Ελλάδα μου...
Σε τούτο το μακρυνό κομμάτι στεριάς που βρήκα απάγγιο, σε βλέπω απο μακρά να μαραζώνεις... Λιώνω κι εγώ μαζί σου Μάνα μου... Θέλω νά ΄ρθω κοντά σου, να πιάσω το χέρι σου, να φιλήσω το λυπημένο πρόσωπό σου, να σου χαιδέψω τα έρμα, ανάκατα μαλλιά σου, να σου πω δυο λέξεις, δυό κουβέντες, σαν γίος στη βασανισμένη Μάνα του... Μα δεν αντέχω...
Φοβάμαι να αντικρύσω το κυρτό απ τις γροθιές των οχτρών κορμί σου... Φοβάμαι γιατί οι κουβέντες δεν θα μπορούν να φτάσουν στα χείλη μου... Τι λόγους να σου πω Πατρίδα μου... Οτι σε προδόσαν τα παιδιά σου αλλά μη σκιάζεσαι, όλα θα αλλάξουν; Τι μπορεί να αλλάξει, αμα σε σκοτώνει το ίδιο το αίμα σου; Ενα "γιατί" πλανιέται στα κουρασμένα απ την αγρύπνια μάτια μου... Γιατί απο μια Μάνα σαν εσένα, να γεννιούνται τέρατα; Πως μπορεί εσύ, η πιο τρανή Μάνα του Κόσμου, να ανατρέφει Ιούδες; Πως γίνεται αυτό Κυρά μου; Γιατί απο ένα τέτοιο Ρόδο να βγαίνουν χιλιάδες φαρμακερά αγκάθια; Απόκριση δε παίρνω... Αχ δοξασμένη Μάνα μου, ποιά κατάρα αλήθεια σε βαραίνει; Γιατί να ζείς μια μέρα ξένοιαστη και 50 μέρες πληγωμένη; Ψάχνω νά βρω στο χάρτη του νού μου, έστω ακόμα έναν τόπο που να χει την ίδια μοιρά με σένα... Δε βρίσκω πουθενά... Ψάχνω στο χάρτη του μυαλού μου νά βρω έναν άλλο τόπο να χει τόση ευλογία πάνω του μα και τόση κατάρα...Δε βρίσκω πουθενά... Η κατάρα του να σαι ωραίος, ευλογημένος και μόνος... Ελλάδα μου! Χτές, γι άλλη μια φορά, μπήκαν οι οχτροί στα άγια χώματά σου... Και το δρόμο τον στρώσανε παιδιά σου Μάνα μου... Αίμα απ το αίμα σου, σάρκα απ τη σάρκα σου, γόνος απ το γόνο σου... Δεν χτυπήσαν οι οχτροί το κάστρο σου ανδρειωμένα, δεν πολέμησαν σκληρά για να σε κουρσέψουν... Τρόμαζαν Μάνα μου οι οχτροί μπροστά στο μεγαλείο σου... Έσκυβαν τα μάτια χαμηλά για να μην τους τα κάψει το Φώς της Αιωνιότητας που σε έλουζε... Το Φώς ενάντια στο σκοτάδι... Βρήκαν παιδιά σου οι οχτροί και τα αργύρωσαν ... Αίμα απ το αίμα σου, σάρκα απ τη σάρκα σου, γόνο απ το γόνο σου... Για να ανοίξουν αυτά και πάλι τη Κερκόπορτα να μπούν σαν κλέφτες οι οχτροί σου... Παιδιά, που τάχες πρότερα για καμάρι σου! Παιδιά που τ΄ανάστησες με μέλι και γάλα απ τα σπλάχνα σου... Αυτά Μάνα μου σε πούλησαν... Σε έδωσαν στους οχτρούς για μια χούφτα χρυσάφι... Κι εγώ κοιτώ απο μακρά τα λυπημένα μάτια σου και το "γιατί" που ζωγραφιέται στις ρυτίδες της μορφής σου... Το χρυσάφι Μάνα μου που όλα τα αγοράζει, έγινε γι άλλη μια φορά, το καρφί στο κορμί σου... Αυτοί που σε κυβέρνησαν, παιδιά σου διαλεχτά, σε πούλησαν Πατρίδα μου! Σε έσυραν στο σκλαβοπάζαρο των χυδαίων και σε κουρέλιασαν... Και γιορτάζουν τα παιδιά σου Μάνα μου που σε πούλησαν... Κερνάνε ο ένας τον άλλον κρασί και μέλι για να πιούν στην υγειά σου, πληρωμένα απ το πουγγί της προδοσίας... Ως πότε Μάνα μου θα γεννάς και θα βυζαίνεις Εφιάλτες; Πως γίνεται να γεννάς Κολοκοτρώνηδες και να σε κυβερνάνε οι πηλιογούσηδες; Πώς γίνεται Πατρίδα μου να ανασταίνεις Βελουχιώτηδες και να σε κυβερνάνε παπανδρέοι; Πως γίνεται Ελλάδα μου να ανδρώνεις Λεωνίδες και να σε κυβερνάνε πάγκαλοι; Πενθώ απόψε Μάνα μου... Κλαίω για την Ελλάδα μου... Που σταυρώνεται γι΄άλλη μια φορά, καρφωμένη στο Σταυρό που τον στήσαν παιδιά της... Μα κάθε σταύρωση ακολουθείται απ την Ανάσταση! Αυτή τη μέρα προσμένω Μάνα μου... Τη μέρα που θα δώ τους Ιούδες να κρέμονται στις συκιές της λήθης κι εσένα αναστημένη, νικώντας ξανά τον Αδη!
Κι ας είναι Μάνα μου αυτή, η στερνή μου μέρα...
Σε τούτο το μακρυνό κομμάτι στεριάς που βρήκα απάγγιο, σε βλέπω απο μακρά να μαραζώνεις... Λιώνω κι εγώ μαζί σου Μάνα μου... Θέλω νά ΄ρθω κοντά σου, να πιάσω το χέρι σου, να φιλήσω το λυπημένο πρόσωπό σου, να σου χαιδέψω τα έρμα, ανάκατα μαλλιά σου, να σου πω δυο λέξεις, δυό κουβέντες, σαν γίος στη βασανισμένη Μάνα του... Μα δεν αντέχω...
Φοβάμαι να αντικρύσω το κυρτό απ τις γροθιές των οχτρών κορμί σου... Φοβάμαι γιατί οι κουβέντες δεν θα μπορούν να φτάσουν στα χείλη μου... Τι λόγους να σου πω Πατρίδα μου... Οτι σε προδόσαν τα παιδιά σου αλλά μη σκιάζεσαι, όλα θα αλλάξουν; Τι μπορεί να αλλάξει, αμα σε σκοτώνει το ίδιο το αίμα σου; Ενα "γιατί" πλανιέται στα κουρασμένα απ την αγρύπνια μάτια μου... Γιατί απο μια Μάνα σαν εσένα, να γεννιούνται τέρατα; Πως μπορεί εσύ, η πιο τρανή Μάνα του Κόσμου, να ανατρέφει Ιούδες; Πως γίνεται αυτό Κυρά μου; Γιατί απο ένα τέτοιο Ρόδο να βγαίνουν χιλιάδες φαρμακερά αγκάθια; Απόκριση δε παίρνω... Αχ δοξασμένη Μάνα μου, ποιά κατάρα αλήθεια σε βαραίνει; Γιατί να ζείς μια μέρα ξένοιαστη και 50 μέρες πληγωμένη; Ψάχνω νά βρω στο χάρτη του νού μου, έστω ακόμα έναν τόπο που να χει την ίδια μοιρά με σένα... Δε βρίσκω πουθενά... Ψάχνω στο χάρτη του μυαλού μου νά βρω έναν άλλο τόπο να χει τόση ευλογία πάνω του μα και τόση κατάρα...Δε βρίσκω πουθενά... Η κατάρα του να σαι ωραίος, ευλογημένος και μόνος... Ελλάδα μου! Χτές, γι άλλη μια φορά, μπήκαν οι οχτροί στα άγια χώματά σου... Και το δρόμο τον στρώσανε παιδιά σου Μάνα μου... Αίμα απ το αίμα σου, σάρκα απ τη σάρκα σου, γόνος απ το γόνο σου... Δεν χτυπήσαν οι οχτροί το κάστρο σου ανδρειωμένα, δεν πολέμησαν σκληρά για να σε κουρσέψουν... Τρόμαζαν Μάνα μου οι οχτροί μπροστά στο μεγαλείο σου... Έσκυβαν τα μάτια χαμηλά για να μην τους τα κάψει το Φώς της Αιωνιότητας που σε έλουζε... Το Φώς ενάντια στο σκοτάδι... Βρήκαν παιδιά σου οι οχτροί και τα αργύρωσαν ... Αίμα απ το αίμα σου, σάρκα απ τη σάρκα σου, γόνο απ το γόνο σου... Για να ανοίξουν αυτά και πάλι τη Κερκόπορτα να μπούν σαν κλέφτες οι οχτροί σου... Παιδιά, που τάχες πρότερα για καμάρι σου! Παιδιά που τ΄ανάστησες με μέλι και γάλα απ τα σπλάχνα σου... Αυτά Μάνα μου σε πούλησαν... Σε έδωσαν στους οχτρούς για μια χούφτα χρυσάφι... Κι εγώ κοιτώ απο μακρά τα λυπημένα μάτια σου και το "γιατί" που ζωγραφιέται στις ρυτίδες της μορφής σου... Το χρυσάφι Μάνα μου που όλα τα αγοράζει, έγινε γι άλλη μια φορά, το καρφί στο κορμί σου... Αυτοί που σε κυβέρνησαν, παιδιά σου διαλεχτά, σε πούλησαν Πατρίδα μου! Σε έσυραν στο σκλαβοπάζαρο των χυδαίων και σε κουρέλιασαν... Και γιορτάζουν τα παιδιά σου Μάνα μου που σε πούλησαν... Κερνάνε ο ένας τον άλλον κρασί και μέλι για να πιούν στην υγειά σου, πληρωμένα απ το πουγγί της προδοσίας... Ως πότε Μάνα μου θα γεννάς και θα βυζαίνεις Εφιάλτες; Πως γίνεται να γεννάς Κολοκοτρώνηδες και να σε κυβερνάνε οι πηλιογούσηδες; Πώς γίνεται Πατρίδα μου να ανασταίνεις Βελουχιώτηδες και να σε κυβερνάνε παπανδρέοι; Πως γίνεται Ελλάδα μου να ανδρώνεις Λεωνίδες και να σε κυβερνάνε πάγκαλοι; Πενθώ απόψε Μάνα μου... Κλαίω για την Ελλάδα μου... Που σταυρώνεται γι΄άλλη μια φορά, καρφωμένη στο Σταυρό που τον στήσαν παιδιά της... Μα κάθε σταύρωση ακολουθείται απ την Ανάσταση! Αυτή τη μέρα προσμένω Μάνα μου... Τη μέρα που θα δώ τους Ιούδες να κρέμονται στις συκιές της λήθης κι εσένα αναστημένη, νικώντας ξανά τον Αδη!
Κι ας είναι Μάνα μου αυτή, η στερνή μου μέρα...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου