Η διακοπή του ρεύματος έχει συνταγματικό πρόβλημα
Η εισφορά στα ηλεκτροδοτούμενα ακίνητα που εξαγγέλθηκε πρόσφατα συνιστά έναν περαιτέρω φόρο στην περιουσία, μαζί με άλλους οι οποίοι υπάρχουν ήδη (όπως, ιδίως, ο φόρος μεγάλης ακίνητης περιουσίας). Καθεαυτή η επιβολή τέτοιων φόρων δεν μπορεί να θεωρηθεί αντισυνταγματική, αφού το άρθρο 4 παρ.5 του Συντάγματος προβλέπει ότι...
«οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους» (στην έννοια των «δυνάμεων» συμπεριλαμβάνεται προφανώς όχι μόνο το εισόδημα, αλλά και η περιουσία).
Προβληματισμό μπορεί να προκαλέσει, ωστόσο, το γεγονός ότι με την επιβολή εισφοράς ορισμένου ύψους ανά τετραγωνικό μέτρο, με διαφοροποίηση μόνο σε αντιστοιχία προς την τιμή ζώνης στη συγκεκριμένη περιοχή, επέρχεται ουσιαστικά το ισοδύναμο φορολόγησης με ενιαίο συντελεστή. Με άλλα λόγια, τόσο ένας χαμηλοσυνταξιούχος που διαμένει σε μικρό ιδιόκτητο διαμέρισμα σε λαϊκή συνοικία όσο και ένας ιδιοκτήτης δεκάδων ενοικιαζόμενων διαμερισμάτων, ο οποίος εκμεταλλεύεται το πανομοιότυπο παρακείμενο διαμέρισμα, θα πληρώσουν την ίδια ακριβώς εισφορά για το καθένα από αυτά.
Αυτό, όμως, είναι καταφανώς άδικο, επειδή η φοροδοτική ικανότητα του χαμηλοσυνταξιούχου είναι μηδενική, ενώ του εισοδηματία μεγάλη.
Αν θεωρηθεί (όπως έχω υποστηρίξει σε ανύποπτο χρόνο, βλ. Κ.Χρυσόγονου, «Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα», 3η έκδ. 2006, σ.152) ότι ο νομοθέτης δεσμεύεται από το Σύνταγμα να καθιερώσει σύστημα προοδευτικής φορολογίας, με φορολογικό συντελεστή δηλ. κλιμακούμενο ευθέως ανάλογα προς το διαθέσιμο εισόδημα ή την περιουσία, όπως συνάγεται από το συνδυασμό των άρθρων 4 παρ. 5 και 25 παρ. 4 Συντ, και ότι αντίθετα η αναλογική φορολογία, δηλ. η φορολόγηση με πάγιο για όλα τα εισοδήματα ή τις περιουσίες συντελεστή, αντίκειται στην ισότητα στα δημόσια βάρη, διότι συνιστά ίση μεταχείριση ανόμοιων περιπτώσεων, δηλ. οικονομικά εύρωστων και ασθενών πολιτών, τότε η εισφορά στα ακίνητα είναι για τον παραπάνω λόγο αντισυνταγματική.
Ανοιχτό φαίνεται ν’ αφήνει το θέμα η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, περιοριζόμενη στη διαπίστωση ότι το άρθρο 4 παρ. 5 Συντ. δεν αποκλείει το προοδευτικό σύστημα φορολογίας (ΣτΕ 1827/1993). Υπό τις σημερινές, μάλιστα, δημοσιονομικές συνθήκες δεν φαίνεται ιδιαίτερα πιθανό να προκύψει μια πιο τολμηρή νομολογία, η οποία θα προσχωρούσε στην άποψη ότι η «προοδευτικότητα» του φορολογικού συντελεστή είναι όχι μόνο θεμιτή, αλλά και επιβεβλημένη από το Σύνταγμα.
Ένα περαιτέρω ζήτημα θέτει και η διακοπή της ηλεκτροδότησης του ακινήτου, ως de facto κύρωση της μη καταβολής της εισφοράς. Μπορεί να υποστηριχθεί ότι τούτο είναι δυσανάλογο μέτρο, ιδίως εκεί όπου υφίσταται αντικειμενική αδυναμία καταβολής της εισφοράς χωρίς διακινδύνευση της επιβίωσης του υπόχρεου προσώπου. Γενικότερα, άλλωστε, η μη καταβολή χρεών προς το δημόσιο έχει, και πρέπει να έχει, διάφορες δυσμενείς συνέπειες (στέρηση φορολογικής ενημερότητας, λήψη μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης κλπ.), αλλά είναι αμφίβολο αν μπορεί να συνεπάγεται τη στέρηση απαραίτητων για μια στοιχειωδώς αξιοπρεπή ανθρώπινη διαβίωση αγαθών, όπως το ηλεκτρικό ρεύμα, το νερό ή το τηλέφωνο. Συνεπώς, η είσπραξη της εισφοράς μέσω των λογαριασμών της ΔΕΗ είναι προβληματική ενόψει των διατάξεων των άρθρων 2 παρ. 1 (προστασία της αξίας του ανθρώπου) και 25 παρ. 1 (αρχή της αναλογικότητας) του Συντάγματος.
Το γενικότερο πρόβλημα είναι το κατά πόσο η κατά διαστήματα επιβολή νέων φορολογικών βαρών οδηγεί στη δημοσιονομική εξυγίανση ή μήπως συνιστά μέρος ενός φαύλου κύκλου ύφεσης- ελλειμμάτων- μέτρων και, ως συνέπειά τους, μεγαλύτερης ύφεσης- νέων ελλειμμάτων- σκληρότερων μέτρων, με προοπτική τον αργό θάνατο της ελληνικής οικονομίας και την κοινωνική έκρηξη.
*Ο Κώστας Χρυσόγονος είναι Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο τμήμα Νομικής Αριστοτελείου Πανεπιστημίου και Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου