτό και συντάσσεται με το ευρύτερο φιλοσοφικό σκεπτικό της ανατροπής των καταστάσεων και της δημιουργίας νέων εμπειριών προς αποκομιδή. Άλλωστε ο ορισμός του φιλοσοφούντος ανθρώπου περικλείει όχι την ανάλυση της εμπειρίας, αλλά την διατύπωση προτάσεων σχετικά με το πώς θα μπορούσαν να ήταν τα πράγματα. Πόσες ιδέες και θεωρήσεις άραγε που σήμερα είναι αποδεκτές, κάποτε ήταν εκκεντρικές; (Russell, 1967-1969). H ανάλυση της εμπειρίας έχει παραδοθεί προ πολλού στις εξειδικευμένες επιστήμες και ο ρόλος της ηθικής σίγουρα δεν είναι να εγκλωβίζεται ή να κατευθύνεται από αυτές. Η στατιστική των τηλεοπτικών και ακροαματικών μετρήσεων αποτελεί απλά μια δήλωση περιγραφικής σημασίας, έναν εμπλουτισμό του εμπειρικού μας κόσμου. Σε καμία περίπτωση δεν συνεπάγεται την υιοθέτηση κάποιας συγκεκριμένης ηθικής στάσης. Ωστόσο, η σύγχρονη πραγματικότητα μας διαψεύδει: τα ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης στην συντριπτική τους πλειοψηφία είναι στενά εξαρτημένα από τις μετρήσεις αυτές. Ως εκ τούτου τα προϊόντα τους έχουν αφετηρία και προορισμό τους συγκεκριμένους αριθμούς των στατιστικών στοιχείων. Κάθε ηθικός προβληματισμός απλά απουσιάζει, δεν έχει χώρο στις εμπορικές δοσοληψίες αυτού του είδους.

Των παθημάτων κάθαρση
Η αττική τραγωδία έχει διαδραματίσει κατά τους αιώνες μετά την ανακάλυψή της καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της αντίληψης του κοινού και των παραγόντων κάποιου θεάματος. Ο αρχαιοελληνικός πεσσιμισμός αρκετές φορές υψώνεται στο επίπεδο του τρόπου ζωής και έκφρασης χωρίς προκατάληψη (Dienstag, 2004). Ακόμα και σε διεθνές επίπεδο, όταν κάποιο γεγονός υπερβαίνει κατά πολύ τα όρια της καθημερινής συνηθισμένης δυστυχίας, παραλληλίζεται με «ελληνική τραγωδία» (Crooks, 2003). Ο όρος της τραγωδίας έχει την θέση του στην ορολογία της καθημερινότητας όταν η ελπίδα και οι επιθυμίες του μέσου ανθρώπου συναντούν αξεπέραστα εμπόδια (Williams, 2006). Η επιτυχία και η «θεαματικότητα» της τραγωδίας πάντοτε, από την χρυσή εποχή του Περικλή, βασιζόταν κυρίως στο «δι ελέου και φόβου περαίνουσα την των τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν», δηλαδή προκαλούσε τη συμπάθεια και το φόβο του θεατή λυτρώνοντάς τον από ανάλογα ψυχικά συναισθήματα (Αριστοτέλους, Ποιητική). Ο θεατής της τραγωδίας ταυτιζόταν με τον προβαλλόμενο ήρωα του θεατρικού δράματος συμμετέχοντας έτσι και ο ίδιος ψυχικώς ενεργά στο δρώμενο που του παρουσιαζόταν. Κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας ουσιαστικά ο θεατής ζει μια δεύτερη ζωή, βγαίνει από τη δική του υπόσταση, έρχεται να υποστεί την «έκσταση» η οποία φυσικά αποτελούσε και το ζητούμενο ενός καλώς διεξαγωμένου δράματος. Μα γιατί αυτή η έκσταση να είναι εκείνο που ο θεατής αρέσκεται να βιώνει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο; Μα επειδή αυτή η ελάχιστη ώρα που παρακολουθεί το δρώμενο είναι ίσως μία από τις μοναδικές στιγμές της ζωής του που μπορεί να αποποιηθεί τον εαυτό του, να βγει από το είναι του, χωρίς συνέπειες, χωρίς προϋποθέσεις, δοκιμάζοντας κάτι διαφορετικό. Αυτό το διαφορετικό είναι που τον συναρπάζει, αυτή η ανυπόθετη βίωση έντονων συναισθημάτων χωρίς να εκκρεμούν οποιεσδήποτε συνέπειες για τον ίδιο και την πραγματική του ζωή: Όλα τα παθαίνει ο ήρωας του δρωμένου (DuBois, 2002). Ο θεατής απλά παραλληλίζει τον ψυχικό του κόσμο με εκείνον του ήρωα, χωρίς να εμπλέκεται η φυσική του παρουσία. Αποκομίζει δηλαδή όλα τα συναισθήματα του ήρωα χωρίς επιπτώσεις, χωρίς κόπο, απλά παρακολουθώντας τον. Όταν επέρχεται και η κάθαρση βέβαια, αποτελεί τον ιδανικότερο τρόπο επισφράγισης της επιτυχίας του δρωμένου. Η ψυχή μετά την έκσταση θα εξαγνιστεί (Golden, 1960), έτοιμη να παραδοθεί πλέον γαλήνια και ευτυχισμένη στον πραγματικό κόσμο που ανέκαθεν περιέβαλλε και θα συνεχίσει να περιβάλλει τον θεατή.
Η τραγωδία όμως στα ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης δεν αφορά μονάχα τον κόσμο του θεάτρου ή, εν προκειμένω, τις μεγάλες κινηματογραφικές παραγωγές ή τις μεγάλες παραγωγές μιας καθημερινής σαπουνόπερας. Η τραγωδία μεταφέρει τους καρπούς της πλέον σε πολλές εκπομπές που ισχυρίζονται ότι αποτελούν μέρος της καθημερινής μας πραγματικότητας υποκρύπτοντας και καλύπτοντας ωστόσο τον θεατρικό τους σκελετό με έναν «μανδύα καθημερινότητας». Ακόμα και τα δελτία ειδήσεων έχουν εισέλθει δυναμικά σε αυτή τη θεατρική νοοτροπία: Σχεδόν κάθε ρεπορτάζ, κάθε οπτικοποίηση της επικαιρότητας συνοδεύεται κατά κανόνα από μουσική υπόκρουση, από ποιητικές απόπειρες έκφρασης, από πομπώδεις και συγκινησιακούς λόγους. Έτσι αντλούνται μικρά κομμάτια της καθημερινότητας τα οποία, μετά από την κατάλληλη διεργασία αλέσματος, παραδίδονται στον μέσο δέκτη ως κάτι εντελώς διαφορετικό από αυτό που πραγματικά είναι. Η πραγματικότητα έχει πάψει πλέον να αποτελεί κυρίαρχο στοιχείο της ενημέρωσης δίνοντας τη θέση αυτή στην τέχνη και τα θεατρικά εργαλεία της. Οι διαστάσεις των θεμάτων αλλάζουν, η ουσία έρχεται σε δευτερεύοντα ρόλο και ο σκοπός πλέον δεν είναι η ενημέρωση ή η έκθεση της πραγματικότητας, αλλά η «έκσταση» του θεατή, η ταύτισή του με τους «καθημερινούς ήρωες» και τις δυσμένειες της θεάς τύχης εναντίον τους (Nussbaum, 2001). Όλα αυτά συμβάλλουν αναπόφευκτα στην ανάπτυξη ενός νέου, καλά καλυμμένου θεατρικού δρωμένου. Βέβαια εδώ βρισκόμαστε μπροστά σε ένα σημαντικό πρόβλημα που δημιουργείται από το ίδιο το γεγονός της μετάλλαξης της πραγματικότητας σε καλυμμένο θέατρο. Το ηλεκτρονικό μέσο ενημέρωσης, για να δικαιολογήσει τον τίτλο του (και ιδιαίτερα τη λέξη «ενημέρωση»), οφείλει πάση θυσία να διατηρήσει τον μανδύα της ενημέρωσης πάνω από το σκελετό του θεάτρου. Διαφορετικά θα μετονομαζόταν από μέσο ενημέρωσης σε μέσο ψυχαγωγίας ή διασκέδασης. Γι αυτό το λόγο ένας βασικός ηθικός ενδοιασμός μοιάζει να υπερσκελίζεται. Ο ενδοιασμός αυτός είναι η παραπλάνηση, η υποκρισία από μη θεσμοθετημένους υποκριτές, από πρόσωπα που τυπικώς δεν υποδύονται κάποιο ρόλο ηθοποιού. Η παραπλάνηση αυτή έχει ως θύμα τον τελικό θεατή, τον δέκτη των «ενημερωτικών» αυτών προϊόντων.
Η ουσία της παραπλάνησης αυτής βρίσκεται στο γεγονός ότι κάτι που δεν αποτελεί πραγματικότητα, προσπαθεί να περάσει ως τέτοια. Κάτι που αν δεν είχε μέσα του τα δραματικά στοιχεία, κάτι που αν δεν άλλαζε διαστάσεις, θα εξακολουθούσε να αντιμετωπίζεται από τον μέσο δέκτη ως κάτι τετριμμένο, ως κάτι συνηθισμένο, ως κάτι που δεν αξίζει εντέλει της προσοχής του. Όταν όμως αυτό το ασήμαντο πραγματικό γεγονός αλλάζει διαστάσεις, όταν εμπλουτίζεται και υποστηρίζεται από τα θεατρικά εργαλεία ενός σκηνοθέτη (τα οποία στη σύγχρονη εποχή είναι πολλά και ποικίλα διεγείροντας ολοένα και περισσότερες αισθήσεις του ανθρώπου ταυτόχρονα) παρουσιάζεται ως ελκυστικό. Μέσα από αυτό τελικά ο θεατής μπορεί να νοιώσει ότι εμπλέκεται ψυχικά, μπορεί να πάρει τη θέση του «ήρωα» ενός δελτίου ειδήσεων, μπορεί να βγει από τον εαυτό του και να ζήσει για λίγο ως ένας άλλος. Αυτό όπως είδαμε, είναι το βασικό στοιχείο «υψηλής τηλεθέασης» ενός δρωμένου και μας είναι γνωστό από την εποχή του Περικλή όπου άνθισε η αττική τραγωδία. Ακόμα και σήμερα όπως φαίνεται, μετά από χιλιάδες χρόνια, εξακολουθεί και είναι το κύριο μέσο συντήρησης ενός σύγχρονου ηλεκτρονικού μέσου ενημέρωσης.
Ποια είναι η θέση όμως του μέσου δέκτη τέτοιων ενημερωτικών προϊόντων; Ο δέκτης προφανώς όπως ήδη έχουμε εξετάσει βρίσκεται μπροστά δε μια δύσκολη θέση. Το βλέμμα του προκαλείται και η περιέργειά του ζητάει απεγνωσμένα την ικανοποίησή της. Θέλει να μάθει, θέλει να γνωρίσει ποιος είναι αυτός ο «ήρωας» που προβάλλεται τόσο έντονα, τι έχει κάνει και γιατί το έχει κάνει, ποιες θα είναι οι συνέπειες που θα αντιμετωπίσει. Αυτό όπως ήδη αναφέραμε είναι από παλιά γνωστό ότι αποτελεί θεμελιώδες χαρακτηριστικό της ανθρώπινης φύσης. Από αυτό το απλό περιγραφικό γεγονός ωστόσο δεν μπορούμε και πάλι να οδηγηθούμε αυτόματα στο συμπέρασμα ότι ο θεατής εγκρίνει το θέαμα που εκτυλίσσεται μπροστά του. Σίγουρα θα έχει την επιθυμία να δει πώς έγινε κάποιος φόνος, πώς εξελίσσεται μια πυρκαγιά, ποιοι ήταν μέσα σε ένα αυτοκίνητο τη στιγμή ενός (τραγικού) δυστυχήματος. Αυτή του η επιθυμία ικανοποιεί την περιέργειά του πρόσκαιρα και επιφανειακά, δίνοντας έτσι στο μέσο ενημέρωσης με τη σειρά του εκείνο που το μέσο διακαώς προσπαθεί να αποσπάσει: το υψηλό επίπεδο τηλεθέασης. Όπως είδαμε όμως, τα περισσότερα μέσα στέκονται εκεί. Αυτό είναι το ζητούμενό τους, αυτό είναι η αριστοτελική τους εντελέχεια και ευδαιμονία. Δεν αρκεί όμως, ιδιαιτέρως όταν έχουμε να αντιμετωπίσουμε μια πολυσυλλεκτική κοινωνία με εντελώς διαφορετικές εμπειρίες και βιώματα, προερχόμενη από το διεθνές περιβάλλον (Kasper-Fuehrera, 2001). Η πολυσυλλεκτική αυτή κοινωνία έχει μάθει να εκτιμά περισσότερο εκείνον που εμπιστεύεται και όχι εκείνον που της δίνει μια πρόσκαιρη επιφανειακή ικανοποίηση. Πολλές φορές άλλωστε παρατηρούμε ότι η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού έχει εντελώς αρνητική γνώμη για εκπομπές που αποσπούν την μεγαλύτερη μερίδα της τηλεθέασης. Όπως ήδη εξηγήσαμε, αυτό δεν είναι τυχαίο, ούτε παράλογο. Εκείνο στο οποίο θα έπρεπε να στρέψουν την προσοχή τους για μακροπρόθεσμα αποτελέσματα και παγίωση της θέσης τους στον ανταγωνισμό είναι η οικοδόμηση ενός σταθερού εταιρικού προφίλ εμπιστοσύνης με τον μέσο θεατή και ακροατή. Δεν αρκεί να βλέπει κάποιος, πρέπει να επαινεί, πρέπει και να εγκρίνει και να γνωρίζει συνειδητά ότι αυτό που βλέπει, πρέπει και να το βλέπει.

Η αλλαγή της οπτικής: «Παθαίνω, άρα υπάρχω»
Μπορεί πολλά ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης να κινούνται στο πλαίσιο της ηθικής παράβλεψης και της εννοιολογικής σύγχυσης. Παρά το γεγονός της τεράστιας απήχησής τους ο άνθρωπος αντιστέκεται εύκολα εφόσον κατανοήσει και διερευνήσει ενδελεχέστερα ότι η ζωή που βλέπει γύρω του, η ζωή που ο ίδιος θα ήθελε να οικοδομήσει για τον εαυτό του, δεν μπορεί να βρεθεί μέσα σε κανένα ηλεκτρονικό μέσο ενημέρωσης. Η αριστοτελική «έκσταση» και η «κάθαρση» που μπορεί να απολαύσει παρακολουθώντας για παράδειγμα ένα τηλεοπτικό πρόγραμμα δεν μπορεί να αποτελέσει τον κυρίαρχο τρόπο ζωής του. Όταν ο άνθρωπος μαθαίνει να ζει μέσα από άλλους, όταν μαθαίνει καθημερινά ψυχικώς να υποδύεται ρόλους, στην ουσία βρίσκεται συνεχώς δεν ένα στάδιο ύπνωσης της προσωπικότητάς του. Η δική του ζωή εισέρχεται διαρκώς σε κατάσταση αναμονής αναμένοντας το πότε η προσοχή του ανθρώπου θα αποσπαστεί από το τηλεοπτικό δρώμενο. Στην αρχαία ελληνική εποχή, το θέατρο ήταν περιορισμένης χρονικής έκτασης. Όσο και αν ο θεατής εξίσταται, όσο και αν ο θεατής αρέσκεται στο να το απολαμβάνει, μετά από κάποιες ώρες θα «αναγκαστεί» εκ των πραγμάτων να ζήσει και να εξελίξει την δική του προσωπική ζωή. Στη σύγχρονη εποχή όμως τα θεατρικά αυτά δρώμενα είναι πολλά και ποικίλα και αδιάκοπα. Τα ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης και ψυχαγωγίας είναι αμέτρητα και εύκολα προσβάσιμα από τον οποιονδήποτε, ακόμα και αν ανήκει σχηματικά στις ασθενέστερες οικονομικές τάξεις. Όποιος το επιθυμεί, όποιος εθίζεται στην «έκσταση» και την «κάθαρση» (μην ξεχνούμε άλλωστε ότι το κίνητρο της «έκστασης» ενυπάρχει και στις παραισθησιογόνες και ναρκωτικές ουσίες)  μπορεί όσες ώρες της ημέρας το θέλει να εισέρχεται σε αυτή τη διαδικασία.
Το γεγονός από μόνο του όμως ότι πολλοί είναι εκείνοι που επιλέγουν να θέτουν διαρκώς την δική τους ζωή σε μια «κατάσταση αναμονής» είναι ένα σήμα κινδύνου, όχι μόνο σε ατομικό επίπεδο, αλλά και σε κοινωνικό. Όταν οι θεαματικότητες, οι ακροαματικότητες και οι ανάλογες στατιστικές μετρήσεις δείχνουν σε καθημερινή βάση υψηλότατα ποσοστά για το σύνολο των ηλεκτρονικών μέσων, αυτό σημαίνει ότι το μεγαλύτερο ποσοστό της κοινωνίας μαθαίνει να ζει μια άλλη πραγματικότητα από εκείνη που μας περιβάλλει. Ενδέχεται να ζει το ανύπαρκτο, να συζητά για ζητήματα ήσσονος σημασίας και προτεραιότητας με τόση ένταση και ενέργεια ωσάν να επρόκειτο για τη δική του, ξεχωριστή πραγματικότητα. Όταν λοιπόν η ζωή μιας κοινωνίας «τίθεται σε αναμονή», όλα τα αξιόλογα πράγματα συνεπώς τίθενται και αυτά στην ίδια μοίρα. Τέτοια μπορεί να είναι η εκπαίδευση, η παιδεία, η προσωπική ψυχαγωγία, η αλληλεπίδραση με πρόσωπα, η φυσική δραστηριότητα, η αυτόνομη σκέψη, ο κριτικός στοχασμός, ο πραγματικός ενθουσιασμός για τον έρωτα (Borossa et al, 2003), η πραγματική οδύνη για έναν αληθινό θάνατο. Όλα αυτά μας κάνουν να υψώνουμε την ανθρώπινη ύπαρξη στο σημείο που της αρμόζει, στο σημείο μιας αδιάκοπης προσωπικής περιπέτειας. Σημασία δεν έχει να ζούμε πολλαπλές «καθάρσεις» μέσω «εκστατικών» μορφών πρόσκαιρης και πλασματικής ζωής, αλλά το πραγματικό πάθος της καθημερινότητάς μας, την αναζήτηση της εντελέχειας όχι στο τέλος του δράματος, αλλά στην διαρκή και αέναη εγκόσμια διαδικασία (Λιαντίνης, 1979). Η ηδονή της ζωής δεν κρύβεται σε κάποιο αόρατο ορόσημο ούτε σε πρόσκαιρες «καθάρσεις» ούτε σε οποιοδήποτε είδος ευκαιριακής «έκστασης». Βρίσκεται  στην επίπονη μα όμορφη διαδικασία της προσωπικής ζωής, της ύπαρξης μέσα στην πραγματικότητα που μας περιβάλλει. Δεν υπάρχει άλλη μορφή αυθεντικής ύπαρξης πέρα από το πάθος, μέσα από τον μοναδικό δηλαδή τρόπο που κάποιος μπορεί να γίνει αυτό που του επιτάσσει η ανθρώπινη φύση και δυναμική (Nietzsche, 1888-1908). Οι έντονες προσωπικές στιγμές που μπορεί να βιώσει ένας άνθρωπος στη λιγόχρονη πορεία του στον κόσμο της εμπειρίας νοηματοδοτούν αξιολογικά τη ζωή του, την υπαρξιακή του ελευθερία (Borody, 2003). Κατά τη διάρκεια της πλοήγησης στον εμπειρικό κόσμο, σαφώς και τα ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης δεν απαγορεύονται. Ωστόσο, από την πολύ μικρή ηλικία, ο άνθρωπος πρέπει να συνειδητοποιεί ότι αυτά δεν αντιπροσωπεύουν την πραγματικότητα που ό ίδιος οφείλει να ζήσει. Οφείλει να εκπαιδευτεί πάνω στο σκεπτικό ότι η πραγματικότητα διαμορφώνεται από τον ίδιο τον άνθρωπο και δεν του δίνεται έτοιμη από κάποια εμπορική επιχείρηση αδιαφανών συμφερόντων.
Από τότε που ο Καρτέσιος διατύπωσε κατά την έναρξη της εποχής της νεωτερικότητας ότι ο μόνος επιβεβαιωτικός παράγων της ύπαρξης είναι η σκέψη, δεν φανταζόταν ότι ακόμα και η σκέψη από μόνη της, από τη στιγμή που θα αφορούσε έναν εικονικό κόσμο, δεν θα ήταν ικανή να αποδείξει την ύπαρξή μας. Γι αυτό και θα πρέπει όλοι να στραφούν προς τη συμπλήρωση του Καρτεσιανού ρητού: Δεν αρκεί να σκέφτομαι για να υπάρχω, αλλά και να παθαίνω, να ρίχνομαι στην περιπέτεια της δικής μου ζωής και όχι σε οποιαδήποτε άλλη που μου δίνεται ως προκατασκευασμένη.

www.filosofia.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου